Operation Fortune: Η Μεγάλη Απάτη
- Operation Fortune: Ruse de Guerre
- 2023
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Μανδαρινικά
- Δράσης, Έπος, Θρίλερ, Κατασκοπική, Κωμωδία, Περιπέτεια
- 05 Ιανουαρίου 2023
Ο υπερ-κατάσκοπος Όρσον Φόρτουν πρέπει να εντοπίσει και να σταματήσει την πώληση μιας νέας θανατηφόρας τεχνολογίας από τον εκατομμυριούχο μπρόκερ Γκρεγκ Σάιμοντς. Αναγκασμένος να συνεργαστεί με μερικούς από τους καλύτερους μυστικούς πράκτορες, ο Φόρτουν και η ομάδα του στρατολογούν τον μεγαλύτερο χολυγουντιανό σταρ Ντάνι Φρανκέσκο για να τους βοηθήσει να σώσουν τον κόσμο.
Σκηνοθεσία:
Guy Ritchie
Κύριοι Ρόλοι:
Jason Statham … Orson Fortune
Aubrey Plaza … Sarah Fidel
Josh Hartnett … Danny Franscesco
Cary Elwes … Nathan Jasmine
Hugh Grant … Greg Simmonds
Bugzy Malone … JJ Davies
Lourdes Faberes … Emilia
Max Beesley … Ben Harris
Eddie Marsan … Norman
Kaan Urgancioglu … Casa
Eugenia Kuzmina … Marcia
Bestemsu Ozdemir … Vivienne
Peter Ferdinando … Mike
Sam Douglas … Saul Goldstein
Conor MacNeill … Bodhi
Oliver Maltman … Arnold
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ivan Atkinson, Marn Davies, Guy Ritchie
Παραγωγή: Ivan Atkinson, Bill Block, Steven Chasman, Jason Statham
Μουσική: Christopher Benstead
Φωτογραφία: Alan Stewart
Μοντάζ: James Herbert
Σκηνικά: Martyn John
Κοστούμια: Tina Kalivas
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Operation Fortune: Ruse de Guerre
- Ελληνικός Τίτλος: Operation Fortune: Η Μεγάλη Απάτη
Παραλειπόμενα
- Πέμπτη συνεργασία ανάμεσα στον Guy Ritchie και τον Jason Statham, αλλά και δεύτερη των δυο τους με τον Josh Hartnett.
- Γυρίσματα έγιναν στην Αττάλεια της Τουρκίας, τη Μεγάλη Βρετανία και το Κατάρ.
- Αρχικά ήταν να τιτλοφορηθεί Five Eyes.
- Ήταν προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει αρχές του 2021, αλλά ακυρώθηκε η έξοδος του χωρίς επίσημη εξήγηση. Οι εικασίες όμως έλεγαν πως για όλα έφταιγε το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, και πως ήταν κακό το timing μια και οι κακοί της ταινίας ήταν Ουκρανοί.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 4/1/2023
Χωρίς να κουβαλά την αξίωση ότι πρόκειται για ριζοσπαστικό σινεμά, η νέα δημιουργία του Γκάι Ρίτσι αποδεικνύεται αναζωογονητική μέσα στην παλιομοδίτικη προσέγγισή της. 25 χρόνια μετά τη σκηνοθετική πρόταση που έκανε με τις “Δύο Καπνισμένες Κάνες”, ο φρέσκος αέρας εδώ αφορά τη βιομηχανική προσέγγιση του σινεμά δράσης. Πολύ μακριά από τα εννιαψήφια ποσά των “Επικίνδυνων Αποστολών”, ο Ρίτσι εκπροσωπεί σήμερα ένα σινεμά υπό εξαφάνιση, το σινεμά είδους με τον αξιοπρεπή προϋπολογισμό, τις τίμιες εισπράξεις και, το σημαντικότερο όλων, τις πρωτότυπες ιστορίες.
Με πλήρη επίγνωση της ταινίας που θέλει να πραγματώσει, ο Ρίτσι δίνει εξαρχής το στίγμα του με όλα τα επιμέρους στοιχεία να είναι σχεδιασμένα υπέρ του, είτε πρόκειται για την κίνηση της κάμερας είτε το suave βρετανικό στιλιστικό κομμάτι. Αφηγείται μια απλή και σαφή ιστορία με ξεκάθαρο τρόπο, και παρότι αν αποδομήσεις το σενάριο μένει ένας έντονος όγκος παράθεσης γεγονότων, η έξυπνη και εμποτισμένη στο χιούμορ φλεγματική γραφή του προσδίδει ένα αθεράπευτα διασκεδαστικό και κουλ αποτέλεσμα.
Η αυτονομία της ιστορίας επιτρέπει σε όλους τους δημιουργικούς συντελεστές να παίξουν με την παρουσίαση των πολύχρωμων χαρακτήρων στο κομμάτι της ιστορίας που αναλογεί στον καθένα, χωρίς την πίεση να συμμετέχουν σε αλυσίδες καταιγιστικών αλλά απρόσωπων σκηνών δράσης. Η ψυχή της ταινίας και το πιο καλοδουλεμένο κομμάτι της είναι οι χαρακτήρες της, δίνοντας τη δυνατότητα σε ηθοποιούς που κουβαλούν στη φιλμογραφία τους συμμετοχές σε δεύτερης διαλογής ταινίες δράσης να επιστρατεύσουν τις ικανότητές τους υπό τις οδηγίες ενός ξεχωριστού δημιουργού που μένει πιστός στο όραμα και το στιλ που όρισε από τις απαρχές του.
Ο Ρίτσι δεν δείχνει την πρόθεση να εξελίξει την τεχνική του, εν τούτοις είναι φανερό ότι έχει θέσει αυστηρά όρια στον εαυτό του. Διαθέτει ένα εκ του φυσικού του εντυπωσιακό καλάθι παιχνιδιών όσον αφορά την κάμερα και το μοντάζ, το οποίο όμως είναι ενδελεχώς αρχειοθετημένο και η χρήση τους γίνεται με επιμέλεια, δηλαδή πολύ μακριά από τη χαοτική εποχή της “Αρπαχτής” και του “Revolver”. Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκει τη γοητεία ακόμα και σε διεκπεραιωτικές σκηνές και να δίνει στον θεατή ένα έξυπνο εύρημα οπτικής σημασίας που πάνω απ’ όλα θα τον ευχαριστήσει.
Μεγάλη σημασία έχει το γεγονός ότι οι χαρακτήρες είναι παράγωγα της σημερινής εποχής. Ο μυώδης όγκος του Τζέισον Στέιθαμ μπορεί να υποστηρίξει το εκλεπτυσμένο στιλ σε ρούχα και συνήθειες χωρίς να απαιτεί πολιτιστικό υπόβαθρο, ενώ παραμένει εμφατικά σοβαρός ακόμα και σε χαοτικές καταστάσεις. Η Όμπρεϊ Πλάζα πραγματοποιεί μια πιο ουσιώδη προσθήκη στην καριέρα της από το “Έμιλυ η Κακοποιός” παίζοντας με εκφάνσεις της γυναικείας συμπεριφοράς για να χειριστεί τους άντρες που την περιβάλλουν, ενώ εκφέρει τις πρόστυχες ατάκες της με σαγήνη και όχι με χυδαιότητα. Ο Τζος Χάρτνετ, που πάντα ήταν φίλος αυτών των ταινιών (βλέπε “Το Στοίχημα του Σλέβιν”), επενδύει στην κωμικότητα του ρόλου του και στην αλληλεπίδρασή του με τον χαρακτήρα του Χιου Γκραντ.
Παρότι πρόκειται για έναν ρόλο που σε εξωτερικό επίπεδο μπορεί να υποδυθεί με κλειστά μάτια, ο Γκραντ παρουσιάζει στην οθόνη το σύγχρονο πρόσωπο του κακού. Μακριά από τους μεγαλομανείς μεγιστάνες του παρελθόντος, ο χαρακτήρας του Γκρεγκ Σίμοντς είναι ο ζάμπλουτος απατεώνας που πίσω από το παραμύθι του αυτοδημιούργητου μετατρέπει τις παράνομες πρακτικές του σε ιδιοσυγκρασιακές ικανότητες με φιλοσοφημένες βάσεις. Και ως σπουδαίος ηθοποιός, ο Γκραντ τον ξεγυμνώνει, ανά στιγμές σπάει πλάκα μαζί του αλλά δεν τον γελοιοποιεί ούτε στιγμή.
Αν κάποιοι χαρακτήρες φαίνονται να προέρχονται από διαφορετικές ιστορίες, όλα ταιριάζουν πολύ καλά και η αλληλεπίδρασή τους στο σύνολο είναι ο καλύτερος λόγος για να παρακολουθήσετε αυτή την ταινία. Είτε πρόκειται για τη διακωμώδηση της μυστικής υπηρεσίας είτε για το επιτηδευμένα ασαφές αντικείμενο που πρέπει να ανακτηθεί, η χιουμοριστική απόλαυση είναι πάντα σε πρώτο πλάνο και ενδεχομένως να μπορείτε να την ξαναδείτε με την ίδια ζέση αφού δεν πρόκειται για μια ιστορία αξιομνημόνευτη. Είναι όμως ιδανική για τον Ρίτσι που ξέρει τι θέλει να προσφέρει, και το κυριότερο, τι θέτει σε λειτουργία ώστε να το πετύχει.
Βαθμολογία:
Μόλις γύρισα από το σινεμά. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Ένα ευχάριστο δίωρο. Γιατί όχι;