Δύο στενές φίλες και γειτόνισσες, η Άλις και τη Σελίν, παρακολουθούν τις τέλειες ζωές τους -στα προάστια της δεκαετίας του 1960- να καταστρέφονται από ένα τραγικό ατύχημα με ένα από τα παιδιά τους. Οι οικογενειακοί τους δεσμοί υπονομεύονται σταδιακά από ενοχές και παράνοια, ενώ αναπτύσσεται μια συναρπαστική μάχη των θέλω τους, αποκαλύπτοντας τη σκοτεινή πλευρά της μητρικής αγάπης.

Σκηνοθεσία:

Benoit Delhomme

Κύριοι Ρόλοι:

Jessica Chastain … Alice

Anne Hathaway … Celine

Anders Danielsen Lie … Simon

Josh Charles … Damian

Eamon Patrick O’Connell … Theo

Baylen D. Bielitz … Max

Caroline Lagerfelt … Jean

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Sarah Conradt

Παραγωγή: Jacques-Henri Bronckart, Kelly Carmichael, Jessica Chastain, Anne Hathaway, Paul Nelson

Μουσική: Anne Nikitin

Φωτογραφία: Benoit Delhomme

Μοντάζ: Juliette Welfling

Σκηνικά: Russell Barnes

Κοστούμια: Mitchell Travers

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Mothers’ Instinct
  • Ελληνικός Τίτλος: Μητρικό Ένστικτο

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • ΜυθιστόρημαDerriere la Haine της Barbara Abel.
  • Σενάριο: Μητρικό Ένστικτο (2018) των Olivier Masset-Depasse, Giordano Gederlini.

Παραλειπόμενα

  • Δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου του 2012 της Barbara Abel, και ταυτόχρονα ριμέικ της βελγικής ταινίας του 2018 από τον Olivier Masset-Depasse, από όπου διατηρεί και τον τίτλο.
  • Αρχικά ήταν να το αναλάβει κι αυτό ο Olivier Masset-Depasse, αλλά επικαλέστηκε οικογενειακή υποχρέωση και αποχώρησε.
  • Από τους πλέον αναγνωρισμένους διευθυντές φωτογραφίας, ο Benoit Delhomme σκηνοθετεί εδώ για πρώτη φορά μια ταινία.
  • Γυρίστηκε μέσα σε 24 ημέρες.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 22/7/2024

Αρχικά, πρέπει να γίνει αναφορά στο ότι, σε επίπεδο πλοκής, το συγκεκριμένο ριμέικ είναι σχεδόν απόλυτα πιστό στην πρωτότυπη ταινία, άρα μένει να φανούν οι διαφοροποιήσεις στον τομέα κάποιων δημιουργικών επιλογών για να δικαιολογήσουν ή όχι την ύπαρξη του φιλμ. Δυστυχώς όμως, οι όποιες αλλαγές γίνονται σε λεπτομέρειες επιδεινώνουν την ευρύτερη εικόνα, με τη σύγκριση ανάμεσα στις δύο δουλειές να βγάζει ως ξεκάθαρο νικητή τη δημιουργία που υπήρξε η πηγή έμπνευσης για την εν λόγω διασκευή.

Η επιτυχία του πονήματος του Olivier Masset-Depasse βρισκόταν μεταξύ άλλων και στη λεπτότητα της ιδιοσυγκρασίας του. Ναι μεν τσέκαρε κάποια νοητά κουτάκια του θρίλερ που έχουν απήχηση και στο ευρύτερο κοινό, όμως ποτέ δεν εκτροχιαζόταν στην υπερβολή, ακόμη και αν η ιστορία που είχε να αφηγηθεί δεν ήταν απαραίτητα ρεαλιστική με όρους πραγματικής ζωής. Οι επιπρόσθετες πινελιές του «ξαναδιαβάσματος» που επιχειρεί ο διευθυντής φωτογραφίας Benoit Delhomme στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο είναι ως επί το πλείστον χοντροκομμένες, με αρκετά κλισέ του είδους που ήταν συνηθισμένο να συναντήσει κανείς από ΗΠΑ μεριά κατά τη διάρκεια προηγούμενων δεκαετιών (από τις σωματικές συμπλοκές στην κορύφωση μέχρι την εκνευριστικά εμφατική χρήση της μουσικής), και με μια σεναριακή γραφή μηχανική, με τυποποιημένες φράσεις και χωρίς πειστικό χτίσιμο χαρακτήρων, με αποτέλεσμα οι σταδιακές αλλαγές στη συμπεριφορά των ηρώων όσο εξελίσσονται τα δρώμενα να φαντάζουν σχεδόν εντελώς αδούλευτες.

Μέχρι και οι φεμινιστικές προσθήκες που εντοπίζονται στο πώς αποτυπώνονται οι δυναμικές ανάμεσα σε κάποιες διαπροσωπικές σχέσεις είναι πιο κραυγαλέες σε σχέση με το φιλμ που αποτέλεσε τη βάση έμπνευσης, σαν να γίνεται αντιληπτός ο θεατής ως όχι ιδιαίτερα έξυπνος, σαν να έχει ανάγκη να «μασηθεί» η πνευματική τροφή που του προσφέρεται. Ο δε τρόπος με τον οποίο φιλτράρεται από το κείμενο ο χαρακτήρας της Celine φλερτάρει πάρα πολύ έντονα με την καρικατούρα, δεν αφήνει την αίσθηση ενός πορτρέτου που να διαθέτει μια ψυχολογική ισορροπία και μια αληθοφάνεια που να το κάνουν να ξεφεύγει από στερεοτυπικές περιγραφές.

Ούτε η άτυπη ερμηνευτική μονομαχία ανάμεσα σε Jessica Chastain και Anne Hathaway βγάζει λαγούς από καπέλο. Το αντίθετο, αποτελεί μια αφορμή για ένα ρεσιτάλ αβανταδόρικων υπερβολών, ειδικά από τη πλευρά της Hathaway, που από ένα σημείο κι έπειτα κουράζει. Μεγάλη ζημιά στη δραματουργία κάνει και το γεγονός ότι δεν έχει δοθεί σωστή καθοδήγηση ειδικά στους ανήλικους ηθοποιούς.

Από το σύνολο μένουν ένα οπτικό στήσιμο το οποίο είναι αρκετά άρτιο, ειδικά για τα δεδομένα ενός όχι και τόσο μεγάλου προϋπολογισμού, κάποιες σεναριακές «σφήνες» που όντως προσθέτουν κάποιο βάθος (αν και είναι υπερβολικά μεμονωμένες για να κάνουν τη διαφορά) και το φιλότιμο του Delhomme όσον αφορά το πώς αντιμετωπίζει το υλικό στο οποίο στηρίζεται, καθώς αρνείται να «στρογγυλέψει» τουλάχιστον τις πιο αιχμηρές του πλευρές. Κατά τα άλλα, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια της θέασης πηγάζει από την ανάλυση όλων των τροποποιήσεων που εντοπίζονται σε σχέση με το πρωτότυπο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι δυσλειτουργικό στο μεγαλύτερο μέρος του, αλλά μπορεί παράπλευρα να ωφελήσει αρκετούς σινεφίλ εκεί έξω, από την άποψη ότι ενδέχεται να τους προσανατολίσει στο να αναζητήσουν μια κινηματογραφική πρόταση που διέφυγε της προσοχής της μεγαλύτερης μερίδας του κόσμου όταν κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες το 2019.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *