Μητρικό Ένστικτο
- Duelles
- Mothers' Instinct
- 2018
- Βέλγιο
- Γαλλικά
- Δραματικό Θρίλερ, Εποχής, Θρίλερ, Μυστηρίου, Νουάρ
- 29 Αυγούστου 2019
Βρυξέλλες, αρχές της δεκαετίας του 1960. H Άλις και η Σελίν είναι κολλητές φίλες, και μένουν σε γειτονικά και πανομοιότυπα σπίτια σε ένα πλούσιο προάστιο. Οι γιοί τους, Τεό και Μαξίμ, μεγαλώνουν σαν αδέρφια, και οι δύο οικογένειες είναι αχώριστες. Όλα μοιάζουν τέλεια. Η τέλεια αυτή αρμονία διαταράσσεται όταν ο Μαξίμ, ο γιος της Σελίν, χάνει τραγικά τη ζωή του. Το ξαφνικό αυτό δυστύχημα θα φέρει αντιμέτωπες τις δύο οικογένειες και θα ταράξει τις ζωές τους. Τα συναισθήματα αγάπης θα δώσουν τη θέση τους στην καχυποψία και την παράνοια. Οι δύο μητέρες θα ωθήσουν στα όρια τη φιλιά τους, στην προσπάθεια τους να προστατέψουν τις οικογένειες τους.
Σκηνοθεσία:
Olivier Masset-Depasse
Κύριοι Ρόλοι:
Veerle Baetens … Alice Brunelle
Anne Coesens … Celine Geniot
Mehdi Nebbou … Simon Brunelle
Arieh Worthalter … Damien Geniot
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Olivier Masset-Depasse, Giordano Gederlini
Παραγωγή: Jacques-Henri Bronckart
Μουσική: Frederic Vercheval
Φωτογραφία: Hichame Alaouie
Μοντάζ: Damien Keyeux
Σκηνικά: Anna Falgueres
Κοστούμια: Thierry Delettre
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Duelles
- Ελληνικός Τίτλος: Μητρικό Ένστικτο
- Διεθνής Τίτλος: Mothers’ Instinct
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Μητρικό Ένστικτο (2024)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Derriere la Haine της Barbara Abel.
Κύριες Διακρίσεις
- Καλύτερη ταινία και 8 ακόμα βραβεία στα Magritte, τα εθνικά βραβεία του Βελγίου.
Παραλειπόμενα
- Κερδίζοντας 9 βραβεία στα Magritte, έγινε η πλέον πολυνίκης ταινία του θεσμού.
- Το 2024 είχαμε το ριμέικ στο Χόλιγουντ με τον ίδιο τίτλο, αλλά ενώ ήταν κι αυτό να το αναλάβει σκηνοθετικά ο Olivier Masset-Depasse, προτιμήθηκε ο Benoit Delhomme.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 24/8/2019
Ο Olivier Masset-Depasse εδώ πετυχαίνει μια δύσκολη «ψιλοβελονιά». Καταφέρνει να ξεγελάσει για το μεγαλύτερο μέρος της χρονικής διάρκειας του φιλμ του τον θεατή ως προς την κατεύθυνση που θα πάρει ο μύθος που εξιστορεί, έχοντας την πρόθεση να δοκιμάσει τον εαυτό του στο «γήπεδο» των μηχανισμών του σασπένς κι ενός χιτσκοκικού στιλ παιχνιδιού υποψιών. Η τοποθέτηση της δράσης κατά τη δεκαετία του 1960 αποδεικνύεται μια έξυπνη επιλογή, καθώς δεν γίνεται μονάχα εν είδει ενός φόρου τιμής στον βρετανό μαιτρ, αλλά και για λόγους πρακτικούς που αφορούν την ανάπτυξη της πλοκής, κάτι που γίνεται κατανοητό κυρίως όσο πλησιάζει το φινάλε. Σοφή είναι και η απόφαση η σκηνοθεσία να μην αναλωθεί σε μια τεχνική που θα αντικατόπτριζε την εποχή (αυτή τη δουλειά, το πισωγύρισμα του θεατή στη χρονολογία που λαμβάνει χώρα η δράση δηλαδή, αναλαμβάνουν αποκλειστικά τα σετ και τα κοστούμια), μιας και τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο εδώ έχει η ψυχολογία των χαρακτήρων, και όχι τα ρετρό παιχνιδίσματα ύφους. Η αλήθεια είναι πως μέχρι να φτάσει στην κατακλείδα του, το σενάριο ενδέχεται να «χάσει» τον θεατή λόγω του ότι εμμένει σε πολυφορεμένα σχήματα, που παραπέμπουν σε συνηθισμένο θρίλερ με πληθώρα κλισέ. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως η διαδρομή που ακολουθείται δεν είναι παρά μια καλοφτιαγμένη μεταμφίεση που λειτουργεί ως μια διάβαση προς μια κατάληξη που εκπλήσσει με το πόσο τολμηρά συνδυάζει τη σκληρότητα με τον απρόσμενο συναισθηματισμό.
Παρόλο που η κεντρική ιδέα προσφέρεται για μια χαμηλότονη, τυπικά ευρωπαϊκή ερμηνευτική μάχη λεπτότητας μεταξύ Veerle Baetens και Anne Coesens (της οποίας η ηρωίδα αντιμετωπίζεται από το σενάριο θαυμάσια), αυτό που μένει στον νου μετά τη θέαση είναι περισσότερο η ανάδειξη αυτής της σύγκρουσης μέσα από το κείμενο παρά η προέκτασή της και στη διάσταση του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο ηθοποιών. Όπως και να έχει, είναι σίγουρα δυο αξιόλογα πορτραίτα, το καθένα με διαφορετικό τρόπο. Εύφημος μνεία αξίζει στον έξοχο Arieh Worthalter. Αν και δεν έχει αναλάβει έναν εκ των πιο κρίσιμων ρόλων για την εξέλιξη της ιστορίας, κατορθώνει ακόμη και για τη μικρή σχετικά σε διάρκεια παρουσία του επί της οθόνης να πείσει για την οριακή και συνάμα σπαρακτική θέση στην οποία βρίσκεται ο χαρακτήρας που υποδύεται. Ενδιαφέρον έχει και το υπόγειο φεμινιστικό σχόλιο που μπολιάζεται αποτελεσματικά με το σύνολο της νοηματικής που υπάρχει εδώ, μιας και παρατηρείται οπωσδήποτε ένα μοτίβο επιβολής κι απόδοσης κατηγοριών από τους άντρες προς τις γυναίκες των δύο ζευγαριών που βρίσκονται στο επίκεντρο. Από αυτή την άποψη, αξίζει να παρατηρηθούν ιδιαίτερα και οι σκηνές που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και οι τέσσερις χαρακτήρες, μιας και τότε είναι που αποκαλύπτονται σε όλη τους την έκταση η δυναμική της επικοινωνίας τους και των σχέσεών τους. Όσο εξελίσσεται η αφήγηση, τόσο το συγκεκριμένο στοιχείο έρχεται όλο και πιο κοντά σε ένα σημείο ανατροπής, καθώς είναι οι εύστροφες σύζυγοι που τελικά παίρνουν τα ηνία.
Ενώ υπάρχουν αδυναμίες εδώ κι εκεί (μπορεί κανείς να αναφερθεί στο ότι το συναίσθημα προς το κλείσιμο μοιάζει να εκβιάζεται λίγο άτσαλα, ενώ είναι κρίμα που δεν επιλέγεται πάντοτε ο δρόμος μιας σαμπρολικής λεπτότητας, που θα έκανε θαύματα για το υλικό που προσφέρεται εδώ), αυτές ελάχιστη σημασία έχουν μπροστά στο μεγάλο κατόρθωμα που επιτυγχάνεται εδώ. Αυτό δεν είναι άλλο από το ότι ένα κεντρικό εύρημα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να κατρακυλήσει σε μια υποτιμητική μεταχείριση και να οδηγούσε ενδεχομένως σε ένα δευτεροκλασάτο θρίλερ, εδώ αξιοποιείται σε ένα σύνολο που και ψυχολογικό βάθος έχει, και προσφέρει με εγκράτεια απολαύσεις σινεμά είδους. Το τελικό αποτέλεσμα έχει χαρακτηριστική γαλλική φινέτσα κι εξυπνάδα (παρόλο που ο χώρος της δράσης είναι το Βέλγιο), ενώ ταυτόχρονα μοιάζει να μη ζορίζεται ως προς το να βγάλει αυτό τον αέρα προς τον θεατή. Εν ολίγοις, μια πρόταση με χάρες που δεν είναι πάντοτε αυτονόητο να βρεθούν ακόμη κι εντός Ευρώπης.
Βαθμολογία: