
Ο Μπρεντ και η Κένταλ Ράιν είναι ένα ζευγάρι που αποτελεί το στερεότυπο του αμερικανικού ονείρου: ζουν μιαν ευτυχισμένη ζωή με τα δύο τους παιδιά, την εφήβη κόρη τους και τον δεκάχρονο γιο τους σε ένα πλούσιο προάστιο μιας μεγαλούπολης με όλες τις ανέσεις που προσφέρει η σύγχρονη ζωή. Ξαφνικά όμως μια μέρα, και όσο τα παιδιά ακόμη βρίσκονται στο σχολείο, μια άγνωστη επιδημία θα ξεσπάσει στην περιοχή, οδηγώντας όλους τους γονείς στην τρέλα και βάζοντας στο μυαλό τους μόνο έναν στόχο: να σκοτώσουν τα παιδιά τους! Τα δύο παιδιά θα βρεθούν εγκλωβισμένα στο σπίτι με τους παρανοϊκούς γονείς τους και θα πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβιώσουν μέχρι το βράδυ, και τη στιγμή που ενδέχεται να εμφανιστούν οι καλεσμένοι που μπορεί να τους σώσουν… ο παππούς και η γιαγιά.
Σκηνοθεσία:
Brian Taylor
Κύριοι Ρόλοι:
Nicolas Cage … Brent Ryan
Selma Blair … Kendall Ryan
Anne Winters … Carly Ryan
Zackary Arthur … Josh Ryan
Robert T. Cunningham … Damon
Olivia Crocicchia … Riley
Lance Henriksen … Mel Ryan
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Brian Taylor
Παραγωγή: Christopher Lemole, Tim Zajaros
Μουσική: Bill James Day
Φωτογραφία: Daniel Pearl
Μοντάζ: Rose Corr, Fernando Villena
Σκηνικά: James Wise
Κοστούμια: Gina Ruiz
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Mom and Dad
Ελληνικός Τίτλος: Mom and Dad
Παραλειπόμενα
- Ο Nicolas Cage δήλωσε πως αυτή ήταν η αγαπημένη του ταινία που γύρισε τα τελευταία 10 χρόνια.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 6/3/2018
Το σκηνοθετικό ντουέτο των Brian Taylor και Mark Neveldine συνήθως πάει πακέτο με το κακό γούστο, μια κινηματογράφηση που παραπέμπει σε βιντεοπαιχνίδι που ενώ μπορεί να προσδίδει ένα δυναμισμό σε κάποιες σεκάνς γενικότερα εκπέμπει μια φτηνιάρικη αισθητική και γυμνασιακού επιπέδου αίσθηση του χιούμορ. Όλος αυτός ο συνδυασμός έφτασε στο αποκορύφωμά του με το αλησμόνητα απαράδεκτο “Ghost Rider: Spirit of Vengeance”, άνετα μια από τις χειρότερες ταινίες της τρέχουσας δεκαετίας.
Ο Taylor εδώ ανοίγει τα φτερά του σε μια σόλο απόπειρα και το αποτέλεσμα, παρότι ποιοτικά βρίσκεται σε χαμηλά ύψη, δε στερείται παντελώς αρετών: έχει μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα, τις πολιτικές προεκτάσεις της οποίας δεν απαρνείται (παρόλο που τις αναπτύσσει ανεπαρκώς), καταιγιστικό ρυθμό που καταφέρνει να κρατάει την προσοχή και μαύρο χιούμορ που παρότι γέρνει πολλές φορές στο εξυπνακίστικο (τρανταχτό παράδειγμα η χρήση του “It Must Have Been Love” των Roxette) έχει τις στιγμές του, διατηρώντας ένα κλίμα αυτοπαρωδίας που τουλάχιστον δείχνει αυτογνωσία από την πλευρά των συντελεστών. Κατά τα άλλα, είναι στενόχωρο το κύριο εύρημα που θα μπορούσε στα κατάλληλα χέρια να παράξει μια ως και αριστουργηματική αλληγορική σάτιρα τρόμου σπαταλιέται σε κάτι που ως μοναδικό στόχο έχει να σπάσει πλάκα σε γενικές γραμμές (αν και υπάρχει ένας διάλογος-κλειδί μεταξύ Nicolas Cage και Selma Blair που δείχνει ποια κατεύθυνση θα μπορούσε δυνητικά να πάρει το φιλμ, του οποίου η εμβάθυνση δεν είναι το φόρτε του). Παρόλο που αυτό που παράγεται είναι εντέλει ένα φιάσκο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα υπόβαθρο προς ανάλυση, που αν δεν πνιγόταν από μια ισοπεδωτικά χαβαλετζίδικη διάθεση εις βάρος της αιχμηρότητας της σάτιρας που χαρακτηρίζει το σύνολο και το σχεδόν εξευτελιστικό αυτοσαρκασμό στην ερμηνεία του Cage που ούτε η πιο σοβαρή και ισορροπημένη Blair ως κινηματογραφικό έτερον ήμισυ δεν καταφέρνει να συγκρατήσει κάπως θα αναγνωριζόταν θετικά. Ολόκληρο το φλάσμπακ μεταξύ του πατέρα που υποδύεται ο Cage και του γιου του είναι μια καμουφλαρισμένη κριτική ενάντια στον καταναλωτισμό επάνω στον οποίο βασίστηκε η αμερικάνικη κουλτούρα από την εποχή των baby boomers κιόλας και από τότε πέρασε από γενιά σε γενιά. Βλέποντας ως ρηχά, εγωπαθή και ανόητα άτομα τόσο τα παιδιά όσο και τους γονείς του σήμερα (με έναν τρόπο που βέβαια σε επίπεδο επιχειρηματολογίας δεν είναι πολύ βαθύτερο από ένα γενικόλογα αφοριστικό μπινελίκι), το σενάριο χρησιμοποιεί ως μεταφορά την αντιστροφή της φυσικής σχέσης μεταξύ των δυο αυτών μερών για την άκριτη υιοθέτηση του προαναφερθέντος μοντέλου της επίπλαστης ευημερίας που οδήγησε τις ενεργές ηλικίες του σήμερα σε ένα υπαρξιακό και οικονομικό αδιέξοδο ήδη πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, «δολοφονώντας» έτσι αυτά τα άτομα μιας και αυτή η μαζική ύπνωση καταδίκασε το μέλλον τους. Είναι κρίμα που ένας τέτοιος προβληματισμός που υποβόσκει εντέλει υπονομεύεται από το χαρακτήρα της ταινίας.
Το βιντεοκλιπίστικο μοντάζ, στα όρια της ζαλάδας, απωθεί το μάτι, η μισανθρωπία και ο κυνισμός που επικρατούν είναι περισσότερο μηδενισμός χωρίς αλκοόλ παρά μια φιλοσοφημένη στάση ενώ υπάρχει κι ένας υφέρπων σεξισμός σε ουκ ολίγες σκηνές που αφήνει μια άσχημη γεύση. Ωστόσο το σημείο που φαντάζει περισσότερο σχεδιασμένο από όλα τα άλλα για να διχάσει είναι το εξαιρετικά απότομο φινάλε που αφήνει πολλά ανοιχτά μέτωπα, όμως αν ληφθεί υπόψιν το γενικό πεσιμιστικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται αποκτά μια άλλη χροιά. Υπάρχουν σίγουρα μεμονωμένα στοιχεία που έχουν μια αξία, γενικά όμως η εντύπωση που μένει είναι αυτή μιας χαμένης ευκαιρίας. Η φόρμα του b-movie δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε εκπτώσεις σε καλλιτεχνικό όραμα ή πλήρης υποταγή στο λεγόμενο σινεμά είδους, στην προκειμένη περίπτωση του τρόμου. Από ένα όνομα όμως που έχει βάλει την υπογραφή του σε τίτλους όπως το “Crank” ίσως θα έπρεπε να είναι ευχάριστο γεγονός απλά και το ότι το “Mom and Dad” δεν είναι εντελώς για πέταμα.
Βαθμολογία: