Ο Τοτό, ένα νεαρός άντρας μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο, ψάχνει για δουλειά στο Μιλάνο. Εκεί, οργανώνεται μαζί με άλλους αστέγους, και φτιάχνουν μια παραγκούπολη σε ένα άδειο οικόπεδο. Όταν όμως ανακαλύπτουν πετρέλαιο, οι φτωχοδιάβολοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τον ιδιοκτήτη και τις δυνάμεις του νόμου και της τάξης. Επικαλούνται τότε τη βοήθεια ενός θαύματος και πασχίζουν με κάθε τρόπο για την πραγματοποίηση του.
Σκηνοθεσία:
Vittorio De Sica
Κύριοι Ρόλοι:
Francesco Golisano … Toto
Emma Gramatica … Lolotta
Brunella Bovo … Edvige
Paolo Stoppa … Rappi
Guglielmo Barnabo … Mobbi
Anna Carena … Marta
Arturo Bragaglia … Alfredo
Erminio Spalla … Gaetano
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Cesare Zavattini, Vittorio De Sica, Suso Cecchi D’Amico, Mario Chiari, Adolfo Franci
Παραγωγή: Vittorio De Sica
Μουσική: Alessandro Cicognini
Φωτογραφία: G.R. Aldo
Μοντάζ: Eraldo Da Roma
Σκηνικά: Guido Fiorini
Κοστούμια: Mario Chiari
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Miracolo a Milano
- Ελληνικός Τίτλος: Θαύμα στο Μιλάνο
- Διεθνής Τίτλος: Miracle in Milan
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Toto il Buono του Cesare Zavattini.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση και ξένου ηθοποιού (Francesco Golisano).
- Μέγα Βραβείο στο φεστιβάλ των Κανών.
Παραλειπόμενα
- Ο Vittorio De Sica μένει πιστός στις αρχές του νεορεαλισμού, αλλά τον προσαρμόζει στον μαγικό ρεαλισμό και την κωμικότητα, θέλοντας να δείξει μια πιο αισιόδοξη στάση από τη συνηθισμένη στο είδος. Μάλιστα, επιστρατεύτηκε ο αμερικανός ειδικός εφέ Ned Mann, μια ειδικότητα που ως πριν δεν ήταν χρήσιμη στον ιταλικό νεορεαλισμό.
- Το καστ απαρτίζεται τόσο από επαγγελματίες όσο και ερασιτέχνες ηθοποιούς. Κάποιοι από τους τελευταίους τύχαινε να είναι αλκοολικοί και χρειάζονταν καθημερινά να τους ξυπνούν πετώντας τους έναν κουβά κρύο νερό στο πρόσωπο.
- Το βιβλίο -και το αρχικό σενάριο- του Cesare Zavattini ήταν μεν γραμμένο από το 1940, αλλά εκδόθηκε μετά την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες.
- Ως κύριο σκηνικό χρησιμοποιήθηκε μια εγκαταλελειμμένη τοποθεσία κοντά στον σιδηρόδρομο του Μιλάνου.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 15/7/2023
«Το ‘Θαύμα στο Μιλάνο’ είναι η πιο συζητημένη μου ταινία: δεν άρεσε σε αγαπημένους μου φίλους, αλλά άρεσε σε συναδέλφους που εκτιμώ βαθύτατα, όπως ο Jean Renoir. Είναι μια ταινία που δημιούργησε κάθε λογής αντιδράσεις, ο καθένας την είδε και την ένιωσε με τον τρόπο του. Από τη δική μου πλευρά, θα ήθελα απλώς να πω ότι μ᾿ αυτή την ταινία με συνδέει ένας βαθύτατος συναισθηματικός δεσμός: όχι γιατί μου κόστισε περισσότερους κόπους, περισσότερους μπελάδες και περισσότερα χρήματα από όλες τις άλλες, αλλά επειδή τη σκέφτηκα και την πραγματοποίησα σαν φόρο τιμής στον Cesare Zavattini. Από πολύ καιρό, από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις μας, ήξερα πόσο αγαπούσε ένα όμορφο βιβλιαράκι του που το είχε αφιερώσει στα παιδιά: «Ο Καλός Τοτό» · και, πάνω απ᾿ όλα, ήξερα την κρυφή επιθυμία του να το δει να γίνεται ταινία. Θεωρώ το ‘Θαύμα στο Μιλάνο’ μια ταινία απόλυτα δική του». Vittorio De Sica
Αφού κέρδισαν διεθνή αναγνώριση με το νεορεαλιστικό αριστούργημά τους «Κλέφτης Ποδηλάτων» (1948), το επόμενο συλλογικό εγχείρημα των Vittorio De Sica και Cesare Zavattini ήταν μια αληθινή έκπληξη. Με το «Θαύμα στο Μιλάνο» ο De Sica ξεπερνά τα μέχρι τότε γνώριμα όρια του νεορεαλισμού για να οδηγηθεί προς το θαυμαστό, φανταστικό παραμύθι. Στους τίτλους της ταινίας βλέπουμε ως φόντο τον πίνακα του Pieter Bruegel «Φλαμανδικές Παροιμίες» (1559), όπου απεικονίζεται ένα λαϊκό πανηγύρι, καρναβαλικής έμπνευσης, που εκφράζει τη φαντασμαγορία, την εφευρετικότητα με την οποία οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την αντίξοη πραγματικότητα με το ποιητικό τους απόθεμα.
«Μια φορά κι έναν καιρό»… ένα μωρό γεννήθηκε ως εκ θαύματος σε ένα λάχανο -η ευρωπαϊκή εξήγηση για το πώς γεννιούνται τα παιδιά, ανάλογη με τη θεωρία του πελαργού. Το μωρό υιοθετείται από μια ευγενική και αδυσώπητα εύθυμη ηλικιωμένη γυναίκα, τη Lolotta (Emma Gramatica), που αποφασίζει να το μεγαλώσει η ίδια και να το ονομάσει Τοτό. Όταν η γυναίκα πεθαίνει, ο Τοτό μεταφέρεται σε ένα ορφανοτροφείο. Αν και η ζωή του είναι η επιτομή της θλίψης και της κοινωνικής δυσλειτουργίας, τίποτα δεν φαίνεται να τον πτοεί και να του προκαλεί ψυχική βλάβη. Πράγματι, στο ένα πλάνο μπαίνει στο ίδρυμα ως παιδί και στο επόμενο εμφανίζεται να το εγκαταλείπει ως έφηβος με ανεξήγητη χαρά και αισιοδοξία. Η μόνη του περιουσία, μια μικρή τσάντα με τα λιγοστά υπάρχοντά του, κλέβεται, αλλά γρήγορα γίνεται φίλος με τον κλέφτη, ο οποίος μάλιστα τον φιλοξενεί για τη νύχτα. Στον έξω κόσμο, ο Totό (Francesco Golisano) περιμένει ότι όλοι θα είναι εξίσου καλόκαρδοι με τον ίδιο. Πράγμα που φυσικά δεν συμβαίνει. Φτωχός και ανέστιος, καταλήγει σύντομα μαζί με άλλους άστεγους που ζουν μέσα σε κουτιά και σωλήνες, σε μια αχανή, γυμνή έκταση λίγο έξω από το Μιλάνο. Με την ενεργητικότητα και τον ενθουσιασμό του, καταφέρνει να κινητοποιήσει αυτούς τους απόκληρους της κοινωνίας, ώστε να δημιουργήσουν μια μικρή παραγκούπολη. Η ζεστασιά και η αγάπη επικρατούν στη μικρή αυτή κοινότητα, όμως ανάμεσά τους ζει και ένας εγωιστής, ένας προδότης που ενημερώνει τον πλούσιο κ. Mobbi (Guglielmo Barnabò) ότι η περιοχή έχει πετρέλαιο. Εκείνος αγοράζει την έκταση και προσπαθεί να ξεφορτωθεί τους κατοίκους της. Ωστόσο, το φάντασμα της Lolotta εμφανίζεται μπροστά στον Totò και του δίνει ένα λευκό περιστέρι που εκπληρώνει όλες τις ευχές, δημιουργώντας λαϊκή φρενίτιδα…
Πώς μπορούμε άραγε να αναλύσουμε αυτή την τόσο ιδιότυπη ταινία; Ακόμη και ο ίδιος ο De Sica δυσκολεύτηκε να πει τι ακριβώς είχε στο μυαλό του όταν έκανε το «Θαύμα στο Μιλάνο», αλλά αναγνώρισε ότι «η ανθρωπιά της κεντρικής φιγούρας» τη συνέδεε με τα προγενέστερα «Λούστρο Παπουτσιών» (1946) και «Κλέφτη Ποδηλάτων». Η εμφανής διαφορά είναι ότι στις δυο αυτές ταινίες κυριαρχούσε ένας αμιγής νεορεαλισμός, ενώ το «Θαύμα» μπορεί να περιγραφεί με τον ίσως αδόκιμο και αντιφατικό όρο «μαγικός νεορεαλισμός». Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης αυτής της περίεργης αλλά μαγευτικής ταινίας είναι να αφήσουμε στην είσοδο της αίθουσας προβολής τον ατσάλινο ορθολογισμό μας και να τη δούμε με την αθωότητα των παιδιών.
Το «Θαύμα στο Μιλάνο» είναι ένας εξαιρετικός συνδυασμός τσαπλινικής κωμωδίας, σουρεαλιστικής φαντασίας και κοινωνικού ρεαλισμού που άφησε τους κριτικούς αμήχανους και διχασμένους. Oι ακραιφνείς νεορεαλιστές κατηγόρησαν τον De Sica για παρέκκλιση από τις αρχές του κινήματος, το Βατικανό καταδίκασε την ταινία ως υλιστική, η ακροδεξιοί έβγαλαν το πόρισμα ότι οι φτωχοί στο τέλος πετούν προς την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση, ενώ η αριστερή διανόηση του χρέωσε ότι αποβλακώνει και αποπροσανατολίζει το κοινό με καλοκάγαθες ιστοριούλες, από τις οποίες απουσιάζει το ταξικό στοιχείο, και δείχνει ότι η μιζέρια και οι καταχρήσεις του καπιταλισμού επιλύονται με μαγικά ξόρκια.
Ο κινηματογραφιστής G.R. Aldo αποτυπώνει με εκφραστικά πλάνα τη ζοφερή χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα του μεταπολεμικού Μιλάνου, με έρημους δρόμους, ερειπωμένα κτίρια και παγωμένους άστεγους. Άλογα και κάρα συνεχίζουν να τρέχουν πάνω-κάτω στους δρόμους, τα αυτοκίνητα είναι σπάνια, η φτώχεια είναι διάχυτη: πεινασμένοι περιπλανιούνται λεηλατώντας τους σκουπιδότοπους και αρκούνται σε αποφάγια και μισοάδεια μπουκάλια αλκοόλ που τους πετάγονται από διερχόμενα αυτοκίνητα.
Το «Θαύμα στο Μιλάνο» είναι ένα αλληγορικό παραμύθι του 20ού αιώνα: φανταστικό, ειρωνικό, σατυρικό, γκροτέσκο, διαποτισμένο με κοινωνική κριτική, χωρίς να είναι μια πολιτική ταινία με τη στενή έννοια. Οι φτωχοί είναι απόκληροι, αλλά δεν είναι δυστυχισμένοι. Δεν παλεύουν για να ανατρέψουν την αστική κοινωνία, αλλά ζουν με χαρά και τόλμη στο περιθώριό της, ανακαλύπτοντας τις πραγματικές αξίες και χαρές της ύπαρξης. Η ταινία μεταφέρει στην οθόνη το χριστιανικό και ανθρώπινο νόημα της αλληλεγγύης και του αγώνα ενάντια στον εγωισμό και την αδιαφορία. Και η καλοσύνη στο τέλος θριαμβεύει.
Το μεγαλείο της ταινίας εκπορεύεται από τα άυλα δομικά της στοιχεία: την ανθρώπινη θέρμη, την άθραυστη δύναμη της θέλησης, το ηθικό φορτίο, τη σκληρή φτώχεια αναπόσπαστα δεμένη με το απόλυτο όνειρο και κυρίως τη δύναμη της ζωής που σφύζει, αγγίζοντας ακόμη και αγάλματα.
Η ταινία τελειώνει τόσο σουρεαλιστικά, όσο ξεκίνησε. Ο κύκλος του παραμυθιού κλείνει: ο λυτρωτής άγγελος που ήρθε από το πουθενά οδηγεί τον λυτρωμένο λαό του στο επέκεινα, αφού κατοίκησε για λίγο σε έναν κόσμο βυθισμένο στην απληστία, τον εγωισμό και την ανηθικότητα.
Βαθμολογία: