Η Ρακέλ είναι 40 ετών και δεν έχει παιδιά. Είναι ευχαριστημένη με τη ζωή της: τους μαθητές της στο λύκειο, τους φίλους της, τον πρώην της, τα μαθήματα κιθάρας της. Όταν ερωτεύεται τον Αλί, δένεται και με τη Λεϊλά, την τετράχρονη κόρη του. Τη βάζει για ύπνο, τη φροντίζει, την αγαπάει σαν να ήταν δική της. Αλλά το να αγαπάς τα παιδιά των άλλων είναι ριψοκίνδυνο.

Σκηνοθεσία:

Rebecca Zlotowski

Κύριοι Ρόλοι:

Virginie Efira … Rachel Friedmann

Roschdy Zem … Ali Ben Attia

Chiara Mastroianni … Alice

Callie Ferreira-Goncalves … Leila

Yamee Couture … Louana Friedmann

Henri-Noel Tabary … Vincent

Sebastien Pouderoux … Paul

Mireille Perrier … Κα Roucheray

Frederick Wiseman … Δρ Wiseman

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Rebecca Zlotowski

Παραγωγή: Frederic Jouve

Μουσική: Robin Coudert

Φωτογραφία: George Lechaptois

Μοντάζ: Geraldine Mangenot

Σκηνικά: Katia Wyszkop

Κοστούμια: Benedicte Mouret-Cherqui

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Les Enfants des Autres
  • Ελληνικός Τίτλος: Τα Παιδιά των Άλλων
  • Διεθνής Τίτλος: Other People’s Children

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Η Rebecca Zlotowski εμπνεύστηκε το στόρι μέσα από τη σχέση της με τον σκηνοθέτη Jacques Audiard.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 29/7/2023

Η Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι διαθέτει μια άνιση καριέρα μέχρι αυτό το σημείο, χωρίς πάντως να μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ο βαθμός της αφηγηματικής της δεξιότητας. Στα χαρτιά, τα «Παιδιά των Άλλων» δείχνουν αξιοπερίεργα περίεργα συμβατική προσθήκη στη φιλμογραφία της. Ως έναν βαθμό, η εντύπωση αυτή επαληθεύεται, μιας και πρόκειται για μια ταινία που κινείται στις ασφαλείς θεματολογικές ράγες του γαλλικού σινεμά και δανείζεται μια αύρα που συναντά συχνά κανείς σε αυτό το είδος, γεμάτη από μελαγχολικές παριζιάνικες βόλτες και ερωτικής φύσεως ενήλικα αδιέξοδα.

Πρόκειται για μια ταινία που τόσο τις αρετές της, όσο και τις αδυναμίες της, τις φορά με θάρρος και καμάρι. Επιμένει στη γενναία και χαμηλόφωνη (αυτό και αν είναι πρωτοτυπία) ερμηνεία της Βιρζινί Εφιρά, που αναδεικνύει ένα συναισθηματικό εύρος που δεν κινείται στο φάσμα της εξαλλοσύνης και στον κομψό τρόπο με τον οποίο αγκαλιάζει τους χαρακτήρες της, τις ατυχείς επιλογές τους και τις αδυναμίες τους. Από την άλλη, βέβαια, ο διάλογος της ταινίας είναι συχνά κάτι λιγότερο από ανεπαρκής και υπερεπεξηγηματικός, σε βαθμό που ματαιώνει τις όμορφες τροπές του σεναρίου και τις ψυχικές μεταβάσεις των ηρώων από τη μια κατάσταση στην επόμενη.

Παρότι επενδύει περισσότερα από όσα είναι πραγματικό απαραίτητο σε μια φορτωμένη πλοκή, η Ζλοτόφσκι βρίσκει την καρδιά της κεντρικής ηρωίδας και πορεύεται με οδηγό αυτήν. Κάποια στιγμή όμως η ταινία  αρχίζει να παραγίνεται γαλλική, η χαρακτηρολογία αφήνεται να αιωρείται και η διαδοχή των γεγονότων απομακρύνεται από τον πυρήνα της αφήγησης. Και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί εκεί βρίσκεται μια γλυκόπικρη, απλή ιστορία που είναι παντελώς ικανή να κρατήσει μια ταινία, με ένα διακριτικό ψαλίδι στην αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκειά της.

Ακόμα και έτσι, όμως, το φιλμ κατορθώνει να σταθεί, χάρη στην ικανότητα της Ζλοτόφσκι να βρει τον κατάλληλο τόνο και να προσεγγίσει το λεπτό και ακανθώδες θέμα της με καλόψυχο σεβασμό. Η μητρότητα που προκύπτει ως βούληση και όχι ως «βιολογική ανάγκη» ή «γενετήσιος προορισμός» στην χαρακτήρα της Εφιρά αναστατώνει τον καλοκουρδισμένη βίο της. Η Ρασέλ της ταινίας είναι μια γυναίκα που είχε μάθει να ελίσσεται ανάμεσα στους προκατασκευασμένους κοινωνικούς ρόλους και τις πατερναλιστικές καθοδηγήσεις που «οφείλει» να επιτελέσει. Ένας άνθρωπος που χαίρεται τη ζωή, τον έρωτα και την εργασία της χωρίς να έχει επενδύσει τα πάντα στην τεκνοποιία.

Είναι όμως και ο χρόνος στη μέση, που όσο και αν τον προσεγγίζουμε επιτέλους λιγότερο σαν τιμωρητικό βούρδουλα, έχει την αληθινή του διάσταση και δυστυχώς κάθε άλλο παρά ανεξάντλητος είναι. Τα Παιδιά των Άλλων, εντέλει, συγκεράζοντας τον προσεγμένο αρχικό χαρακτηρολογικό σχεδιασμό με την σεναριακή αμετροέπεια, μπορεί να μην αγγίζουν το ανώτατο των προσδοκιών που δημιουργούν, παραμένουν όμως μια γοητευτική πρόταση. Από τις αμέτρητες ταινίες με τη Βιρζινί Εφιρά που θα διανεμηθούν για ακόμα ένα καλοκαίρι στις ελληνικές αίθουσες -ίσως αυτή η πληθώρα να λειτουργεί αντίστροφα, αντί να μετατρέπει σταδιακά τη βελγίδα ηθοποιό σε αγαπημένη του κοινού, να δημιουργεί αίσθημα κορεσμού, τουλάχιστον εκτός γαλλόφωνου τερέν- ίσως η συγκεκριμένη έχει τα φόντα να ξεχωρίσει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *