
Η Τόνια Χάρντινγκ ήταν η πρώτη αμερικανίδα αθλήτρια του πατινάζ που πέτυχε το τριπλό άξελ, παρόλα αυτά, η κληρονομιά της δεν αναγνωρίστηκε από την ομοσπονδία της, μετά από την άτιμη επίθεση στην συναθλήτρια κι ανταγωνίστρια της στην Ολυμπιάδα, Νάνσυ Κέριγκαν. Και πώς θα γινόταν αλλιώς, όταν με τη βοήθεια του πρώην συζύγου της, Τζεφ Γκίλουρι, εκτέλεσαν το πλέον ειδεχθές σχέδιο κατά τους εθνικούς τους αγώνες το 1994.
Σκηνοθεσία:
Craig Gillespie
Κύριοι Ρόλοι:
Margot Robbie … Tonya Harding
Sebastian Stan … Jeff Gillooly
Allison Janney … LaVona Golden
Julianne Nicholson … Diane Rawlinson
Caitlin Carver … Nancy Kerrigan
Bojana Novakovic … Dody Teachman
Paul Walter Hauser … Shawn Eckardt
Bobby Cannavale … Martin Maddox
Mckenna Grace … Tonya Harding (8-12 ετών)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Steven Rogers
Παραγωγή: Tom Ackerley, Margot Robbie, Steven Rogers, Bryan Unkeless
Μουσική: Peter Nashel
Φωτογραφία: Nicolas Karakatsanis
Μοντάζ: Tatiana S. Riegel
Σκηνικά: Jade Healy
Κοστούμια: Jennifer Johnson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: I, Tonya
- Ελληνικός Τίτλος: Εγώ, η Τόνια
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Allison Janney). Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Margot Robbie) και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα δεύτερου γυναικείου ρόλου (Allison Janney). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία στην κατηγορία κωμωδία/μιούζικαλ και για πρώτο γυναικείο ρόλο (Margot Robbie) στην ίδια κατηγορία.
- Βραβείο Bafta δεύτερου γυναικείου ρόλου (Allison Janney). Υποψήφιο πρώτο γυναικείο ρόλο (Margot Robbie), σενάριο, κοστούμια και μακιγιάζ/κομμώσεις.
Παραλειπόμενα
- Ο σεναριογράφος Steven Rogers είδε ένα ντοκιμαντέρ που ανέφερε την περίπτωση της Tonya Harding, και από εκεί εμπνεύστηκε να γράψει το στόρι. Έπειτα, κανόνισε συνεντεύξεις με αυτήν και τον πρώην σύζυγο της, Jeff Gillooly, αλλά αμφότεροι θυμόντουσαν το περιστατικό του 1994 με τελείως διαφορετικό τρόπο. Έτσι, αποφάσισε να βάλει στο σενάριο και τις δύο εκδοχές, και να αφήσει τους θεατές να αποφασίσουν για το ποια μπορεί να είναι η αλήθεια.
- Παρότι η Margot Robbie εκπαιδεύτηκε στο πατινάζ, ούτε αυτή ούτε κάποια από τις αντικαταστάτριες μπορούσαν να εκτελέσουν το τριπλό άξελ. Για την ακρίβεια, μόνο 6 μετά την Tonya Harding μπόρεσαν να το επαναλάβουν, με τη μία ενεργή που το μπορούσε να μην ήθελε να ρισκάρει κάποιον τραυματισμό λόγω των ολυμπιακών υποχρεώσεων της. Έτσι, το περίφημο άξελ έγινε με τη χρήση ειδικών εφέ.
- Με το ξεκίνημα της παραγωγής, η Miramax είχε ρίξει χρήματα εξασφαλίζοντας τη διανομή της ταινίας στις ΗΠΑ. Πριν όμως έρθει η ημέρα της πρεμιέρας στο φεστιβάλ του Τορόντο, η ταινία βρέθηκε δίχως κανέναν διανομέα, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας μικρός πόλεμος στη δημοπρασία των δικαιωμάτων. Ανάμεσα σε αυτούς που κατέθεσαν πρόταση ήταν και τα Netflix, Entertainment Studios, Annapurna Pictures, CBS Films και Aviron Pictures, με τη Neon να είναι η τελική νικήτρια με 5 εκατομμύρια δολάρια.
- Η Allison Janney πήρε το Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου, κι ενώ στα γυρίσματα βρίσκονταν μονάχα 8 ημέρες.
- Με μπάτζετ 11 εκατομμύρια δολάρια, η ταινία έβγαλε από τα ταμεία 53,9.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Κάποια από τα τραγούδια που επιλέχτηκαν είχαν χρησιμοποιηθεί και στην πραγματικότητα από την Tonya Harding για το πρόγραμμα της. Ένα από αυτά είναι το Sleeping Bag των ZZ Top. Χαρακτηριστική σε παρόμοια σκηνή είναι και η χρήση του The Passenger από τους Siouxsie and the Banshees.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 28/2/2018
Κι εκεί που είχε αρχίσει να γίνεται κουραστικό να παρακολουθείς ταινίες που τα βάζουν με το αμερικανικό όνειρο, εμφανίζεται ο Craig Gillespie και δίνει νέα πνοή στο θέμα. Αυτό το πετυχαίνει όχι επειδή παραβαίνει απλά κάποιους κανόνες της μυθοπλασίας, αλλά επειδή χρησιμοποιεί σαν όχημα μια αληθινή ιστορία, η οποία από μόνη της απειλεί τα θεμέλια του συγκεκριμένου ονείρου. Η περίπτωση της Tonya Harding είναι πλέον χαρακτηριστική και διδάσκει ότι μπορεί να υπάρχουν πολλά «fuck» πίσω από την εικόνα μια διάσημης περσόνας. Και η συγκεκριμένη έτυχε να φτάσει στα δικαστήρια και κατά κάποιον τρόπο να αποκαλυφθεί, αλλά σκεφτείτε πόσες και πόσες περιπτώσεις διάσημων φέρουν από πίσω τους μια παρόμοια, τρελά βρώμικη ιστορία, κι όμως αποτελούν επίσημα πρότυπο για τη νεολαία και όσους γενικά λατρεύουν τα επιτεύγματα του εκάστοτε διάσημου. Στην προκειμένη, κιόλας, μιλάμε για περίπτωση που προέρχεται από τα λαϊκά στρώματα (περιπτώσεις, δηλαδή, που γίνονται πιο εύκολα ταυτόσημες με τους φαν τους), αλλά ενεργοποιείται και μέσω του αθλητισμού και δη του ολυμπιακού, ενώ υποτίθεται ότι όλο αυτό αναπαράγει ήθος.
Ο Craig Gillespie επιλέγει το στυλ του ψευδοντοκιμαντέρ ακριβώς επειδή θέλει να μιλήσει στον θεατή στο πρώτο πρόσωπο, κι επειδή θέλει να επιμείνει στο γεγονός ότι μιλάει για αληθινά πρόσωπα. Χρησιμοποιεί το βρώμικο χιούμορ, όχι επειδή αυτό αφορά άμεσα το στυλ του, αλλά επειδή με αυτό γράφτηκε η ίδια η συγκεκριμένη ιστορία. Ένα χιούμορ που δεν μοιάζει να απορρέει τόσο από σκηνοθετική επιλογή, όσο το ίδιο το γελοίο του θέματος. Και είναι αλήθεια, ότι τόσα και τόσα αληθινά περιστατικά που έρχονται στο φως κι αντιμετωπίζονται με απόλυτη σοβαρότητα, κρύβουν πίσω τους μια κυριολεκτικά ηλίθια ιστορία, αποτέλεσμα τόσο μα τόσο ηλιθίων πράξεων και μυαλών.
Από εκεί και πέρα, η ταινία έχει μπει στον αυτόματο πιλότο του χαβαλέ, δεν χρειάζεται πολλά-πολλά από τον Gillespie και τον σεναριογράφο για να αποτελεί ταυτόχρονα μάθημα και εργοστάσιο χιούμορ. Τα ίδια τα γεγονότα φροντίζουν από μόνα τους για αυτά. Έχουμε και το πλεονέκτημα των πολύ καλών ερμηνειών, έχουμε και το συν ότι παντρεύεται το παραδοσιακό ψευδοντομαντέρ με το ντοκιουντράμα (αποφεύγοντας έτσι τις άμεσες παραπομπές με άλλα του είδους), και το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικότατο, από όποια πλευρά κι αν το εκλάβεις.
Βαθμολογία: