Στην εργατική γειτονιά του God’s Pocket, ο παλαβός θετός γιος του Μίκι Σκαρπάτο σκοτώνεται σε εργατικό «ατύχημα», και ο Μίκι προσπαθεί στα γρήγορα να θάψει την είδηση μαζί με το σώμα. Όταν όμως η τοπική εφημερίδα αναζητά την αλήθεια πάνω στο γεγονός, τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Ο Μίκι είναι πλέον σε μια κατάσταση πάλης μεταξύ ζωής και θανάτου, με ένα πτώμα που δεν μπορεί να θάψει, μια σύζυγο που δεν μπορεί να ικανοποιήσει και ένας χρέος που δεν μπορεί να πληρώσει.

Σκηνοθεσία:

John Slattery

Κύριοι Ρόλοι:

Philip Seymour Hoffman … Mickey Scarpato

Richard Jenkins … Richard Shellburn

Christina Hendricks … Jeanie Scarpato

John Turturro … Arthur ‘Bird’ Capezio

Eddie Marsan … ‘Smilin’ Jack’ Moran

Peter Gerety … McKenna

Caleb Landry Jones … Leon Hubbard

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Alex Metcalf, John Slattery

Παραγωγή: Lance Acord, Jackie Kelman Bisbee, Sam Bisbee, Emily Ziff Griffin, John Slattery

Μουσική: Nathan Larson

Φωτογραφία: Lance Acord

Μοντάζ: Tom McArdle

Σκηνικά: Roshelle Berliner

Κοστούμια: Donna Zakowska

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: God’s Pocket

Ελληνικός Τίτλος: Ούτε να Πεθάνεις Δεν Μπορείς

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: God’s Pocket του Peter Dexter.

Παραλειπόμενα

  • Η τελευταία ταινία που γύρισε ο Philip Seymour Hoffman. Έφυγε από τη ζωή δύο βδομάδες αφού η ταινία έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Sundance.
  • Πρωτόλεια σκηνοθεσία για τον ηθοποιό John Slattery.
  • Γυρίστηκε μέσα σε 24 μέρες.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 29/10/2014

Η ζωή του Μίκι μοιάζει ίδια με αυτή όλων των κάτοικων του God`s Pocket. Μίζερη, βαρετή, γεμάτη μεθυσμένα βράδια, στοιχήματα σε ιππόδρομο και μικροκλοπές. Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα που λίγο ο ίδιος, λίγο ο τόπος τού έχει ορίσει. Η θλίψη βάφει τους δρόμους της μικρής γειτονιάς της δυτικής Φιλαδέλφεια με σκούρους καφέ τόνους, η βρομιά, η σκόνη και η απόγνωση ποτίζουν τους κάτοικους και δεν ξεπλένονται ούτε με μικρές δόσεις συμπαράστασης κι ανθρωπισμού. Όταν ο νταής, απροσάρμοστος και κοινωνικά επικίνδυνος γιος της σαγηνευτικής γυναίκας του σκοτώνεται μυστηριωδώς σε ένα εργατικό ατύχημα, ο ίδιος για να ικανοποιήσει τη δυσπιστία της προς την εξήγηση που της δίνουν οι μάρτυρες, αναλαμβάνει να ψάξει για να βρει την αλήθεια. Έτσι, ξεκινά μια σειρά από διακλαδιζόμενες ιστορίες που εμπλέκουν ένα κλεμμένο φορτίο κρεάτων από το λιμάνι, τον τοπικό ανθοπώλη που χρώστα χρήματα στη μαφία της γειτονιάς, έναν επιτυχημένο αλλά καταθλιπτικό αλκοολικό αρθρογράφο που εντυπωσιάζεται από τα κάλλη της συζύγου του Μίκι, έναν νεκροθάφτη που προσπαθεί να πουλήσει το ακριβότερο φέρετρο. Όλοι κομμάτια ενός παζλ που μοιάζουν ασύνδετα. Έτσι κι αλλιώς, «αν δεν είσαι από δω, δεν μπορείς να καταλάβεις»…

Η σκηνοθεσία της ταινίας ανήκει στον Τζον Σλάτερι, ο οποίος εδώ κάνει την πρώτη του απόπειρα πίσω από την κάμερα, πέρα από κάποια επεισόδια της πολύ πετυχήμενης αμερικάνικης σειράς «Mad Men», στην οποία και πρωταγωνιστεί. Η δομή είναι αυτή ενός χαμηλών τόνων σκοτεινού δράματος με αναλαμπές μαύρου χιούμορ κι αμήχανων καταστάσεων. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να διαιρέσει το σενάριο σε αρκετά μέτωπα, που όλα όμως συγκλίνουν σε μια κεντρική παραδοχή: είναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγεις από τη μοίρα του τόπου. Δυστυχώς, η ταινία γίνεται πολύ γρήγορα επίπεδη και βαρετή, χωρίς ουσιαστική εξέλιξη ούτε στους χαρακτήρες, αφού οι επιλογές τους σύντομα καταντούν αδιάφορες, άλλα ούτε και στην πλοκή, η οποία εξαντλείται σε ανακόλουθα κι ελαφρώς τετριμμένα ξεσπάσματα και τραγωδίες. Πάντως, η αίσθηση είναι ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος δημιουργός ίσως έχει μια ευκαιρία ως κινηματογραφιστής, αφού κατορθώνει να υπνωτίσει με το αργό τέμπο και τη μηδενιστική εικονογράφηση μιας πόλης που οι ρίζες της μπαίνουν βαθιά μέσα στην εργατική τάξη και την αμερικανική κουλτούρα της μικροαστικής αποσύνθεσης και του πεσιμισμού. Για τον σκηνοθέτη, σε αντίθεση (ή ίσως όχι;) με την πανέμορφη «Πόλη της Ελπίδας» του Τζον Σέιλς, αυτή η μικρή γειτονιά (η οποία στην πραγματικότητα ονομάζεται ίσως προφητικά «Devil`s Pocket») δεν έχει πια καμία ελπίδα. Μένει μονό στον πρωταγωνιστή να το ανακαλύψει και εντέλει να αποδεχτεί ολοκληρωτικά τη ζωή του ως φάρσα, ως ένα τίποτα.

Ας μη γελιόμαστε, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο αξίζει η θέαση αυτού του φιλμ είναι η τελευταία, ή καλύτερα μία από της τελευταίες ερμηνείες του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Ο ίδιος μάς παραδίδει ένα μεταθανάτιο κινηματογραφικό αντίο υποδυόμενος υπέροχα για ακόμη μία φορά έναν άνδρα λιωμένο κάτω από το βάρος της ζωής και των λανθασμένων επιλογών, κάνοντας τον θεατή, ίσως άθελά του, να ταυτίζει την απογοήτευση στο βλέμμα με την πραγματική του κατάσταση, το διάστημα λίγο πριν από τον θάνατό του. Σίγουρα κανένας δεν περίμενε ότι αυτή η μέτρια ταινία θα αποτελούσε ενθύμιο της ερμηνευτικής του διάνοιας, όμως δυστυχώς είναι μια από τις λίγες ευκαιρίες που έχουμε ακόμη ως θεατές να θαυμάσουμε αυτόν τον εξαιρετικό ηθοποιό επί το έργον. Ο ίδιος βρίσκει έναν τρόπο, προσπερνώντας για ακόμη μια φορά τα κλισέ, να αφήσει κάτι δικό του, κάτι αυθεντικό στον ρόλο, έστω και μόνο με ένα απλό ανασήκωμα του ωμού, ή ένα ράγισμα στη φωνή. Είναι αυτός που ηλεκτρίζει τις σκηνές και δίνει ενέργεια, ακόμη και με τις αργές, σχεδόν υπνωτισμένες του κινήσεις. Μαζί του εμφανίζεται ένα δυνατό καστ από ηθοποιούς που ανεβάζουν την ποιότητα της ταινίας, παίζοντας αξιοπρεπώς, άλλα χωρίς να διαπρέπουν. Ο Ρίτσαρντ Τζέκινς προσπαθεί φιλότιμα να αποδώσει ως αλκοολικός δημοσιογράφος και ο Τζον Τουρτούρο υποδύεται για ακόμη μια φορά έναν χαρακτήρα όμοιο σχεδόν με ό,τι έχει κάνει ως τώρα. Ίσως πιο αδύναμη από τους υπόλοιπους να φαντάζει η Κριστίνα Χέντρικς (η απαθής, μπορεί και λίγο αφελής γυναίκα του Χόφμαν), μην πείθοντας ούτε για τον πόνο και την οδύνη της, άλλα ούτε και για την καταγωγή της, εξαιτίας της προφοράς που προσπαθεί μάταια να υιοθετήσει.

Με λίγα λόγια, όσο σκληρό κι αν ακούγεται ιδιαίτερα με αυτούς τους ηθοποιούς, η ταινία δεν βρίσκει τον ρυθμό της και μπερδεύει με τον τόνο που τελικά θέλει να μεταδώσει, ιδίως μετά την πρώτη πράξη. Στην ουσία, τίποτε το αξιόλογο δεν συμβαίνει, έτσι ώστε φτάνεις τελικά να μην ενδιαφέρεσαι ιδιαίτερα για κανέναν από τους χαρακτήρες. Παρόλα αυτά, πείθεσαι με την αίσθηση ότι έτσι είναι τα πράγματα σε αυτή την απόμερη γειτονιά της Αμερικής. Εκεί που μπορείς να κινδυνέψεις απλά γιατί δεν έγινες κατανοητός. Η μελαγχολία του «God`s Pocket» μοιάζει να σε επηρεάζει τελικά, ίσως γιατί ξέρεις ότι ο βασικός της πρωταγωνιστής, ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, δεν είναι πια εδώ.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *