
Frantz
- Frantz
- Φραντζ
- 2016
- Γαλλία
- Γαλλικά, Γερμανικά
- Αισθηματική, Δραματική, Εποχής, Πολεμικό Δράμα
- 20 Οκτωβρίου 2016
Λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ένα μικρό χωριό της Γερμανίας. Η Άννα επισκέπτεται τον τάφο του μνηστήρα της κάθε μέρα, ώστε να τιμήσει την χαμένη της αγάπη που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Μια ημέρα, ο Αντριέν, ένα μυστηριώδης νεαρός Γάλλος, έρχεται κι αυτός κι αφήνει λουλούδια στον ίδιο τάφο. Η παρουσία του σύντομα γίνεται έναυσμα για μια σειρά από απροσδόκητες αντιδράσεις, σε ένα περιβάλλον που αντανακλά τις πληγές από την ήττα των Γερμανών.
Σκηνοθεσία:
Francois Ozon
Κύριοι Ρόλοι:
Paula Beer … Anna
Pierre Niney … Adrien Rivoire
Ernst Stotzner … Δρ Hans Hoffmeister
Marie Gruber … Magda Hoffmeister
Johann von Bulow … Kreutz
Anton von Lucke … Frantz Hoffmeister
Cyrielle Clair … Κα Rivoire
Alice de Lencquesaing … Fanny
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Francois Ozon
Παραγωγή: Eric Altmayer, Nicolas Altmayer, Stefan Arndt, Uwe Schott
Μουσική: Philippe Rombi
Φωτογραφία: Pascal Marti
Μοντάζ: Laure Gardette
Σκηνικά: Michel Barthelemy
Κοστούμια: Pascaline Chavanne
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Frantz
- Ελληνικός Τίτλος: Frantz
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Φραντζ [τηλεόραση]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Άνθρωπος που Σκότωσα (1932)
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: L’Homme que j’ai Tue του Maurice Rostand.
- Σενάριο: Ο Άνθρωπος που Σκότωσα των Reginald Berkeley, Samson Raphaelson, Ernest Vajda.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο φωτογραφίας στα Cesar. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Pierre Niney), υποσχόμενη ηθοποιό (Paula Beer), σενάριο, μουσική, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια και ήχο.
- Υποψήφιο για σενάριο και γυναικεία ερμηνεία (Paula Beer) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο νέας ηθοποιού (Paula Beer).
Παραλειπόμενα
- Χωρίς να αναγράφεται στους τίτλους, το φιλμ Ο Άνθρωπος που Σκότωσα (Broken Lullaby) του 1932, βασισμένο κι αυτό σε θεατρικό του Maurice Rostand, είναι η βάση της πλοκής.
- Ο Pierre Niney δεν γνώριζε καθόλου γερμανικά, αναγκαζόμενος να αποστηθίσει τις ατάκες του ακουστικά, με τη βοήθεια της Paula Beer.
- Ακριβή παραγωγή για τα ευρωπαϊκά πρότυπα, κοστίζοντας 11,1 εκατομμύρια δολάρια. Τα έσοδα όμως σταμάτησαν στα 7,4.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 14/10/2016
Ελεύθερο ριμέικ μίας εκ των λιγότερο γνωστών δημιουργιών του περισσότερο ξακουστού για τις κλασικές του κωμωδίες («Νινότσκα», «Ερωτική Φωλιά», «Να Ζει Κανείς ή Να μη Ζει») Ernst Lubitsch, του «Ο Άνθρωπος που Σκότωσα», η νέα ταινία του Francois Ozon λαμβάνει χώρα στη Γερμανία έναν χρόνο μετά το τέλος του Α` Παγκοσμίου Πολέμου. Εξιστορεί τις προσπάθειες μιας νεαρής γυναίκας, της Anna (Paula Beer, μια ομολογουμένως μαγνητική παρουσία), να συνεχίσει τη ζωή της εν μέσω πένθους για τον αρραβωνιαστικό της ονόματι Frantz, που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, έχοντας παράλληλα τη συναισθηματική και οικονομική στήριξη των γονιών του. Μια ημέρα, θα προσέξει ένα νεαρό Γάλλο, τον Adrien (ο Pierre Niney του «Συγγραφέα» που είδαμε πρόσφατα στις εγχώριες αίθουσες) , να αφήνει λουλούδια στον τάφο του αγαπημένου της. Όταν γνωριστούν μεταξύ τους, ο ίδιος θα συστηθεί ως παλιός φίλος του νεκρού Frantz από πριν τον πόλεμο. Θα καταφέρει να γίνει αγαπητός και στους γονείς του, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του γιατρού πατέρα λόγω της εθνικότητας του Adrien. Ωστόσο, η Anna υποψιάζεται εύλογα πως λείπουν κομμάτια από το παζλ της αλήθειας.
Φαινομενικά ο Ozon εδώ εγκαταλείπει τις «τσαχπινιές» άλλων δημιουργιών του για να σκηνοθετήσει ένα πιο συμβατικό ιστορικό μελόδραμα με έντονο αντιπολεμικό μήνυμα (που συμπυκνώνεται σε μια από τις καλύτερες σκηνές του έργου, όπου ο πατέρας του Frantz, Δρ. Hoffmeister, εξηγεί σε μια παρέα συμπατριωτών του με έντονα πληγωμένο εθνικό φρόνημα από τη γερμανική ήττα στον πόλεμο την ευθύνη των γονέων και των δύο πλευρών που έστειλαν τα παιδιά τους να αλληλοσκοτωθούν). Υπάρχει όμως το μοτίβο της μη αξιόπιστης αφήγησης που αξιοποίησε με πιο παιχνιδιάρικο τρόπο ο Ozon σε ταινίες του όπως την «Πισίνα» και το «Αγόρι στο Τελευταίο Θρανίο», όπου έθετε υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη σχεδόν ολόκληρου του συνόλου των δρώμενων που προηγήθηκαν, καθιστώντας έτσι και το «Frantz» μέρος μιας ομάδας ταινιών του σκηνοθέτη με παρόμοια προβληματική. Εδώ εντοπίζεται με τη μορφή των ιστοριών με τον Frantz, που αφηγείται ο Adrien στην Anna και στο ζευγάρι των Hoffmeister, όπου βασίζεται ουσιαστικά στη δεκτικότητα του εύθραυστου λόγω της απώλειάς τους ψυχισμού των ανθρώπων αυτών, ώστε να γίνει αποδεκτός και να επιτύχει τον πραγματικό σκοπό του. Όταν αυτός ο σκοπός αποκαλύπτεται στην Anna, η ίδια παράλληλα θα διατηρήσει στους Hoffmeister την ψεύτικη εκδοχή του Adrien για να μην τους αναστατώσει με την αλήθεια και στον ίδιο θα αφηγείται μια ανύπαρκτη κατάσταση όπου αυτοί έχουν μάθει την πραγματικότητα και δεν θέλουν να έχουν καμία επαφή μαζί του πλέον, προκειμένου να κρατήσει τις δύο αυτές πλευρές μακριά μεταξύ τους, ώστε να κατασταλάξουν στο ενδιάμεσο διάστημα τα δικά της άκρως αντιφατικά συναισθήματα απέναντι στον άνθρωπο αυτόν. Σε αυτό το σημείο είναι που η ταινία μοιάζει να χάνεται και να αδυνατεί να πείσει για τη σταδιακή συναισθηματική μεταστροφή της Anna, την οποία παρατηρεί αλλά ποτέ δεν μοιάζει να μπαίνει στον ψυχισμό της. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα αν και καλαίσθητο (χάρη και στην κομψή δουλειά στη φωτογραφία του συνεργάτη του Ozon και σε πρόσφατες ταινίες του, Pascal Marti, κυρίως σε μια ταιριαστά πένθιμη ασπρόμαυρη απόχρωση που όμως ενίοτε, σε σκηνές του παρελθόντος ή στιγμές χαράς για τους χαρακτήρες που συχνά περιλαμβάνουν και μια από τις αγάπες του Adrien, τη μουσική με βιολί, αλλάζει σε απαλή έγχρωμη εικόνα) και δίχως έλλειμμα ευαισθησίας δεν κατορθώνει να πείσει ειδικά στη μάλλον αναμενόμενη κορύφωσή της που γίνεται μάλιστα με τρόπο αντικλιμακτικό.
Το μήνυμα συμφιλίωσης και ειρήνης που προσπαθεί να περάσει ο Ozon είναι βεβαίως καλοδεχούμενο, αλλά κι ελαφρώς αφελές ειδικά αν λάβουμε υπόψιν μας πού οδηγήθηκε και κατέληξε η Γερμανία μετά το τέλος του Α` Παγκοσμίου Πολέμου, ένα θέμα που θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διερευνηθεί εδώ και θα προσέδιδε πολλές ομοιότητες στο τελικό αποτέλεσμα με τη «Λευκή Κορδέλα» του Haneke. Εν ολίγοις, ένα ευγενές μέσα στον αναχρονισμό του εγχείρημα, όχι όμως δίχως προβλήματα.
Βαθμολογία: