
Escape Room
- Escape Room
- Δωμάτιο Διαφυγής
- 2019
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Επιβίωσης, Επιστημονικής Φαντασίας, Θρίλερ, Μυστηρίου, Περιπέτεια, Τρόμου
- 03 Ιανουαρίου 2019
Kατασκευασμένο σαν επιτραπέζιο παιχνίδι, όπου υπάρχουν κανόνες, παίκτες, πιόνια, τιμωρίες και έπαθλα, το Escape Room χτίζει την αγωνία μιας ομάδας, με παίκτες που δεν γνωρίζεται μεταξύ τους, αλλά καλούνται όχι μονάχα να βρουν την τελική έξοδο, αλλά να την ανακαλύπτουν σε κάθε ένα δωμάτιο που ανοίγει μπροστά τους ή κλείνει πίσω τους. Γιατί τους διάλεξαν; Πώς συνδέονται οι ιστορίες τους; Ποια είναι η επόμενη πίστα; Πόσους ακόμα γύρους θα αντέξουν να τρέξουν;
Σκηνοθεσία:
Κύριοι Ρόλοι:
Taylor Russell … Zoey Davis
Logan Miller … Ben Miller
Deborah Ann Woll … Amanda Harper
Tyler Labine … Mike Nolan
Jay Ellis … Jason Walker
Nik Dodani … Danny Khan
Yorick van Wageningen … WooTan Yu
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Bragi F. Schut, Maria Melnik
Στόρι: Bragi F. Schut
Παραγωγή: Ori Marmur, Neal H. Moritz
Μουσική: John Carey, Brian Tyler
Φωτογραφία: Marc Spicer
Μοντάζ: Steve Mirkovich
Σκηνικά: Edward Thomas
Κοστούμια: Reza Levy
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Escape Room
- Ελληνικός Τίτλος: Escape Room
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Δωμάτιο Διαφυγής [τηλεόραση]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Παραλειπόμενα
- Η ταινία ξεκίνησε ως The Maze και τα γυρίσματα έγιναν στη Νότια Αφρική. Πρώτη ημερομηνία εξόδου που δόθηκε για τις αίθουσες ήταν ο Σεπτέμβρης του 2018. Έπειτα έγινε Φλεβάρης του 2019, για να καταλήξει στον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου.
- Ο Robitel άλλαξε το φινάλε, με προοπτική για πιθανό σίκουελ. Πράγματι, οι εισπράξεις που έφτασαν στα 155,7 εκατομμύρια δολάρια, έναντι κόστους των 9, έδωσαν άμεσα το πράσινο φως για τη συνέχεια.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 27/4/2020
Παρότι η μόδα του «καταπιάνομαι από κάτι που είναι τώρα δημοφιλές και γυρίζω ταινία για αυτό» είναι άκρως ενοχλητική κι έχει παράγει κολοσσιαίες αποτυχίες του τύπου «Emoji: Η Ταινία», το φιλμ του Adam Robitel, παραδόξως, δεν είναι εντελώς για πέταμα. Έχει κάποια «νόστιμα» ευρήματα, είναι σκηνοθετημένο με μια επαρκή δόση έντασης που απαιτούν οι ανάγκες του θρίλερ, και κυλάει σχετικά ευχάριστα και γρήγορα. Με δεδομένη τη σεναριακή αφετηρία, κάποιος μπορεί να αναφωνήσει κι ένα «πάλι καλά».
Πέρα από μια χαλαρή θέαση, όμως, το «Escape Room» δεν προσφέρεται για πολλά περισσότερα. Σεναριακά, η δομή και η γενική νοοτροπία της ιστορίας ουσιαστικά τρώει από τα αποφάγια του «Κύβου», απλά χωρίς υπαρξιακή προβληματική, ο περιορισμός της σήμανσης «κατάλληλο άνω των δεκατριών» μετριάζει αναπόφευκτα και το πόσο ευφάνταστη είναι η βία που απεικονίζεται, ενώ όλοι οι χαρακτήρες έχουν δισδιάστατη υπόσταση. Η γενική σύλληψη του «βάζω έναν αριθμό ατόμων σε κλειστό χώρο και στηρίζω την πλοκή γύρω από αυτό» πάντα κρύβει πολλές δυνατότητες, οι οποίες εδώ βρίσκονται εγκλωβισμένες στις επιταγές μιας κατασκευής που έχει ξεκάθαρα εμπορική στόχευση. Οι δε απόπειρες για κοινωνικοπολιτικές νύξεις και μεταφορές περί ταξικής ανισότητας κυρίως, που γίνονται όλο κι εντονότερες όσο ξετυλίγεται το μυστήριο που βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορίας, μάλλον ρηχές μπορούν να αποκαλεστούν.
Το πιο διασκεδαστικό στοιχείο του συνόλου είναι οι παραλλαγές που προκύπτουν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Οι διαφορετικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ήρωες όσο προχωρούν κεντρίζουν το ενδιαφέρον με έναν τρόπο που περισσότερο θυμίζει βιντεο-γκέιμ παρά ταινία, αλλά παρόλα αυτά κατορθώνουν να ψυχαγωγήσουν, έστω και σε ένα επιδερμικό επίπεδο. Η κεντρική ίντριγκα γίνεται όλο και πιο αναληθοφανής όσο αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση, αλλά ποτέ δεν φτάνει να καταντά γελοία ή ανεγκέφαλη στο σημείο που να κρίνεται απαραίτητη για τη θέαση η απενεργοποίηση της κριτικής σκέψης. Ο Robitel φαίνεται να έχει αποκτήσει μια μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τις εποχές του «Μέσα στο Σώμα της Ντέμπορα Λόγκαν», ωστόσο έχει χάσει παράλληλα την αίσθηση του πραγματικά τρομακτικού στοιχείου, προσπαθώντας να κολυμπήσει σε πιο mainstream νερά. Και είναι κρίμα, γιατί από πλευράς τεχνικών ικανοτήτων φαίνεται να κατέχει κάτι.
Η ευθύνη για αυτή την έλλειψη πηγαίου φόβου στην ατμόσφαιρα του φιλμ βαραίνει και το σενάριο των περισσότερο «περπατημένων» στην τηλεόραση Bragi F. Schut και Maria Melnik, το οποίο αντιλαμβάνεται το πεδίο αυτό με όρους ταχυφαγείου. Αυτή η νοοτροπία επεκτείνεται και στη γενικότερη αισθητική που επικρατεί με τη λουσάτη φωτογραφία του Marc Spicer: όλα είναι καλογυαλισμένα, λαμπερά, σαν διαφημιστικό για την τηλεόραση, δεν υπάρχει κάποια «βρωμιά» για να προκύψει σασπένς σε βάθος μέσα από το στήσιμο των σκηνών. Υπάρχουν μάλιστα στιγμές που το ύφος εκτρέπεται ελαφρώς και προς την πιο καθαρόαιμη δράση, υπονομεύοντας περαιτέρω την κατηγοριοποίηση της ταινίας στο θρίλερ και τον τρόμο. Ίσως και για αυτό τον λόγο το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να έχει λίγο μεγαλύτερη απήχηση στον σχετικά αμύητο στα συγκεκριμένα είδη.
Πλήρως αναμενόμενο και το γεγονός πως δεν υπάρχει ερμηνεία που να ξεχωρίζει. Αν και γίνεται σαφές πως το σενάριο προκρίνει ως άτυπη πρωταγωνίστρια την Taylor Russell, στην πραγματικότητα ο χρόνος είναι αρκετά μοιρασμένος σε όλα τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα δεν υπάρχει κάποιος από το καστ που να υπερέχει ερμηνευτικά από τον χλιαρό μέσο όρο που επικρατεί.
Μέσα σε έναν κατακλυσμό αληθινά κακής ποιότητας τρόμου στον ευρείας κατανάλωσης κινηματογράφο (κάθε άλλο παρά πρόσφατη χρονικά αποτελεί η συγκεκριμένη κατάσταση), με αρκετές θετικές εξαιρέσεις που καταλήγουν να αναδιαμορφώνουν το είδος, ίσως περιπτώσεις σαν το «Escape Room» που προσφέρουν ένα προϊόν έστω στοιχειωδώς επαγγελματικό, μπορεί να φανούν και σαν ευπρόσδεκτες εκλάμψεις. Αν όμως φτάσει κανείς να αποθεώνει μέχρι και τη μετριότητα μέσα σε μια λογική του «ο μονόφθαλμος βασιλεύει», τότε μάλλον πρέπει να επανεκτιμηθούν συγκεκριμένου τύπου κριτικές θεωρήσεις…
Βαθμολογία: