
Ο Άνταμ Μπελ είναι ένας σκυθρωπός καθηγητής ιστορίας που δείχνει έλλειψη ενδιαφέροντος ακόμα και για έρωτα με τη φίλη του, Μαίρη. Παρακολουθώντας μια ταινία, βλέπει τον σωσία του στο πρόσωπο ενός ηθοποιού, του Άντονι Κλερ, που παίζει έναν μικρό ρόλο. Ο Άνταμ αποφασίζει πως αυτή την περιπέτεια θέλει να ζήσει, και ξεκινάει να τον αναζητά. Όταν οι δύο πανόμοιοι άντρες συναντιούνται, οι ζωές τους γίνονται περίεργα αλληλένδετες.
Σκηνοθεσία:
Denis Villeneuve
Κύριοι Ρόλοι:
Jake Gyllenhaal … Adam Bell/Anthony Claire
Melanie Laurent … Mary
Sarah Gadon … Helen Claire
Isabella Rossellini … Κα Bell
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Javier Gullon
Παραγωγή: Miguel Angel Faura, Niv Fichman
Μουσική: Danny Bensi, Saunder Jurriaans
Φωτογραφία: Nicolas Bolduc
Μοντάζ: Matthew Hannam
Σκηνικά: Patrice Vermette
Κοστούμια: Renee April
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Enemy
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Άνθρωπος Αντίγραφο
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Double του Jose Saramago.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σκηνοθεσίας, δεύτερου γυναικείου ρόλου (Sarah Gadon), μουσικής, φωτογραφίας και μοντάζ στα εθνικά βραβεία του Καναδά. Υποψήφιο σε ακόμα 5 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Καλύτερη καναδική ταινία στο φεστιβάλ του Τορόντο.
Παραλειπόμενα
- Το καστ υπέγραψε συμφωνητικό που απαγόρευε να αποκαλύψουν στον τύπο ή καν να συζητήσουν με άλλους το νόημα της ύπαρξης των αραχνών επί της ταινίας.
- Ο Javier Bardem αρνήθηκε τον κύριο ρόλο, επειδή ένιωσε ότι δεν ταίριαζε με τον χαρακτήρα. Από την άλλη, ο Christian Bale δέχτηκε, αλλά δεν τα κατάφερε λόγω του προγραμματισμού του.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 8/6/2014
Το «Enemy» είναι η καινούρια ταινία του έντονα καλλιτεχνικού καναδού σκηνοθέτη Denis Villeneuve, η οποία, παρά το γεγονός ότι γυρίστηκε ανάμεσα στις δύο πιο γνωστές του δημιουργίες, το σπαρακτικό και συγκινητικό «Μέσα από τις Φλόγες» και το εξαιρετικό, γεμάτο κομματιασμένη οργή «Prisoners», εντούτοις προβλήθηκε πολύ αργότερα. Λιγότερο φιλόδοξη, φαινομενικά διαφέρει από τις άλλες, χωρίς όμως να υπονοείται ότι τα τρία αυτά φιλμ είναι εντελώς διαφορετικά. Γυρισμένη εξολοκλήρου στον Καναδά (όντας ίσως μια αλληγορία για τη διαιρεμένη πολιτισμικά πατρίδα του), σε μια ανώνυμη πόλη γεμάτη μελαγχολικά τετράγωνα κτίρια, τρομακτικές κορυφές από ουρανοξύστες κι απομονωμένους ανθρώπους. Ένα τοπίο που δίνει την αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς και εξαθλίωσης του εγώ και του τώρα. Διατηρώντας περίτεχνα την αίσθηση της ψυχικής αναστάτωσης και των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ ανθρώπων, όπως και στις άλλες, περισσότερο προβεβλημένες ταινίες του, ο Villeneuve αποκαλύπτει στον θεατή την περίεργη κι οριακή σχέση ενός ανθρώπου με τον σωσία του.
Σκηνοθετώντας με αυτογνωσία, με ξεκάθαρες στιλιστικές επιρροές από ευρωπαϊκού τύπου κινηματογραφικές φόρμες, αλλά και με απόηχους από παλαιότερες δουλειές με το ίδιο θέμα, ο δημιουργός αντλεί το σενάριο από το βιβλίο του νομπελίστα πορτογάλου συγγραφέα Jose Saramango («The Double»), ενισχύοντας την ήδη πλούσια καλλιτεχνική παράδοση που θέλει τόσο τους σκηνοθέτες, όσο και τους λογοτέχνες να ασχολούνται με ιστορίες «διπλών» ανθρώπων, ως μια υπαρξιακή φιλοσοφική αναζήτηση ενός άλλου εαυτού που έχει όλα όσα ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι. Ο διαχωρισμός του εγώ, που άλλοτε είναι σημάδι τρέλας και άλλοτε, ως κομμάτι του φαντασιακού, δείγμα απεξάρτησης από τον ρεαλισμό που προσγειώνει ανώμαλα. Η αφήγηση, προσεκτική και σφιχτή, δοκιμάζει τις αντοχές και πολλές φορές εσκεμμένα αναγκάζει τον θεατή να χάσει το νήμα, εξυπηρετώντας τη γενική ιδέα του αποπροσδιορισμού της πλοκής. Οι εικόνες όλες βαμμένες, ή καλύτερα λεκιασμένες με μια ξεπλυμένη κιτρινωπή απόχρωση (θυμίζοντας μολυσμένα αστικά τοπία το ηλιοβασίλεμα), αινιγματικές, ανικανοποίητες, όπως εξάλλου και οι ζωές των πρωταγωνιστών. Οι τόνοι είναι χαμηλοί, σαγηνευτικοί, οι εξάρσεις τρομακτικές, με έναν φόβο προαιώνιο και ευφάνταστο, που λειτουργεί περισσότερο σαν δόλωμα στη σκέψη του θεατή. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης μοιάζει να περιμένει, να ζητά απαντήσεις, χωρίς να δίνει τίποτε απλόχερα. Δείχνει να τον ενδιαφέρει πολύ λιγότερο να λύσει το παζλ, από το να βρει τους υπαινιγμούς που κρύβονται πίσω από αυτό το σουρεαλιστικό παιχνίδι.
Αναμφισβήτητα το μεγάλο ατού της ταινίας είναι ο Jake Gyllenhaal, ο οποίος μετά το «Prisoners» αποδεικνύει για ακόμη μία φορά την απόλυτη ικανότητά του να ερμηνεύει χαρακτήρες-γρίφους. Υποδύεται τους δύο ανθρώπους (ή μήπως όχι;) που ζουν ιδιότυπα παράλληλες ζωές. Ο ένας (Adam) καθηγητής ιστορίας, μελαγχολικός, νιώθει να επαναλαμβάνεται, θέλει να ξεφύγει αλλά δεν βρίσκει τον τρόπο. Ακούγοντας τις συμβουλές ενός συναδέλφου του (εμφανώς άβολη κι ανατριχιαστική η σεκάνς της συνομιλίας στο γραφείο), νοικιάζει ένα dvd για να περάσει ένα ακόμη μοναχικό και «τακτοποιημένο» βράδυ. Καθώς βλέπει την ταινία, διακρίνει έναν κομπάρσο που είναι ολόιδιος με αυτόν. Έτσι ανακαλύπτει ξαφνικά τον άλλον. Ο Anthony είναι αυταρχικός, υπερόπτης αλλά και γοητευτικός ταυτόχρονα. Και οι δύο είναι επαγγελματικά ανικανοποίητοι, αποδίδουν λιγότερο από τις ικανότητές τους και αδυνατούν να επικοινωνήσουν με τις σχέσεις τους. Η γνωριμία τους, όπως και η σύγκρουση μοιάζουν αναπόφευκτες. Ο αμερικάνος ηθοποιός κάνει εξαιρετική δουλειά, ερμηνεύοντας δύο χαρακτήρες που είναι σχεδόν ίδιοι, αλλά όχι απολύτως. Οι διαφορές τους δεν είναι σωματικές αλλά συναισθηματικές. Ο ανταγωνισμός διαρκώς υποβόσκει και σε κανένα σημείο δεν διακρίνεται ολοκάθαρα η μεταξύ τους σχέση. Οι αντιθέσεις, δε, προσφέρουν δυνατές στιγμές που θα θέλαμε να διαρκούν περισσότερο, ιδίως όταν εμφανίζονται ο ένας δίπλα στον άλλον. Χαρίζοντας οξύμωρα μια χαρακτηριστική ιδιοσυγκρασία στον κάθε ρόλο ξεχωριστά, μοιάζει να σηκώνει με επιτυχία όλο το εγχείρημα στους ώμους του.
Το «Enemy» είναι μια ταινία που γραπώνεται στις λεπτομέρειες. Υπερβολικά φροντισμένο, με χαμηλόφωνους τόνους, αλλά και αγχωμένα ξαφνιάσματα πλαισιωμένα από μια θορυβώδη, τρομακτική μουσική (μοιάζουν περισσότερο ακατάληπτοι ήχοι-τριγμοί, παρά ολοκληρωμένα θέματα). Το εάν υπερβαίνει το ίδιο της το τέχνασμα, είναι ένα σημαντικό ερώτημα. Η ουσιαστικότερη και πιο διευκρινιστική σκηνή της ταινίας (η συνομιλία του Adam με τη μητέρα του) εμφανίζεται σε μια ανύποπτη κινηματογραφικά στιγμή, ίσως και να περνά προκλητικά απαρατήρητη. Ίσως οι γιγάντιες αράχνες να έχουν γεμίσει ιστούς το μυαλό, να έχουν φωλιάσει τόσο βαθειά στο υποσυνείδητο, κάνοντας τρομακτικότερη την ίδια τη φαντασίωση, παρά την ορθολογική της επεξήγηση. Ίσως πάλι ένας στοιχειωμένος νους να μην μπορεί να διακρίνει δύο πτυχές της ίδιας αποπροσανατολισμένης προσωπικότητας. Μπορεί τελικά και να μην είναι τίποτε από τα δύο. Προβάλλοντας τα θέλω του στον θεατή με επιμονή, το φιλμ αφήνει χαρακτηριστικά αναπάντητα ερωτήματα που δε θα αρέσουν σε πολλούς. Παρόλη όμως τη δύσκολη αποκρυπτογράφηση, θυμίζοντας εκείνη την κραυγή του Roman Polanski στον «Ένοικο» του 1976, που χάνεται στο λαγούμι της παράνοιας ουρλιάζοντας, καταφέρνει να αφήνει κάτι το ιδιόρρυθμα έξυπνο κι αποτελεσματικά ανατριχιαστικό.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 4/8/2014
Ο Denis Villeneuve έχει αποδείξει το αδιαμφισβήτητο σκηνοθετικό του ταλέντο, το οποίο φαίνεται πως θα μπορούσε να δημιουργήσει καλή ταινία κι από σενάριο μίας σελίδας. Και, δεδομένων της αργής εξέλιξης, της «εσωτερικότητας» και της μεταφορικής διάστασης του μάλλον διφορούμενου στόρι, ο ρόλος της σκηνοθεσίας στο «Enemy» είναι καθοριστικά σημαντικός κι ο Villeneuve ανταποκρίνεται τέλεια. Το αργό τέμπο, η πανταχού παρούσα μουσική υπόκρουση, οι φανερά μελετημένες κινήσεις της κάμερας και η φωτογραφία στα χρώματα της σέπιας υφαίνουν μια απειλητική και συνάμα σαγηνευτική ατμόσφαιρα που σε γραπώνει και ακροπατεί μεταξύ της αίσθησης του μεταφυσικού και της παράνοιας.
Ο Jake Gyllenhaal ερμηνεύει εξαιρετικά δύο (εμφανισιακά ολόιδιους) χαρακτήρες με λεπτές διαφορές μεταξύ τους. Η σύγκρουσή τους είναι μάλλον αναπόφευκτη, μα το ποιος είναι ο «εχθρός» του τίτλου απαντιέται πιο δύσκολα απ` ό,τι θα περίμενε κανείς. Υπάρχει στ` αλήθεια ή βρίσκεται εντός μας, διερωτόμαστε εύλογα, μα ακόμα κι αν οι δύο Jake Gyllenhaal είναι στην πραγματικότητα ένας, δεν αποτελούν ακριβώς τις δύο πλευρές ενός νομίσματος. Η ταινία δεν διαχωρίζει σχηματικά το καλό από το κακό, προσωποποιώντας τα με τις δύο αντίπαλες πτυχές του ίδιου ανθρώπου. Περισσότερο μιλάμε για μια ψυχική σύγχυση όπου «καλό» και «κακό» συνυπάρχουν και δεν διακρίνονται και «εχθρός» είναι ίσως τα στοιχεία εκείνα την υποχώρηση των οποίων επιτάσσει η επιδίωξη μιας επιθυμητής, ομαλής ζωής.
Αυθεντικά αινιγματική και υπογείως απειλητική, η ταινία του Villeneuve δε συνθέτει ένα μυστήριο στο οποίο θα δώσει, τελικά, λύση. Αποτελεί μια κατάδυση στο ασυνείδητο μιας προσωπικότητας που, όπως το θύμα στον ιστό της αράχνης και ο λαός στην εξουσία της δικτατορίας, έχει εγκλωβιστεί στα δίχτυα μιας μουντής, κυκλικά επαναλαμβανόμενης –όπως κι η παγκόσμια ιστορία- ζωής. «Το χάος είναι τάξη που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί» υποστηρίζει και, μετά από το ανατριχιαστικά παράξενο τέλος της, αφήνει εμάς να την αποκρυπτογραφήσουμε. Ακόμα κι αν δεν είναι πολλά πράγματα απολύτως σαφή, η υποδειγματικά στιβαρή σκηνοθεσία του Villeneuve και το αληθινά ευφυές σενάριο του Javier Gullon συνιστούν μια ιδιαίτερη εμπειρία, στην οποία πραγματικότητα και φαντασία, κυριολεξία και μεταφορά αγκαλιάζονται και η διάκρισή τους εναπόκειται στην οπτική του θεατή.
Βαθμολογία: