Ένα κύμα φρικιαστικών δολοφονιών σαρώνει το Τόκυο. Η μόνη σύνδεση είναι ένα αιματηρό Χ χαραγμένο στον λαιμό καθενός από τα θύματα. Σε κάθε περίπτωση, ο δολοφόνος βρίσκεται κοντά στο θύμα και δεν θυμάται τίποτα από το έγκλημα. Ο ντετέκτιβ Τακάμπε και ο ψυχολόγος Σακούμα καλούνται να ανακαλύψουν τη σύνδεση, αλλά η έρευνά τους δεν οδηγεί πουθενά…
Σκηνοθεσία:
Kiyoshi Kurosawa
Κύριοι Ρόλοι:
Koji Yakusho … ντετέκτιβ Kenichi Takabe
Masato Hagiwara … Kunio Mamiya
Tsuyoshi Ujiki … Δρ Makoto Sakuma
Anna Nakagawa … Fumie Takabe
Yoriko Doguchi … Δρ Akiko Miyajima
Yukijiro Hotaru … Ichiro Kuwano
Denden … Oida
Ren Osugi … αστυνόμος Fujiwara
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Kiyoshi Kurosawa
Παραγωγή: Tetsuya Ikeda, Satoshi Jinno, Shigeo Masubuchi, Atsuyuki Shimoda, Tsutomu Tsuchikawa
Μουσική: Gary Ashiya
Φωτογραφία: Tokusho Kikumura
Μοντάζ: Kan Suzuki
Σκηνικά: Tomoyuki Maruo
Κοστούμια: Hiroshi Koto, Ryusui Morita
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Cure
- Ελληνικός Τίτλος: Cure
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Masato Hagiwara) στα εθνικά βραβεία της Ιαπωνίας.
- Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Koji Yakusho) στο φεστιβάλ του Τόκυο.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία που έκανε διεθνώς γνωστό τον Kiyoshi Kurosawa θεωρείται ένας προάγγελος της έκρηξης του σινεμά τρόμου στην Ιαπωνία, κατά τα τέλη των 1990, αρχές των 2000.
- Αρχικά ήταν να τιτλοφορηθεί “ευαγγελιστής”, αλλά η τρομοκρατική επίθεση στο μετρό του Τόκυο το 1995 απέτρεψε κάτι τέτοιο. Κι αυτό επειδή η οργάνωση που ανάλαβε το τρομερό αυτό έγκλημα είχε θρησκευτικό υπόβαθρο.
- Ο Bong Joon-ho το τοποθέτησε το 2012 ανάμεσα στα 10 καλύτερα φιλμ του κινηματογράφου. Εγκώμια εκφράστηκαν και από τον Martin Scorsese.
- Στις ΗΠΑ η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά το 2001, ενώ στη χώρα μας βρέθηκε στο πρόγραμμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2004, αλλά ποτέ πριν το 2024 σε διανομή.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 30/8/2024
Η επιτυχία του Ringu (1998) του Hideo Nakata πυροδότησε διεθνές ενδιαφέρον για τις τότε νέες ιαπωνικές ταινίες τρόμου, που έγιναν γνωστές με την ετικέτα «J-Horror». Το «Cure» (1997) του Kiyoshi Kurosawa -δεν έχει καμία σχέση με τον Akira- ανήκει σε αυτό το υποείδος,συνδυάζοντας στοιχεία εγκληματικού δράματος με μια βαθιά εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Ο πρωταγωνιστής, ντετέκτιβ Takabe (Koji Yakusho) προσπαθεί απεγνωσμένα να λύσει μια σειρά από φόνους, όπου προηγουμένως καλοήθεις άνθρωποι σκοτώνουν με τον ίδιο φρικτό τρόπο, χαράσσοντας μεγάλα «Χ» στον λαιμό και το στήθος των θυμάτων τους. Τα εγκλήματα φαίνονται να μην έχουν κίνητρο, οι δολοφόνοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια φυγής και οι δολοφονίες φαίνονται να είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους. Ο Takabe διαπιστώνει ότι τουλάχιστον τρεις από τους δολοφόνους έχουν έρθει σε επαφή με έναν μυστηριώδη περιπλανώμενο που ονομάζεται Mamiya (Masato Hagiwara). Ο Takabe ανακρίνει τον Mamiya χωρίς αποτέλεσμα, καθώς φαίνεται να έχει ολική αμνησία. Παραβλέποντας τη συμβουλή του φίλου του ψυχιάτρου Sakuma (Tsuyoshi Ujiki), ο οποίος υποστηρίζει ότι μερικές φορές οι δολοφόνοι σκοτώνουν χωρίς λόγο, ο Takabe μπαίνει πιο βαθιά στο αίνιγμα καθώς προσπαθεί να βάλει τους φόνους σε κάποια λογική προοπτική. Φθάνοντας στο χείλος του γκρεμού λόγω και της επιδεινούμενης ψυχικής κατάστασης της ίδιας του της συζύγου (Anna Nakagawa), ο Takabe αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο Mamiya έχει χρησιμοποιήσει μια μορφή ελέγχου του νου για να μετατρέψει απλούς ανθρώπους σε ψυχρούς δολοφόνους.
Το «Cure» διερευνά το κακό όχι ως εξωτερική δύναμη αλλά ως εγγενή πτυχή της ανθρώπινης φύσης. O Mamiya, που φαίνεται να ενσαρκώνει μια σχεδόν στοιχειώδη μορφή μοχθηρίας, εκθέτει τη δυνατότητα για βία που βρίσκεται αδρανής μέσα σε κάθε άτομο. Η ταινία υποδηλώνει ότι κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί σε αποτρόπαιες πράξεις, θολώνοντας τη γραμμή μεταξύ θύτη και θύματος. Οι δολοφόνοι της ταινίας ενεργούν χωρίς συνειδητή πρόθεση, σαν να έχει κλαπεί η ταυτότητά τους από την επιρροή του Mamiya. Ο Kurosawa χρησιμοποιεί αυτή την υπόθεση για να διερευνήσει πόσο εύκολα μπορεί να χειραγωγηθεί το ανθρώπινο μυαλό και πόσο εύθραυστη είναι πραγματικά η αίσθηση της ταυτότητάς μας.
Σε αντίθεση με τις συμβατικές ταινίες τρόμου που βασίζονται στη γραφική βία ή στα «jump scares», το «Cure» χρησιμοποιεί ψυχολογικά μέσα για να ενσταλάξει μια βαθιά αίσθηση τρόμου. Ο βαρύς ρυθμός της ταινίας, σε συνδυασμό με το μινιμαλιστικό ηχητικό σχεδιασμό και τα απογυμνωμένα σκηνικά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ανησυχίας που διαπερνά κάθε σκηνή. Ο τρόμος στο «Cure» προέρχεται από τη σταδιακή συνειδητοποίηση της αδυναμίας των χαρακτήρων -και κατ’ επέκταση του κοινού- μπροστά σε ένα ακατανόητο κακό.
Ο Kurosawa αφήνει σκόπιμα πολλές πτυχές της αφήγησης διφορούμενες, ιδιαίτερα σχετικά με την προέλευση του Mamiya και την πραγματική του φύση. Αυτή η ασάφεια αναγκάζει τους θεατές να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ερμηνείες των γεγονότων και τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις των χαρακτήρων. Το ανοιχτό τέλος της ταινίας, όπου ο κύκλος της βίας φαίνεται έτοιμος να συνεχιστεί, ενισχύει την ιδέα ότι ορισμένα μυστήρια, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν την ανθρώπινη φύση, παραμένουν τελικά άγνωστα.
Το «Cure» μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως κριτική της αποξένωσης και της αποσύνδεσης που επικρατεί στη σύγχρονη κοινωνία. Οι χαρακτήρες απεικονίζονται ως απομονωμένοι, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά, γεγονός που τους κάνει επιρρεπείς στην επιρροή του Mamiya. Η ταινία αντικατοπτρίζει ένα ευρύτερο άγχος για τη διάβρωση των παραδοσιακών κοινωνικών δεσμών και την προκύπτουσα ευαλωτότητα σε καταστροφικές παρορμήσεις.
Το «Cure» είναι μια στοιχειωτική και διανοητικά προκλητική ταινία που εξερευνά τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης μέσα από ένα μοναδικό μείγμα ψυχολογικού τρόμου και εγκληματικού δράματος. Η αριστοτεχνική σκηνοθεσία του Kiyoshi Kurosawa και η απόκοσμη αφήγηση της ταινίας την καθιστούν έναν ισχυρό διαλογισμό για την ταυτότητα, τη μνήμη και τη δυνατότητα βίας που υπάρχει μέσα σε όλους μας. Ωστόσο, αδυναμία της ταινίας αποτελεί το αμήχανο φινάλε της που ακολουθεί έναν μη πειστικό μεταφυσικό δρόμο, με μια διφορούμενη κορύφωση που εγείρει περισσότερα ερωτήματα από τις απαντήσεις που δίνει.
Βαθμολογία: