Στις 26 Νοεμβρίου του 1956, ο Φιντέλ Κάστρο φτάνει στην Κούβα με 80 αντάρτες. Ανάμεσά τους είναι κι ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, ένας αργεντίνος γιατρός που έχει τον ίδιο στόχο με τον Φιντέλ Κάστρο: την ανατροπή του διεφθαρμένου δικτάτορα Μπατίστα. Ο Τσε μαθαίνει γρήγορα την «τέχνη» του αντάρτικου και γίνεται απαραίτητο μέλος της ομάδας. Ρίχνεται στον αγώνα και κερδίζει την αναγνώριση των συντρόφων του αλλά και του κουβανικού λαού.
Σκηνοθεσία:
Steven Soderbergh
Κύριοι Ρόλοι:
Benicio Del Toro … Ernesto ‘Che’ Guevara
Julia Ormond … Lisa Howard
Demian Bichir … Fidel Castro
Catalina Sandino Moreno … Aleida March
Santiago Cabrera … Camilo Cienfuegos
Elvira Mínguez … Celia Sanchez
Jorge Perugorria … Juan Vitalo ‘Vilo’ Acuna
Edgar Ramirez … Ciro Redondo Garcia
Victor Rasuk … Rogelio Acevedo
Armando Riesco … Dariel ‘Benigno’ Alarcon Ramirez
Rodrigo Santoro … Raul Castro
Unax Ugalde … Roberto ‘Vaquerito’ Rodriguez
Yul Vazquez … Alejandro Ramirez
Oscar Isaac … ο διερμηνέας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Peter Buchman
Παραγωγή: Laura Bickford, Benicio Del Toro
Μουσική: Alberto Iglesias
Φωτογραφία: Steven Soderbergh
Μοντάζ: Pablo Zumarraga
Σκηνικά: Antxon Gomez
Κοστούμια: Bina Daigeler
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Che: Part One
- Ελληνικός Τίτλος: Τσε: Ο Αργεντίνος
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Argentine
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ημερολόγια Μοτοσικλέτας (2004)
- Τσε: Ο Επαναστάτης (2008)
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλία: Reminiscences of the Cuban Revolutionary War και Bolivian Diary του Ernesto ‘Che’ Guevara.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Benicio Del Toro).
- Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Benicio Del Toro) και σκηνικών στα Goya. Υποψήφιο για σενάριο, μουσική και διεύθυνση παραγωγής.
Παραλειπόμενα
- Αρχικά, το Che σχεδιάστηκε ως μια ενιαία βιογραφική ταινία βασισμένη πάνω στο βιβλίο Che Guevara: A Revolutionary Life του Jon Lee Anderson. Τα δικαιώματα είχαν αγοραστεί από τον Benicio del Toro και την παραγωγό Laura Bickford. Όμως, πέρασαν δύο χρόνια δίχως να καρποφορεί η ανεύρεση ταιριαστού σεναριογράφου, και τα δικαιώματα έληξαν.
- Ο Terrence Malick είχε βρεθεί το 1966 ως νεαρός δημοσιογράφος στη Βολιβία, γράφοντας ένα άρθρο για τον Τσε. Αυτός φαίνονταν να αναλαμβάνει σκηνοθετικά την ταινία, αλλά όταν μετά από 1μιση χρόνο η χρηματοδότηση δεν κάλυπτε ακόμα τον σχεδιασμό, αποφάσισε να αποχωρήσει. Τότε ήρθε στην καρέκλα του σκηνοθέτη ο Steven Soderbergh, που ως αυτό το σημείο ήταν στην ομάδα των παραγωγών. Μέρος της δουλειάς του Malick επί του σεναρίου επιβίωσε και στο τελικό.
- Η ταινία είχε αρχικά ανακοινωθεί ως αγγλόφωνη, και αρκετές εταιρίες ενδιαφέρθηκαν να ρίξουν χρήματα σε αυτήν. Ο Soderbergh όμως, με το που ανέλαβε, επέμεινε να γίνει ισπανόφωνη, μια και θα δημιουργούνταν αλλοίωση της κουλτούρας που διέπει την ιστορία. Τότε όμως εξαφανίστηκαν κυριολεκτικά οι προτάσεις για χρηματοδότηση, και εάν η Wild Bunch δεν βρίσκονταν να καλύψει το 75% του μπάτζετ, το σχέδιο θα κατέρρεε.
- Μετά από επτά χρόνια έρευνας που ακολούθησαν πάνω στη ζωή του περίφημου αγωνιστή, οι συντελεστές κατάλαβαν ότι το υλικό παραήταν μεγάλο, κι έτσι προέκυψε και η δεύτερη ταινία.
- Τα γυρίσματα έγιναν σε Ισπανία (39 ημέρες) και Πουέρτο Ρίκο, Μεξικό (επίσης 39 ημέρες). Το μεν πρώτο μέρος γυρίστηκε σε widescreen, ενώ το δεύτερο ψηφιακά με Super-16 (είτε σε τρίποδο είτε στο χέρι).
- Στην πρεμιέρα που έγινε στο φεστιβάλ Κανών, προβλήθηκαν αμφότερα τα δύο μέρη ως ένα, με τον λιτό τίτλο Che. Η διάρκεια ήταν πάνω από τέσσερις ώρες, από τις οποίες κόπηκαν έκτοτε 5 και 7 λεπτά αντίστοιχα από κάθε ταινία. Στο φεστιβάλ του Τορόντο επιλέχτηκε να γίνει ένα διάλλειμα 15 λεπτών ανάμεσα στα φιλμ.
- Η IFC Films διένειμε την ταινία στις ΗΠΑ, και παρότι ξεκίνησε δειλά μόνο με Λος Άντζελες και Νέα Υόρκη, προσχώρησε σε επέκταση της διανομής που αποδείχτηκε για αυτήν επικερδής. Παγκοσμίως όμως το σύνολο των εισπράξεων ήταν μακριά από το να θεωρηθεί κερδισμένη η ταινία. Με συνολικό μπάτζετ 58 εκατομμύρια δολάρια, οι εισπράξεις περιορίστηκαν στα 42,8.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/9/2018
Δεδομένου του ότι πρόκειται για ένα φιλμ άνω των τεσσάρων ωρών που χωρίστηκε σε δύο μέρη για την κυκλοφορία του στις κινηματογραφικές αίθουσες, το “Τσε” αποτελεί μακράν την πιο φιλόδοξη και παθιασμένη στιγμή του Steven Soderbergh στην κινηματογραφική του καριέρα, ένα «όλα για όλα» στοίχημα να αποτυπωθεί στο πανί με τον πλέον οριστικό τρόπο μια από τις επιδραστικότερες φιγούρες του εικοστού αιώνα. Το πρώτο μέρος αυτής της οιονεί διλογίας δίνει την εντύπωση πως, ακόμη περισσότερο κι από ένα πορτραίτο της προσωπικότητας του Guevara, επιθυμεί να λειτουργήσει ως το απόλυτο κινηματογραφικό εγχειρίδιο για ένα θέμα που έχει θιχτεί από ελάχιστα ως καθόλου από το συγκεκριμένο μέσο: τον ανταρτοπόλεμο. Πράγματι, η αποτύπωση των διαδικαστικών και των μηχανισμών αυτής της κατάστασης όπως και των παιχνιδιών πολιτικής ισχύος που διαδραματίζονται παράλληλα έχουν κάτι από τη σφαιρική ματιά και το μεγαλείο ενός “Νονού”, ενώ μέχρι και η φωτογραφία (έχει σημασία το ότι το κομμάτι της επανάστασης κατά του Batista είναι έγχρωμο ενώ η επίσκεψη του Guevara στις Η.Π.Α. και τον Ο.Η.Ε. είναι ασπρόμαυρο) που έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο Soderbergh παραπέμπει με τους χρωματισμούς της στις χρυσές εποχές της δεκαετίας του ’70 και στις δουλειές ονομάτων όπως ο Vilmos Zsigmond και ο Gordon Willis. Γιατί λοιπόν το… ήμισυ ταινίας αυτό, παρότι πετυχαίνει διάνα σε πολλούς τομείς κι έχει μια σαφέστατα άνω του μέσου όρου καλλιτεχνική αξία, δεν αγγίζει το αριστουργηματικό που θα όφειλε να είναι δεδομένου του εκτοπίσματος του θέματός του;
Η απάντηση βρίσκεται στο ότι ο δημιουργός προσκολλάται τόσο στην πιστή απεικόνιση αυτής της δράσης με ένα ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό που λίγοι συμπατριώτες συναδελφοί του έχουν επιτύχει που στην πορεία ξεχνάει να δώσει τον απαιτούμενο χρόνο στον αργεντίνο επαναστάτη. Υπάρχουν καίριες σκηνές κλειδιά που αποκαλύπτουν στοιχεία του χαρακτήρα του, ενώ παραθέτονται και γνωστές ρήσεις του που λειτουργούν ως μια μύηση στην πολιτική σκέψη του ανδρός για τους μη εξοικειωμένους, ωστόσο όσο θαυμάζει ο σκηνοθέτης τον Guevara και όλα αυτά που εκπροσωπεί άλλο τόσο μοιάζει να φοβάται να τον αγγίξει πέρα από την ιδιότητα του συμβόλου. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την αποστασιοποιημένη σκηνοθετική γραφή, δημιουργούν μια αποξένωση. Όσο κι αν πρόκειται για σινεμά γενναία στρατευμένο και πέρα από συμβάσεις μεγάλων στούντιο, διακρίνεται από μια εγκεφαλικότητα που αδυνατεί να συνεπάρει πραγματικά και σε επίπεδο συναισθηματικό, που κανονικά θα έπρεπε δεδομένου του αντικειμένου που μελετάται. Έτσι, παρόλο που νοηματικά έχει τη δυνατότητα να μιλήσει σε μεγαλύτερο κοινό από αυτό που κατάφερε τελικά να προσελκύσει το φιλμ την περίοδο που πρωτοκυκλοφόρησε, σε επίπεδο ύφους «κόβει» δυνητικούς θεατές: οι ιδέες που υπάρχουν εδώ θα έπρεπε να περνούν στο κοινό με ενθουσιασμό, να το ξεσηκώνουν, όχι απλά να καλύπτονται ως εξεταστέα ύλη.
Πέραν αυτής της μεγάλης ένστασης, είναι γεγονός πως πρόκειται για μια δημιουργία οξυδερκή, λεπτομερή και θαρραλέα πολιτικοποιημένη, που ευτυχεί και στον πρωταγωνιστή που αναλαμβάνει να ενσαρκώσει τον θρυλικό Αργεντίνο: ο Benicio del Toro έχει μια τρομερή αυτοπεποίθηση, παίρνει τον αέρα του ογκώδους ρόλου του με το «καλημέρα», μετράει τις κινήσεις του μία μία, και, δίχως υπερβολή, πετυχαίνει ένα πορτραίτο ανάλογης εμβληματικότητας με αυτά του Robert Powell ως Ιησού ή του Ben Kingsley ως Gandhi. Μπορεί κάποιος να σταθεί στο πως αναλαμβάνει κάτι που δε φαίνεται να θέλει ιδιαίτερη προσπάθεια καθώς ούτε μεγάλα ξεσπάσματα έχει ούτε ιδιαίτερες σωματικές απαιτήσεις, είναι όμως αυτή η λεπτότητα που κάνει θαύματα και με μια χειρουργικής ακρίβειας προσέγγιση βοηθά στο να ξεχνάει κανείς τον ηθοποιό del Toro και να βλέπει κάτι σχεδόν απόλυτα κοντινό σε αυτό που έχει διασωθεί αρχειακά από τον ίδιο τον Che. Σκέτη απόλαυση είναι και ο πιο θεατράλε (ίσως όχι τυχαία από σκηνοθετικής άποψης) Demian Bichir. Όσο κι αν υπήρχαν προοπτικές ακόμη και για κάτι ανώτερο, πρόκειται σίγουρα για ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο εγχείρημα.
Βαθμολογία: