Αμέσως μετά την Κουβανική Επανάσταση, ο Τσε είναι πιο διάσημος και πιο ισχυρός από ποτέ. Ξαφνικά τα ίχνη του χάνονται μέχρι που εμφανίζεται στη Βολιβία. Εκεί θα οργανώσει μια μικρή ομάδα από κουβανούς συντρόφους και βολιβιανούς νεοσύλλεκτους με σκοπό να ξεκινήσουν τη μεγάλη επανάσταση της Λατινικής Αμερικής. Η βολιβιανή επιχείρηση είναι μια ιστορία θυσίας και ιδεαλισμού. Ένας ανταρτοπόλεμος που καταλήγει σε αποτυχία και οδηγεί τον Τσε στον θάνατο.
Σκηνοθεσία:
Steven Soderbergh
Κύριοι Ρόλοι:
Benicio Del Toro … Ernesto ‘Che’ Guevara
Demian Bichir … Fidel Castro
Franka Potente … Haydee Tamara ‘Tania’ Bunke Bider
Rodrigo Santoro … Raul Castro
Catalina Sandino Moreno … Aleida March
Othello Rensoli … Harry ‘Pombo’ Villegas
Joaquim de Almeida … πρόεδρος Rene Barrientos
Ruben Ochandiano … Eliseo ‘Rolando’ Reyes Rodriguez
Armando Riesco … Dariel ‘Benigno’ Alarcon Ramirez
Lou Diamond Phillips … Mario Monje
Marc-Andre Grondin … Regis Debray
Carlos Bardem … Moises Guevara
Eduard Fernandez … Ciro Algaranaz
Oscar Jaenada … David `Dario` Ardiazola
Yul Vazquez … Alejandro Ramirez
Jordi Molla … λοχαγός Mario Vargas
Matt Damon … πάτερ Schwartz
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Peter Buchman, Benjamin A. van der Veen
Παραγωγή: Laura Bickford, Benicio Del Toro
Μουσική: Alberto Iglesias
Φωτογραφία: Steven Soderbergh
Μοντάζ: Pablo Zumarraga
Σκηνικά: Antxon Gomez, Philip Messina
Κοστούμια: Bina Daigeler
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Che: Part Two
- Ελληνικός Τίτλος: Τσε: Ο Επαναστάτης
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Guerrilla
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ημερολόγια Μοτοσικλέτας (2004)
- Τσε: Ο Αργεντίνος (2008)
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλία: Reminiscences of the Cuban Revolutionary War και Bolivian Diary του Ernesto ‘Che’ Guevara.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Benicio Del Toro).
- Υποψήφιο για σκηνικά στα Goya.
Παραλειπόμενα
- Αρχικά, το Che σχεδιάστηκε ως μια ενιαία βιογραφική ταινία βασισμένη πάνω στο βιβλίο Che Guevara: A Revolutionary Life του Jon Lee Anderson. Τα δικαιώματα είχαν αγοραστεί από τον Benicio del Toro και την παραγωγό Laura Bickford. Όμως, πέρασαν δύο χρόνια δίχως να καρποφορεί η ανεύρεση ταιριαστού σεναριογράφου, και τα δικαιώματα έληξαν.
- Ο Terrence Malick είχε βρεθεί το 1966 ως νεαρός δημοσιογράφος στη Βολιβία, γράφοντας ένα άρθρο για τον Τσε. Αυτός φαίνονταν να αναλαμβάνει σκηνοθετικά την ταινία, αλλά όταν μετά από 1μιση χρόνο η χρηματοδότηση δεν κάλυπτε ακόμα τον σχεδιασμό, αποφάσισε να αποχωρήσει. Τότε ήρθε στην καρέκλα του σκηνοθέτη ο Steven Soderbergh, που ως αυτό το σημείο ήταν στην ομάδα των παραγωγών. Μέρος της δουλειάς του Malick επί του σεναρίου επιβίωσε και στο τελικό.
- Η ταινία είχε αρχικά ανακοινωθεί ως αγγλόφωνη, και αρκετές εταιρίες ενδιαφέρθηκαν να ρίξουν χρήματα σε αυτήν. Ο Soderbergh όμως, με το που ανέλαβε, επέμεινε να γίνει ισπανόφωνη, μια και θα δημιουργούνταν αλλοίωση της κουλτούρας που διέπει την ιστορία. Τότε όμως εξαφανίστηκαν κυριολεκτικά οι προτάσεις για χρηματοδότηση, και εάν η Wild Bunch δεν βρίσκονταν να καλύψει το 75% του μπάτζετ, το σχέδιο θα κατέρρεε.
- Μετά από επτά χρόνια έρευνας που ακολούθησαν πάνω στη ζωή του περίφημου αγωνιστή, οι συντελεστές κατάλαβαν ότι το υλικό παραήταν μεγάλο, κι έτσι προέκυψε και η δεύτερη ταινία.
- Τα γυρίσματα έγιναν σε Ισπανία (39 ημέρες) και Πουέρτο Ρίκο, Μεξικό (επίσης 39 ημέρες). Το μεν πρώτο μέρος γυρίστηκε σε widescreen, ενώ το δεύτερο ψηφιακά με Super-16 (είτε σε τρίποδο είτε στο χέρι).
- Στην πρεμιέρα που έγινε στο φεστιβάλ Κανών, προβλήθηκαν αμφότερα τα δύο μέρη ως ένα, με τον λιτό τίτλο Che. Η διάρκεια ήταν πάνω από τέσσερις ώρες, από τις οποίες κόπηκαν έκτοτε 5 και 7 λεπτά αντίστοιχα από κάθε ταινία. Στο φεστιβάλ του Τορόντο επιλέχτηκε να γίνει ένα διάλλειμα 15 λεπτών ανάμεσα στα φιλμ.
- Η IFC Films διένειμε την ταινία στις ΗΠΑ, και παρότι ξεκίνησε δειλά μόνο με Λος Άντζελες και Νέα Υόρκη, προσχώρησε σε επέκταση της διανομής που αποδείχτηκε για αυτήν επικερδής. Παγκοσμίως όμως το σύνολο των εισπράξεων ήταν μακριά από το να θεωρηθεί κερδισμένη η ταινία. Με συνολικό μπάτζετ 58 εκατομμύρια δολάρια, οι εισπράξεις περιορίστηκαν στα 42,8.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 11/9/2018
Όσο πεζό κι αν ακούγεται, αν το πρώτο μέρος του εγχειρήματος του Soderbergh θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ένας κινηματογραφικός οδηγός για τα μυστικά του επιτυχημένου ανταρτοπολέμου, εδώ παίρνει την άλλη όψη του νομίσματος, τα σφάλματα δηλαδή που καταλήγουν σε μια ήττα. Τα ιστορικά γεγονότα είναι γνωστά και καταγεγραμμένα, άρα το δραματουργικό ενδιαφέρον δεν εστιάζει στο σασπένς αλλά στο πως αποτυπώνεται στο πανί η τραγική ματαιότητα από ένα σημείο κι έπειτα του αγώνα του Guevara και των συντρόφων του στη Βολιβία. Όπως στην ταινία που προηγήθηκε, από την καταγραφή λείπουν ηρωισμοί και υπερβολές, η ανάλυση των επιμέρους διαδικαστικών είναι λεπτομερής σε ντοκιμαντερίστικο βαθμό, ενώ και η περαιτέρω ανάλυση χαρακτήρων θυσιάζεται μπροστά στην ανάγκη για εστίαση στην περιγραφή του όλου των μηχανισμών της συγκεκριμένης μορφής ένοπλης συγκρούσεως. Όμως υπάρχουν ουσιαστικές και καίριες διαφορές που δικαιολογούν και το διαχωρισμό σε δύο κεφάλαια: τα χρώματα της φωτογραφίας είναι πιο σκοτεινά και απειλητικά, ειδικά στο δεύτερο μισό, εντείνοντας μια σχεδόν θριλερική αίσθηση συνεχούς φόβου, το voice-over και οι χρονικές αναδρομές απουσιάζουν (ο σκηνοθέτης εδώ δε χαρίζει ανάπαυλες, σφυροκοπά ανελέητα το θεατή με δυσάρεστο ρεαλισμό), μέχρι και ο Guevara πλέον δεν είναι ένα άφθαρτο σύμβολο, αλλά ένας τρωτός άνθρωπος στα άκρα των δυνατοτήτων του, λαμβάνοντας υπό καθεστώς πίεσης και λανθασμένες αποφάσεις, απογοητευμένος, σαστισμένος, ακόμη κι αν στον πυρήνα του το σενάριο εξακολουθεί να τον κοιτάζει, δικαίως, με θαυμασμό.
Ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι το κομμάτι του τετράωρου έπους στο οποίο ο Soderbergh θα όφειλε να επενδύσει περισσότερο κι από το προηγούμενο στο συναίσθημα, με τον τρόπο με τον οποίο έχει συνηθίσει να το χρησιμοποιεί ως δημιουργός βεβαίως και όχι με τον κονσερβαρισμένο χολιγουντιανό (αξίζει να θυμηθεί κάποιος πως διαχειρίστηκε αυτόν τον συντελεστή στο εξαιρετικό «Traffic»), η αποστασιοποίηση στο ύφος του κι εδώ βάζει και πάλι το θεατή στη θέση του παρατηρητή και όχι του κοινωνού, με αποτέλεσμα η όλη εμπειρία να χάνει ελαφρώς σε δύναμη. Η θλιβερή, σχεδόν πένθιμη ατμόσφαιρα που επικρατεί αναγάγει το φιλμ και σε κάτι παραπάνω από απλά ένα ιστορικό δράμα με λίγα στοιχεία βιογραφίας, ειδικότερα ως ένα στοχασμό επάνω στο αναπόφευκτο του θανάτου, ενισχύοντας έτσι την πολυσημία της ταινίας, που κατορθώνει παράλληλα να έχει αξιοσημείωτη επιμορφωτική και καλλιτεχνική αξία όπως και ο προκάτοχός της εξάλλου. Ο δε Benicio del Toro, αν κι εδώ έχει περισσότερα ξεσπάσματα και σκηνές που απαιτούν παραπάνω προσπάθεια, παραδόξως κατορθώνει να φαίνεται περισσότερο στωικός και ισορροπημένος ακόμη και από ότι στο πρώτο μέρος, ολοκληρώνοντας ένα αξιοθαύμαστο ερμηνευτικό πορτραίτο που στέκεται κι από μόνο του και συνάμα αποτελεί οργανικό κομμάτι του συνόλου, στο βαθμό που δε θα γινόταν να φαντάζει το ίδιο λειτουργικό με άλλον ενσαρκωτή.
Μπορεί κάποιος να κατηγορήσει το «Τσε: Ο Επαναστάτης» για αφηγηματική πλαδαρότητα σε αρκετά σημεία, ειδικά σε σύγκριση με το πιο συμπυκνωμένο σε δράση «Τσε: Ο Αργεντίνος», παρόλο που όμως κάποιοι νεκροί χρόνοι κουράζουν, έχουν λόγο ύπαρξης στο φιλμ: δεν μπορεί να απεικονιστεί καταλληλότερα η κούραση και η αγωνία της αναμονής, οι ατέλειωτες ώρες περιπλάνησης και παραμονής σε έναν τόπο και η φθορά της επανάληψης. Ακόμη κι αν αυτό κοστίζει από άποψη προσβασιμότητας σε ένα μέσο κοινό, είναι μια σωστή απόφαση, που λαμβάνεται προκειμένου να περάσει ακόμη πιο βιωματικά στο θεατή η όλη εμπειρία. Εντέλει, ακόμη κι αν η πρώτη ταινία του δίπτυχου είναι πιο δυνατή και αξιομνημόνευτη, ίσως η δεύτερη να είναι μια ακριβέστερη αναπαράσταση της επαναστατικής διεργασίας, αποτυπώνοντας καλύτερα τις επίπονες και δυσάρεστες πτυχές της. Η επιλογή να επικεντρωθεί το σενάριο κάθαρα σε αυτό το κομμάτι σε αμφότερα τα μέρη της διλογίας είναι σαφώς απείρως πιο ουσιαστική από αυτή του να γυριζόταν μια τυπική βιογραφία γενικού περιεχομένου, και ακόμη κι αν υπήρχε χώρος για μεγαλύτερα ποιοτικά ύψη δεδομένης της θεματολογίας, ο Soderbergh σε γενικές γραμμές θα έπρεπε να αισθάνεται δικαιωμένος.
Βαθμολογία: