Το κολέγιο Χόθορν κλείνει για τις διακοπές. Αλλά καθώς η Ράιλι Στόουν και οι κολλητές της από την αδελφότητα -η αθλήτρια Μάρτι, η επαναστάτρια Κρις και η αχόρταγη Τζέσι- ετοιμάζονται να διασκεδάσουν μέχρι τελικής πτώσεως, ένας μασκοφόρος αρχίζει να δολοφονεί τα κορίτσια ένα ένα. Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των θυμάτων, η Ράιλι και η ομάδα της αρχίζουν να έχουν δεύτερες σκέψεις για το αν μπορούν να εμπιστεύονται τους άντρες, όπως για παράδειγμα το αγόρι της Μάρτι, τον νέο έρωτα της Ράιλι, τον Λάντον, ή ακόμα και τον αξιότιμο καθηγητή Γκέλσον. Όποια και αν τελικά είναι η ταυτότητα του δολοφόνου, αυτό που θα ανακαλύψει είναι ότι τα κορίτσια της γενιάς του δεν θα επιτρέψουν να γίνουν θύματα κανενός.
Σκηνοθεσία:
Sophia Takal
Κύριοι Ρόλοι:
Imogen Poots … Riley Stone
Aleyse Shannon … Kris
Lily Donoghue … Marty
Brittany O’Grady … Jesse Bradford
Caleb Eberhardt … Landon
Simon Mead … Nate
Cary Elwes … καθηγητής Gelson
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sophia Takal, April Wolfe
Παραγωγή: Brigitte Berman, Jason Blum, Ben Cosgrove, Adam Hendricks
Μουσική: Brooke Blair, Will Blair
Φωτογραφία: Mark Schwartzbard
Μοντάζ: Ben Baudhuin, Jeff Betancourt
Σκηνικά: Mark Robins
Κοστούμια: Jaindra Watson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Black Christmas
- Ελληνικός Τίτλος: Μαύρα Χριστούγεννα
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Τρόμος στο Παρθεναγωγείο (1974)
- Black Christmas (2006)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Τρόμος στο Παρθεναγωγείο του Roy Moore.
Παραλειπόμενα
- Δεύτερο ριμέικ του καναδικού cult slasher φιλμ, που είχε βασιστεί στο αστικό θρύλο της “μπέιμπι-σίτερ και του άντρα στον πάνω όροφο”. Είναι όμως το πρώτο που δεν έχει καμία συμβολή ο Bob Clark, έχοντας φύγει από τη ζωή το 2007.
- Αντίθετα με το R που χαρακτήρισε τις δύο πρώτες ταινίες, αυτή τη φορά η αξιολόγηση στις ΗΠΑ ήταν PG-13. Η σκηνοθέτιδα όμως δεν χρειάστηκε να κάνει κάποιες αλλαγές προς αυτό σε σχέση με το τελικό υλικό της.
- Γυρισμένο στη Νέα Ζηλανδία.
- Στις ΗΠΑ προγραμματίστηκε η πρεμιέρα του Παρασκευή και 13, για ευνόητους λόγους.
- Μόνο 10 εκατομμύρια δολάρια εισέπραξε η ταινία στις ΗΠΑ, και συνολικά 18,5. Τουλάχιστον είχε μικρό κόστος, στα 5 εκ. δολάρια.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 12/12/2019
Ριμέικ καλτ ταινίας τρόμου των 70s, που φιλοδοξεί να εκμοντερνίσει την υπόσταση του κολεγιακού slasher (δολοφόνος λιανίζει παρέα κολεγιόπαιδιων, βλέπε «Η Νύχτα με τις Μάσκες», «Παρασκευή και 13» κλπ) επικαιροποιώντας το με γνώμονα το κίνημα «MeToo» και τις σύγχρονες φεμινιστικές τάσεις. Όπως βέβαια έχουμε ξαναδεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν, οι φεμινιστικές τάσεις στον mainstream κινηματογράφο της ποπ κουλτούρας δεν συνεπάγονται απαραίτητα σοβαρή κοινωνική ματιά, ενώ το πρόσχημα μιας τέτοιας δεν συνεπάγεται αξιόλογη ταινία.
Παρόλο που το φιλμ δίνει τα σκηνοθετικά και σεναριακά ηνία σε γυναίκες δημιουργούς, η φεμινιστική οπτική μιας ιστορίας για μια αδελφότητα ανδρών βιαστών-δολοφόνων που θέλουν να ανακτήσουν την ανδρική εξουσία που απειλείται από τη αυξανόμενη κοινωνική δύναμη των γυναικών δεν φαντάζει ακριβώς συνεπής προς την κοινωνική πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, αγγίζει τα όρια της ανευθυνότητας απέναντι στο κοινωνικό μήνυμα που προβάλλει, μιας και τέτοια καρικατουροποίηση της τοξικής αρρενωπότητας συνεπάγεται και αντίστοιχη καρικατουροποίηση του ίδιου του φεμινισμού, μάλλον ευτελίζοντάς τον -για να μη φτάσουμε στο σημείο να κατηγορήσουμε το φιλμ για θετική προβολή του εξίσου τοξικού ακρο-φεμινισμού του «Όλοι οι άντρες είναι βιαστές». Κι αυτά τη στιγμή που οι πρωταγωνίστριες είναι -εννοείται- όλες κούκλες με σωματάρες αλλά και ταυτόχρονα -μέχρι το ξεσηκωτικό (;) φινάλε- ανίκανες να προστατέψουν τους εαυτούς τους, ενώ διαρκείς αναφορές στην πράξη ενός βιασμού περισσότερο την κανονικοποιούν παρά της προσδίδουν το πρέπον βάρος.
Κι όλα αυτά ίσως να μην πείραζαν τόσο αν μιλούσαμε για μια καλοφτιαγμένη ταινία που σέβεται κινηματογραφικά τον θεατή της ή τουλάχιστον του προσφέρει μια πράγματι διασκεδαστική εμπειρία ενός απενοχοποιημένου, βίαιου cult slasher. Δυστυχώς, όμως, αυτή η τηλεοπτικής αισθητικής παραγωγή με τον αναίμακτο δείκτη καταλληλότητας PG-13, είναι τόσο αφόρητα σοβαροφανής, τόσο ανέμπνευστα σκηνοθετημένη, αμήχανα μονταρισμένη και άτεχνα γραμμένη -οι αξιοπρεπέστατες ερμηνείες πασχίζουν να κάνουν τις ατάκες να μην ακούγονται άβολες- που μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρούμε ελαφρυντικά. Πρόκειται για μια «ανάλαφρη ταινία διασκέδασης» που παίρνει τον εαυτό της αναίτια σοβαρά, και για μια «κοινωνικά συνειδητοποιημένη» κινηματογραφική πρόταση που δεν μοιάζει να έχει την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα.
Βαθμολογία: