Ένα Περιστέρι Έκατσε σε Ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο την Ύπαρξη του
- En Duva Satt på en Gren och Funderade på Tillvaron
- A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence
- 2014
- Σουηδία
- Σουηδικά, Αγγλικά
- Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα, Σινεφίλ, Φαντασίας
- 13 Νοεμβρίου 2014
Δύο φθαρμένοι από τον χρόνο πλασιέ ταξιδεύουν για να πουλήσουν τα μικροαντικείμενα τους. Το ταξίδι τους αντανακλά σε μια ενόραση στον χαοτικό κόσμο του σήμερα, του χθες και του αύριο. Ένας κόσμος γεμάτος όνειρα και φαντασιώσεις.
Σκηνοθεσία:
Roy Andersson
Κύριοι Ρόλοι:
Holger Andersson … Jonathan
Nils Westblom … Sam
Charlotta Larsson … Lotta
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Roy Andersson
Παραγωγή: Philippe Bober, Pernilla Sandstrom
Μουσική: Hani Jazzar, Gorm Sundberg
Φωτογραφία: Istvan Borbas, Gergely Palos
Μοντάζ: Alexandra Strauss
Σκηνικά: Julia Tegstrom
Κοστούμια: Julia Tegstrom
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: En Duva Satt pa en Gren och Funderade pa Tillvaron
- Ελληνικός Τίτλος: Ένα Περιστέρι Έκατσε σε Ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο την Ύπαρξη του
- Διεθνής Τίτλος: A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο (2000)
- Εσείς οι Ζωντανοί (2007)
Κύριες Διακρίσεις
- Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
- Βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής κωμωδίας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και σενάριο.
- Βραβείο σκηνικών στα Guldbagge, τα εθνικά βραβεία της Σουηδίας. Υποψήφιο σε ακόμα 6 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Επίσημη πρόταση της Σουηδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Εδώ κλείνει η τριλογία του Να Ζεις.
- Ο τίτλος παραπέμπει σε έναν πίνακα του φλαμανδού ζωγράφου Pieter Bruegel, Οι Κυνηγοί στο Χιόνι, από το 1565. Ανάμεσα σε άλλα, ο πίνακας δείχνει πουλιά που παρακολουθούν κάτι. Ο σκηνοθέτης φαντάστηκε ότι τα πουλιά κοιτούν τους ανθρώπους κι αναρωτιόνται πού πάνε.
- Κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ της Βενετίας, ο Andersson δήλωσε πως άντλησε έμπνευση από τον Κλέφτη Ποδηλάτων του Vittorio De Sica.
Κριτικός: Νάνσυ Μιχαηλίδου
Έκδοση Κειμένου: 8/11/2014
Εμπνευσμένο από έναν πίνακα του φλαμανδού ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ, το «Ένα Περιστέρι Έκατσε σε ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο την Ύπαρξη» αποτυπώνει ό,τι ακριβώς υπόσχεται ο τίτλος του, μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του αθεράπευτα σουρεαλιστή Ρόι Άντερσον. Το τελευταίο μέρος της τριλογίας πάνω στον άνθρωπο (προηγήθηκαν τα Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο και Εσείς οι Ζωντανοί) ακολουθεί την «περιοδεία» δυο αγέλαστων πλασιέ που με τα προϊόντα τους «θέλουν να προσφέρουν ψυχαγωγία». Δυο φιγούρες τόσο κωμικές όσο και θλιβερές μπαίνουν σε μια χρονομηχανή που μπλέκει ανύποπτα τον χώρο και τον χρόνο, χαρίζοντας σκηνές ανθολογίας που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Πιστό στα χαρακτηριστικά των προηγούμενων ταινιών της τριλογίας, το «Ένα Περιστέρι Έκατσε σε ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο την Ύπαρξη» απαρτίζεται από μικρά σκετς, με το σκηνικό να θυμίζει για ακόμη μία φορά θεατρική παράσταση και τους ήρωες να παρουσιάζονται σαν χαριτωμένα ζόμπι, με έντονο λευκό μακιγιάζ στο πρόσωπο, αργόσυρτο βηματισμό κι αλλόκοτη ομιλία. Αφελείς, ευάλωτοι κι ενίοτε ασυναίσθητοι, προκαλούν αμήχανο γέλιο και προβληματισμό. Η μουσική που ακούγεται στο φόντο γέρνει την πλάστιγγα στο κωμικό παρά το τραγικό, που σε συνδυασμό με τους παράλογους διαλόγους συντελεί σε ένα ανελέητο γαϊτανάκι καταστάσεων.
Μία υπαρξιακή ταινία που αντιπαραβάλλει με έναν τρόπο σαρκαστικό και μελαγχολικό την ομορφιά της ζωής και τη ματαιότητά της, με διάθεση συμπάθειας προς τις αδυναμίες του ανθρώπινου είδους, μέσα από το γνώριμο πλέον κινηματογραφικό σύμπαν του Ρόι Άντερσον…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 11/11/2014
Ο Ρόι Άντερσον είναι ένας σκηνοθέτης με το δικό του μοναδικό κινηματογραφικό ύφος. Καταφέρνει να μοιράζεται τις πιο βαθυστόχαστες υπαρξιακές ανησυχίες, με τον πιο απλό τρόπο. Η νέα του ταινία με τον μακροσκελή τίτλο “Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξη του” δεν διαφέρει από τις προηγούμενες. Στην πραγματικότητα είναι ένα φιλμ που μονό ο εμπνευσμένος Σουηδός θα μπορούσε να φτιάξει. Βραβευμένο με το Χρυσό Λιοντάρι στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας, αποτελεί την καταληκτική δημιουργία της τριλογίας “τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος”, που ξεκίνησε με το “Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο” σχεδόν δεκαπέντε χρόνια πριν. Μέσα από μικρά, κωμικοτραγικά σκετς, από τα οποία δεν μπορείς να βγάλεις πάντα απόλυτο νόημα, ο Άντερσον παλεύει ανάμεσα στην αστεία εικόνα, άλλα τραγική συναίσθηση της ζωής, παραδίδοντας παράλληλα μαθήματα αμετάφραστου και ακατανόητου σινεμά.
Οι μικρές ιστορίες εμπλέκουν δυο πλανόδιους πωλητές (ρόλος που επαναλαμβάνεται στη θεματολόγια του σκηνοθέτη), οι οποίοι ασχολούνται με τη “βιομηχανία της διασκέδασης” προσπαθώντας να πουλήσουν αντικείμενα που προκαλούν μάλλον θλίψη παρά γέλιο (extra long κυνόδοντες, το κλασικό “σακουλάκι γέλιου” και την απαίσια “μάσκα του φαφούτη θειου” ένα νέο αντικείμενο, στο οποίο όπως λένε πιστεύουν πολύ). Με σουρεαλιστική εικονογράφηση που θα ζήλευε ακόμη και ο Νταλί, αποχρωματίζοντας τις εικόνες στις παλ αποχρώσεις του κρεμ και του πράσινου, ο δημιουργός στοχάζεται πάνω στο χαμό και το θάνατο, με σκηνές που αψηφούν οποιαδήποτε κατανόηση, όπως άλλωστε και η ανείπωτη παραξενιά της ανθρωπινής ύπαρξης. Στο κέντρο αυτού του ένδοξου, λαμπερού και μεταφυσικού μπουρλέσκ παραμένει ο άνθρωπος, “ένα ον με το οποίο θέλουμε να γελάσουμε και για το οποίο θέλουμε να κλάψουμε”. Οι σκηνές, άλλοτε εξιδανικευμένες, ανασυρμένες από τη λήθη της ανάμνησης, και άλλοτε σοκαριστικές (η είσοδος των ιθαγενών στον αυτοσχέδιο φούρνο φτιαγμένο από μεταλλικές τρομπέτες που μετατρέπουν τις κραυγές σε μελωδική μουσική, είναι κάτι που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό), μαγεύουν με τη μοναδικότητά τους, μένοντας πάντα στην όχθη του αδύνατου. Οι ηθοποιοί (περισσότεροι από αυτούς ερασιτέχνες), περιφέρονται σαν ατάραχες πλαστικές κούκλες (τα πρόσωπά τους νεκρικά, μοιάζουν με βασανισμένες καρικατούρες στο καθαρτήριο), ενώ η κάμερα πάντα σταθερή -αγγίζοντας τα όρια του ταμπλό βιβάν- κινηματογραφεί διαρκώς περίπου τρία μετρά μακριά τους, ίσως γιατί αυτή είναι η ελάχιστη δυνατή απόσταση που χρειάζεται κάθε άνθρωπος. Το αποτέλεσμα το δίχως άλλο είναι εκπληκτικό, αποσυρμένο στην μοναξιά της ευφυΐας του.
Οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση, ή περιγραφή της ταινίας αποδεικνύεται άδικος κόπος. Ωστόσο, με κάποιον περίεργο τρόπο όλα βρίσκουν τη θέση τους, απεικονίζοντας ανυπέρβλητα αυτό που ο καθένας από εμάς νιώθει, άλλα πολλές φορές δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια. Ο τίτλος της, εμπνευσμένος από τον πινάκα “Κυνηγοί στο χιόνι” του Πίτερ Μπρέγκελ, ανακεφαλαιώνει αυτό που τόσο αβίαστα, το σινεμά του Ρόι Άντερσον επιχειρεί να πετύχει: Να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τη ζωή και τον κόσμο, μετατρέποντας τον σε μια πένθιμη, σατυρική και συνάμα υπέροχη αντανάκλαση του παραδείσου.
Βαθμολογία: