
«Πανελλήνιον»: Συνέντευξη με τους Σ. Μαντζαβίνο και Κ. Αντάραχα
Συντάκτης: Γιώργος Σπανός
Καταρχάς, να σας πω συγχαρητήρια για την πρώτη σας ταινία μεγάλου μήκους που σας απέφερε και πολλαπλές διακρίσεις. Μιλώντας προσωπικά, ήταν από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες μου στη μεγάλη οθόνη αυτή τη χρονιά. Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε σε αυτόν τον χώρο και σε αυτήν την κοινότητα ανθρώπων;
Σ.Μ. Αυτό που λες, Γιώργο, με συγκινεί βαθιά. Για μένα δεν σημαίνει τίποτα αν μια ταινία είναι «καλή» ή «κακή»∙ αυτό που με ενδιαφέρει μονάχα είναι το αν μια ταινία είναι αγγιχτική ή όχι, αν είναι δυνατόν να συγκινήσει ή όχι. Το κείμενο σου ήταν από τα εμβριθέστερα και πιο διεισδυτικά κείμενα που γράφτηκαν για το «Πανελλήνιον» και σε ευχαριστώ προσωπικά για αυτό.
Το σκακιστικό καφενείο «Πανελλήνιον» είναι ούτως ή άλλως ένας μυθικός για την Αθήνα χώρος. Αμέσως σου εμπνέει δέος η συνύπαρξη του τσίπουρου με τις σκακιέρες, τα κάδρα με τον Κολοκοτρώνη και τον Ξυλούρη δίπλα στο «εικονοστάσι» με τις φωτογραφίες όλων των παγκοσμίων πρωταθλητών στο σκάκι, ο καδραρισμένος «Ύμνος στο Βυζίκι» (χωριό του καφετζή Γιάννη) δίπλα σε σκακιστικά ρολόγια και εγχειρίδια, το πάτωμα με το μοτίβο της σκακιέρας πάνω στο οποίο ο Γιάννης τηγανίζει ομελέτες, ένας άνθρωπος που σιχαίνεται το σκάκι και θεωρεί τους σκακιστές τρελούς. Σε έναν τέτοιο χώρο συνειδητοποιείς μεμιάς πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ποιητική και ευφάνταστη από κάθε μυθοπλασία∙ πως η μυθοπλασία θα υπολείπεται πάντα σε φαντασία σε σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει ένα τέτοιο σενάριο. Το ντοκιμαντέρ –που είναι απείρως πιο ποιητικό από κάθε μυθοπλασία- ήταν το ενδεδειγμένο εργαλείο για να εκφράσει όλη αυτή την ιδιοφυή παραδοξότητα.
Η πρώτη επαφή με τους θαμώνες του καφενείου πιστοποίησε όλα τα παραπάνω∙ το ιδιότυπο χιούμορ, η πολλές φορές γκροτέσκα ιδιοσυγκρασιακότητα και η «λοξότητά» τους ήταν αποκάλυψη. Όμως, μέσα από την πολύχρονη φιλία μας μαζί τους αποκαλύφθηκε κάτι πέραν του «εξωτικού» και του «ιδιαίτερου», που καλλιτεχνικά δεν έχει καμία αξία, εφόσον αυτά τα στοιχεία είναι αμέσως εμφανή και στο ανεξοικείωτο μάτι ενός άσχετου περαστικού. Μόνο μέσω της αληθινής αγάπης για τους ήρωές σου μπορείς να σηκώσεις αυτήν του κουρτίνα του απλού «ηδονοβλεπτικού-τουριστικού» βλέμματος και να διεισδύσεις στην αληθινή ανθρωπιά. Μέσω του αγαπητικού βλέμματος αποκαλύφθηκε το πόσο μοιάζουν με όλους μας αυτοί οι άνθρωποι, το πώς μάλιστα είναι τυχεροί σε σχέση με όλους εμάς τους υπόλοιπους, επειδή έχουν με θάρρος και συνείδηση, με λογισμό και μ’ όνειρο, ακολουθήσει έναν τρόπο ύπαρξης και έχουν δημιουργήσει-ανακαλύψει έναν χώρο όπου μπορούν να εκφράσουν τα όνειρά τους, χωρίς καμιά λογοκρισία και φόβο.
Κ.Α. Ευχαριστούμε για τα καλά λόγια!
Σε πρώτο επίπεδο μάς τράβηξε η γραφικότητα του χώρου και των ανθρώπων, καθώς και της ίδιας της διαδικασίας του καφενειακού σκακιού που συνδυάζει την πνευματικότητα του παιχνιδιού με άφθονο τσίπουρο και trash talking… Όμως όσο περνούσε ο καιρός και το project ωρίμαζε, όσο γινόμασταν κι οι ίδιοι θαμώνες του «Πανελληνίου» και φίλοι με τους μετέπειτα ήρωές μας, τόσο παραμερίζαμε το παραβάν τού γραφικού και του καλτ για να καταδυθούμε στις γνήσιες ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Έτσι, ενώ ξεκινήσαμε να κάνουμε μια ταινία για το σκάκι, το καφενείο και τους θαμώνες του, καταλήξαμε να κάνουμε μια ταινία για σχέσεις ανθρώπων, που μπορεί να είναι ιδιαίτεροι, εκκεντρικοί, λοξοί… αλλά την ίδια στιγμή αναζητούν τη συντροφικότητα όπως όλοι μας.

Καταλαβαίνω ότι επισκεπτόσασταν το καφενείο για αρκετό καιρό προτού αρχίσετε τα γυρίσματα και ότι χτίσατε προσωπικές φιλικές σχέσεις με τους θαμώνες. Πώς αντέδρασαν όταν τους είπατε την πρόθεσή σας να κάνετε το ντοκιμαντέρ;
Σ.Μ. Το ντοκιμαντέρ είναι η τέχνη της αγάπης. Αν δεν αγαπήσεις τους ήρωές σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτε∙ μόνο μέσω της αγάπης μπορείς να τους καταλάβεις και να δεις μέσα τους αυτό που δεν είναι εμφανές στον καθένα, έναν περαστικό που μόλις μπήκε στο «Πανελλήνιον» και τους είδε φευγαλέα. Η αγάπη είναι ένας τρόπος κατανόησης και ταύτισης που χτίζει μια εκατέρωθεν εμπιστοσύνη, απαραίτητη για να δεχθούν οι άνθρωποι να εκφραστούν ειλικρινά μπροστά στον φακό, κάτι που δεν είναι διόλου εύκολο. Οπότε γίναμε εμείς οι ίδιοι θαμώνες και με αυτόν τον τρόπο μπορέσαμε να συνδεθούμε, να καταλάβουμε, να συγκινηθούμε.
Η πρόθεσή μας να κάνουμε την ταινία ήρθε οργανικά, μέσα από τις συζητήσεις μας και τη φιλία μας που είχε ήδη δημιουργηθεί και θεριέψει. Εκείνοι οι θαμώνες με τους οποίους είχαμε έρθει περισσότερο κοντά αυτά τα χρόνια, δέχθηκαν με χαρά. Εκείνοι ήταν άλλωστε ο πιο «σκληρός πυρήνας» του καφενείου, που εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο τον συνεκτικό μύθο που διαπερνά όλη αυτή την οικογένεια εκλεκτικών συγγενειών του «Πανελληνίου».
Κ.Α. Οι περισσότεροι αντέδρασαν με επιφύλαξη, κάποιοι ήταν απολύτως αρνητικοί (αλλά μόνο ένας εξ αυτών επέμεινε μέχρι τέλους στην άρνησή του να συμμετάσχει). Θεωρώ πως ο κύριος λόγος που δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην ταινία ήταν να βοηθήσουν στις καλλιτεχνικές μας φιλοδοξίες και, δευτερευόντως, να βάλουν ένα λιθαράκι στην απαθανάτιση του κοινού μας στεκιού. Πάντως κανείς τους δεν είχε το ψώνιο της αυτοπροβολής.
Ποια είναι η φιλοσοφία σας πίσω από αυτήν την προσέγγιση, δηλαδή το να αναμειχθείτε οι ίδιοι στα δρώμενα; Με ποιον τρόπο επηρεάζει την αυθεντικότητα του τελικού αποτελέσματος;
Σ.Μ Στις αρχές των γυρισμάτων συνειδητοποίησα πως θα έπρεπε να απεμποληθούν οποιεσδήποτε κινηματογραφικές «αγκυλώσεις», να γίνω πιο τολμηρός, να εμφανιστώ μπροστά από την κάμερα και να αρχίσω να συζητώ μαζί τους . Έτσι, η οικειότητα που είχε ήδη χτιστεί μεταξύ εμού και των ηρώων μπορούσε να τους κάνει να «λυθούν» περισσότερο και να οδηγήσω με μεγαλύτερη ευκολία την συζήτηση σε όλα όσα μου είχαν οι θαμώνες εκμυστηρευτεί και θα ήθελα να τα επαναλάβουν μπροστά από τον φακό. Μόνο μέσω της παρουσίας μου δίπλα τους αισθάνθηκαν τελικά ασφαλείς να εκφραστούν ειλικρινά και από καρδιάς, χωρίς να νοιάζονται αληθινά για την κάμερα που τους κινηματογραφεί.
Χρόνια πριν, είχα ξεκινήσει να καταγράφω τις ιστορίες και εξομολογήσεις των φίλων μου και ηρώων της ταινίας και μπορούσα με αυτόν τον τρόπο πιο εύκολα να τους κάνω να τις επαναλάβουν. Όντας και εγώ -«κινηματογραφικά» πια- μέλος της παρέας των θαμώνων εκφράστηκε θαρρώ πιο ειλικρινώς και η αληθινή μας σχέση στην πραγματική ζωή∙ η φιλία μας δηλαδή, και η αγάπη που χτίστηκε σε αυτά τα τραπέζια σαν συντροφιά της οποίας και εγώ ήμουν μέλος. Έτσι, στο «Πανελλήνιον» αποτυπώθηκε η αληθινή μου επαφή με αυτούς τους ανθρώπους.
Όπως προανέφερα, το ντοκιμαντέρ είναι η τέχνη της αγάπης και όσο πιο κοντά βρίσκεσαι σε αυτήν, τόσο πιο «αυθεντικός» είσαι. Δεν θεωρούσα σε καμία περίπτωση πρέπον να «παρακολουθώ τηλεόραση» σε ένα μόνιτορ και να μην κοιτάζω τους φίλους και ήρωές μου στα μάτια την στιγμή που δακρύζουν, συγκινούνται, και ξεγυμνώνουν τη ζωή τους σε εμένα.
Κ.Α. Η στενή επαφή μας με τους θαμώνες του καφενείου προέκυψε εν μέρει αυθόρμητα, από την αγάπη μας για το σκάκι και το καφενείο που φούντωνε όσο περνούσε ο καιρός κι εντρυφούσαμε και στα δύο, και αφετέρου εξ ανάγκης, αφού χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να εξασφαλίσουμε αυτούς τους λίγους πόρους που χρειάστηκαν για να γυρίσουμε την ταινία. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, γιατί αν ήμασταν εξ αρχής σε θέση να τη γυρίσουμε με τις τεχνικές προδιαγραφές και τους συνεργάτες που επιθυμούσαμε, δεν θα είχαμε προλάβει να τριφτούμε πραγματικά με το αντικείμενό μας, ούτε οι συμμετέχοντες θα μάς ανοίγονταν με την ίδια ευκολία. Το ντοκιμαντέρ είναι τέχνη αμφίδρομη, κι όχι επιβολή ενός προκαθορισμένου καλουπιού στον πραγματικό κόσμο.
Ως προς την εμφάνιση μπροστά στην κάμερα, εκεί προέκυψε ένας σαφής «καταμερισμός εργασίας»: Ο συν-σκηνοθέτης Σπύρος συμμετέχει ως θαμώνας, αλληλεπιδρώντας με τους υπολοίπους και δίνοντας το έναυσμα συζητήσεων, ενώ εγώ μένω πίσω παρατηρώντας τα πάντα μέσα απ’ το κινηματογραφικό κάδρο.
Στην προτελευταία σκηνή, ένα από τα «μαγικά πλάσματα» της ταινίας κλέβει την παράσταση δίνοντας κυριολεκτικά ένα λυρικό ρεσιτάλ μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Αυτό προφανώς ήταν προϊόν σχεδιασμού. Υπάρχουν άλλα μέρη της ταινίας σεναριογραφημένα-«στημένα»; Μήπως εξ ορισμού το είδος του ντοκιμαντέρ είναι τελικά και αυτό ένα είδος μυθοπλασίας;
Σ.Μ. Δυστυχώς επικρατεί η συνήθης παρανόηση πως ένα ντοκιμαντέρ είναι «καταγραφή»∙ αντίθετα, κάθε ταινία προσπαθεί να κάνει αυτό που επιδιώκει ένας ζωγράφος όταν φιλοτεχνεί ένα πορτραίτο. Όχι να αποτυπώσει τη φυσιογνωμία που έχει μπροστά του έτσι που να «μοιάζει», για αυτόν τον σκοπό υπάρχουν οι φωτογραφίες∙ αντίθετα προσπαθεί να «βγάλει το μέσα έξω», να αποτυπώσει τον ψυχισμό του εικονιζόμενου, αυτό που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Μέσω των γυρισμάτων της ταινίας όμως, συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχει τίποτα πιο στημένο από το «αυθόρμητο». Η λογική του να πείσεις τους ήρωές σου να «ξεχάσουν την κάμερα» είναι λανθασμένη∙ όταν καταφύγεις στην ειλικρίνεια και τους υποδείξεις τον φακό, μπροστά στον οποίο είναι ελεύθεροι να εκφράσουν τις βαθύτερες επιθυμίες τους, τα όνειρά τους και τις πληγές τους, τότε μόνοι οι άνθρωποι μπορούν να αποκαλύψουν τον αληθινό τους εαυτό. Γιατί ο πραγματικός εαυτός του καθενός μας δεν διαφαίνεται όταν διαβαίνουμε αμέριμνοι τον δρόμο καπνίζοντας ή όταν κάνουμε κάτι εξίσου αδιάφορο∙ μέσα στην ψυχή μας και σε ό,τι συνηθίζουμε να κρύβουμε από τους άλλους φωλιάζει το μύχιό μας συναίσθημα, η μύχιά μας αλήθεια, οι πληγές και οι φόβοι μας.
Έτσι λοιπόν σε κάθε ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης οφείλει να ξεπεράσει τη λογική της απλής καταγραφής και να αποκαλύψει ή να επινοήσει τον συνεκτικό μύθο πίσω από τις κατάσταση που κινηματογραφεί, να σηκώσει την κουρτίνα και να διεισδύσει εκεί που το ανεξοικείωτο μάτι ενός απλού περαστικού δεν δύναται να φθάσει.
Κ.Α. Τόσο για την εξεύρεση χρηματοδότησης, όσο και για πρακτικούς λόγους (δηλαδή ως μπούσουλα πριν το γύρισμα, εν γνώσει μας πως θα παρακαμφθεί), είχαμε συντάξει ένα treatment για το σύνολο της ταινίας. Άρα, κατά κάποιον τρόπο την αντιμετωπίσαμε ως «μυθοπλασία όπου οι ηθοποιοί παίζουν τους εαυτούς τους» κι όχι τόσο ως ντοκιμαντέρ παρατήρησης. Φυσικά υπάρχουν σκηνές παρατήρησης, όπως και προσχεδιασμένες σκηνές που τηρήθηκαν (ιδίως τα εμβόλιμα super8), όπως και προσχεδιασμένες σκηνές που δεν τηρήθηκαν αλλά ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες μας! Η ευελιξία του φωτογράφου μας, Γιώργου Κουτσαλιάρη, επέτρεπε στο γύρισμα να αναπνέει, να προσαρμόζεται στα δρώμενα κι όχι να προσπαθεί να τους επιβληθεί.
Στο τελευταίο μισάωρο χτίζετε μια πολύ δυνατή συναισθηματική αλλά και νοηματική κορύφωση. Σε μία από τις τελευταίες σκηνές, παρακολουθούμε την ομήγυρη να φιλοσοφεί σχετικά με τον παραλληλισμό της ζωής με το σκάκι. Βρίσκω βαθιά οικουμενικά τα όσα λέγονται. Ποιες είναι οι δικές σας σκέψεις πάνω σε αυτό; Είναι η ζωή μια μεγάλη παρτίδα σκακιού;
Σ.Μ. Η συζήτηση αυτή, ήταν ένα παράδειγμα του πώς όντας ως σκηνοθέτης «μέσα στην κινηματογραφική δράση» και όχι μακριά από τους ήρώες σου, μπορεί να αναφυούν πράγματα που δεν τα περίμενες ποτέ. Έτυχε η σκακιστική σπουδή που οι ήρωες μελετούν στη συγκεκριμένη σκηνή να έχει ως λύση της το «πατ», σκακιστικός όρος που ονομάζει την κατάσταση κατά την οποία όταν ο παίκτης δεν έχει νόμιμη κίνηση, τότε ορίζεται ισοπαλία. Η ανημπόρια λοιπόν της κίνησης δεν οδηγεί στην ήττα όπως θα φανταζόταν κανείς αλλά στην ισόπαλη κατάσταση. Αμέσως αναφυήθηκε ένας από τους συνεκτικούς μύθους ολόκληρης της ταινίας, όταν ρώτησα τους ήρωες γιατί πιστεύουν πως ισχύει αυτός ο κανόνας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση «πατ»∙ πάνω σε αυτή τη νησίδα σωτηρίας που είναι το καφενείο, θέτουν εαυτούς εκτός της σύγχρονης καθημερινότητας που τους συνθλίβει, αλλά δεν χάνουν. Μέσα σε αυτή την αιωνιότητα των ατέρμονων παρτίδων σκακιού, της αγάπης, της συντροφιάς και της χρονικής ακινησίας ενός χώρου εκτός τόπου και χρόνου κερδίζουν την αιωνιότητα.
Κ.Α. Η συγκεκριμένη σκηνή (που προσωπικά είναι η αγαπημένη μου) εξηγεί πως το σκάκι μοιάζει με τη ζωή, αλλά μάλλον σε μια εξιδανικευμένη εκδοχή της όπου υπάρχουν κανόνες, όπου ο ισχυρός δεν μπορεί να συντρίψει τον αδύναμο όταν βρίσκεται στρυμωγμένος στη γωνία: πρέπει να του επιτρέψει να κινηθεί πριν του κάνει ματ, ειδάλλως έχουμε πατ, δηλαδή ισοπαλία. Εδώ θα συμφωνήσω με τον Δημήτρη Κοργιανίτη, τον ήρωά μας του οποίου τα λόγια θα μετέφερα vertbatim αν δεν ήθελα ν’ αποφύγω το spoiler…

Ποιες είναι οι κινηματογραφικές σας επιρροές, οι κινηματογραφικοί σας «ήρωες»;
Σ.Μ. Θα μιλήσω προσωπικά∙ δεν έχω την διάθεση να κινηματογραφήσω τον κινηματογράφο. Και με αυτό εννοώ πως βλέπω την διαδικασία της κινηματογράφησης ως εργαλείο για να εκφράσω και να εκφραστώ. Μακριά από φετιχιστικούς κινηματογραφικούς εντυπωσιασμούς και ενδοκλαδικές αναφορές, έμπνευση υπήρξε το ίδιο το καφενείο και οι φίλοι και ήρωές μας, και η μηχανή ήταν εκεί για να προσπαθήσει να εκφράσει μια βαθιά ανθρώπινη σχέση (μεταξύ των δημιουργών και των θαμώνων, και μεταξύ των ίδιων των ηρώων). Ίσως σε αυτό να οφείλεται και μια κινηματογραφική στιβαρότητα που νομίζω πως χαρακτηρίζει την ταινία, με τα μετωπικά της, «καθαρά» κάδρα που τα γεμίζουν τα πρόσωπα των ανθρώπων, το πιο «κινηματογραφικό» πράγμα στον κόσμο. Άλλωστε, το να κινηματογραφήσεις «θεαματικά» ένα καφενείο που εκφράζει το «λάθε βιώσας» και το κρυμμένο μέσα στη στάχτη διαμάντι θα ήταν πιστεύω ασυνεπές.
Έμπνευση για εμάς υπήρξε ο σκηνοθέτης και καθηγητής μας Χρήστος Καρακέπελης, που μας εξηγούσε συνεχώς και σχεδόν εμμονικά πως διαφορές μεταξύ αυτού που λέμε «ντοκιμαντέρ» και «μυθοπλασίας» ουσιαστικά δεν υφίστανται, και μας δίδαξε μια βαθιά κινηματογραφική ελευθερία.
Ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός μου «ήρωας» είναι ο Τζον Κασσαβέτης∙ με συγκινεί βαθιά η κινηματογραφική του τόλμη, ο «ακατέργαστος» και συχνά «πρωτόγονος» τρόπος κινηματογράφησής του, το πλέξιμο της μυθοπλασίας με το ντοκιμαντέρ στις ταινίες του, όπου οι ηθοποιοί δεν «παίζουν», αλλά «είναι».
Κ.Α. Κατάλαβα για πρώτη φορά τη δύναμη του ντοκιμαντέρ βλέποντας την Αγέλαστο Πέτρα του Κουτσαφτή, την Πρώτη Ύλη του Καρακέπελη, το Sans Soleil του Marker, το Megacities και το Whore’s Glory του Glawogger, το Lessons of Darkness κι όλα τα υβριδικά φιλμ του Herzog που μπαινοβγαίνουν στη μυθοπλασία· κάτι που ισχύει και στο έργο του Seidl (απ’ όπου θα ξεχώριζα με βραχεία κεφαλή το Paradise Love). Σχετικά πρόσφατα γνώρισα προσωπικά και αργότερα και καλλιτεχνικά τον Σταύρο Ψυλλάκη και θα πρότεινα ανεπιφύλακτα την ταινία του Ο άνθρωπος που Ενόχλησε το Σύμπαν που υπάρχει ελεύθερα στο διαδίκτυο.
Απευθείας επιρροές στην ταινία μας δεν μπορώ να σκεφτώ, ποτέ δεν είπαμε «ας το κάνουμε όπως ο τάδε».
Για το τέλος, να σας ρωτήσω ποιο είναι το επόμενο βήμα; Τα μελλοντικά projects σας; Εσύ, Σπύρο, γνωρίζω ότι ασχολείσαι με επιτυχία και με το γράψιμο και με τα εικαστικά (και μάλιστα η αφίσα της ταινίας είναι δική σου δημιουργία).
Σ.Μ. Όντως, το έργο της αφίσας του «Πανελληνίου» είναι ένα δικό μου χαρακτικό. Ασχολούμαι με τη χαρακτική και τη ζωγραφική και προσφάτως έκανα την πρώτη μου ατομική έκθεση στο ArtProjectSpace στη Φαλήρου 66, με τίτλο «Ζωογραφιές και Μυθογραφίες».
Επίσης, στο τέλος του μήνα θα εκδοθεί το πεζογράφημά μου «Ποδολάτρες» από τις εκδόσεις Πατάκη.
Έχω στα σκαριά ένα υβριδικό ντοκιμαντέρ με θέμα έναν σκηνοθέτη που πριν πεθάνει, επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κεφαλλονιά για να ανακαλύψει τον τάφο του Οδυσσέα, μέσα από «λοξές» φυσιογνωμίες του νησιού. Έχω καταθέσει έναν σεναριακό σχεδιασμό στο ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ.
Κ.Α. Ολοκλήρωσα μετά από χρόνια δουλειάς ένα μυθιστόρημα κι αναμένω την έκδοσή του. Επίσης, έχω αρχίσει να γράφω μια τηλεοπτική σειρά. Ελπίζω να επανέλθω στο σινεμά, αλλά προς το παρόν όλες οι ιδέες μου τείνουν σε μικρού μήκους (ίσως αποθαρρυνμένος απ’ την υπερπροσπάθεια που απαίτησε το «Πανελλήνιον»).
Σας ευχαριστώ.
Η ταινία «Πανελλήνιον» προβάλλεται στο Cinobo Πατησίων, Παρασκευή 7/3, Σάββατο 8/3 και Κυριακή 9/3, Σάββατο 15/3 και Κυριακή 16/3, Κυριακή 23/3 και Δευτέρα 24/3.