
Κριτική | Αληθινός Πόνος (2024)
Συντάκτης: Φίλιππος Χατζίκος
Το Αληθινός Πόνος είναι μια περίπτωση ταινίας που φαινομενικά προκαλεί την εντύπωση ενός τετριμμένου road movie του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου (όρος που πολύ ατυχώς πλην εύλογα πλέον πατενταρίστηκε για εκείνο το είδος ταινιών που διαπρέπουν στο Σάντανς χάρη στη γλυκόπικρη ατμόσφαιρά τους και τους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες τους). Δύο συνομήλικα ξαδέρφια, πάλαι ποτέ κολλητοί που πλέον ανήκουν σε ριζικά διαφορετικούς ανθρωπότυπους κινούν για ένα ταξίδι μνήμης σε σημαίνουσες πόλεις και τόπους του Ολοκαυτώματος, λίγο μετά το θάνατο της πολωνοεβραίας γιαγιάς τους. Ο ένας είναι ήπιων τόνων, αγχώδης οικογενειάρχης, ενώ ο άλλος ένα ελεύθερο πνεύμα που δεν έχει βρει άκρη στη ζωή του. Οι αντιθέσεις μεταξύ τους αναμενόμενα γεννούν τις κωμικές καταστάσεις της ταινίας, ενώ το οδοιπορικό στην όμορφη ευρωπαϊκή χώρα συνεχίζεται αμβλύνοντας σταδιακά τις διαφορές τους.
Είναι δεδομένο ότι η συνταγή του Τζέσι Άιζενμπεργκ είναι δοκιμασμένη, οι εντάσεις τοποθετημένες στα κατάλληλα σημεία και η όλη πορεία της ταινίας προδιαγεγραμμένη. Διαθέτει όμως κάτι που την εξυψώνει πάνω από τα όρια της πολυφορεμένης φόρμας της: χαρακτήρες που, όσο σχηματικοί μοιάζουν στην πρώτη πράξη, τόσο γοητευτικοί προκύπτουν στην πορεία. Χάρη, λοιπόν, στο καλογραμμένο του σενάριο, γεμάτο όμορφες λεπτομέρειες και μοτίβα που χαρίζουν την επιθυμητή λεπτότητα στους ήρωες, ο Άιζενμπεργκ δικαιούται να καμαρώνει ότι δημιούργησε ένα φιλμ που ανήκει υφολογικά στην οικογένεια των ταινιών του Αλεξάντερ Πέιν και αυτό συνιστά χαράς ευαγγέλιο για τους ρομαντικούς νοσταλγούς της μελαγχολικής κομεντί.
Ο Ντέιβιντ, τον οποίο ερμηνεύει ο ίδιος ο δημιουργός, και ο Μπέντζι, στον αβανταδόρικο ρόλο του οποίου βλέπουμε τον Κίεραν Κάλκιν, μοιράζονται ένα παρελθόν και έναν βιολογικό δεσμό που τους κρατά άρρηκτα δεμένους, παρά την απόσταση που πλέον τους χωρίζει. Οι ήπιες συγκρούσεις τους υπερβαίνουν το δίπολο του λειτουργικού ενήλικα και του ανορθόδοξου παιδιού που αρνείται να μεγαλώσει, είναι μπολιασμένο με τις κοινές αναμνήσεις και τα φορτία τους, τους συμβιβασμούς του ενός και την ασυμβίβαστη επισφάλεια του άλλου, αλλά και μια συνθήκη κοινού πένθους που βιώνεται εντελώς διαφορετικά από τον καθέναν τους. Ο Ντέιβιντ διατηρεί την απόσταση ασφαλείας ακόμα και από τη στεναχώρια που περιβάλλει τον θάνατο ενός οικείου προσώπου, ενώ ο Μπέντζι πέφτει με τα μούτρα στην οδύνη, αντιδρά σπασμωδικά, αναφέρει συχνά τον άρρηκτο δεσμό του με τη γιαγιά του, σαν εκείνη να ήταν η μόνη που τον καταλάβαινε. Όταν οι πραγματικές διαστάσεις αυτού του δεσμού αμφισβητηθούν από τον ξάδερφό του, ο φαφλατάς και αυθόρμητος Μπέντζι που πάντα ξέρει πώς να ελιχθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση, θα σιγήσει. Όχι τόσο επειδή κλονίζεται η ανάμνηση, όσο επειδή κλονίζεται το αφήγημα επί του οποίου έχει οικοδομήσει την εγγενή ιδιομορφία του.
Όπως έχει προειδοποιήσει νωρίτερα ο σκηνοθέτης Άιζεμπεργκ, ανιχνεύοντας τον καημό στα μάτια του Κάλκιν που κάθε πρωί επιστρέφει, ο ετοιμόλογος και αυθεντικός Μπέντζι δεν έχει βρει ακόμα τον τρόπο να καταβυθιστεί στα δικά του ενδότερα και να αναμετρηθεί με τις χίμαιρες που θα συναντήσει. Αυτό βέβαια δεν θα του απαγορεύσει να είναι αυτό που λέμε η ψυχή της παρέας, ένας μαγνήτης για τους τριγύρω του, ένας άνθρωπος που διαβάζει τους υπόλοιπους με χαρακτηριστική ευκολία και δεν φιλτράρει τις σκέψεις του στο ελάχιστο. Ο Ντέιβιντ, παρά το ετερογενές συναίσθημα που κυριαρχεί μέσα του για τον ξάδερφό του, ένα μείγμα λύπησης, ανησυχίας και θαυμασμού, εξακολουθεί να επιζητά την επιβεβαίωση από εκείνον, κι ας είναι η ζωή του σαφώς πιο τακτοποιημένη και ανθηρή. Και τη λαμβάνει με τους πλέον απροσδόκητους τρόπους, με ένα rewind σε ένα βίντεο που του δείχνει με το παιδί του, ένα κομπλιμέντο για τα πόδια του, χαμογελώντας στα κρυφά σαν μικρό παιδί.
Είναι προσωπικό πόνημα το Αληθινός Πόνος με τον έξυπνα αμφίσημο τίτλο του, ο Άιζενμπεργκ συμπρωταγωνιστεί, σκηνοθετεί και γράφει το σενάριο στο οποίο έχει εμφυσήσει πολλούς από τους προβληματισμούς που άπτονται της πολωνοεβραϊκής καταγωγής του. Η διαγενεακή ενοχή του επιζήσαντα, όπως εκφράζεται σε διαφορετικές διαβαθμίσεις από τους χαρακτήρες κατά τη διάρκεια του holocaust-tour, περιπλέκεται με τη σύγχρονη πολιτισμική εκδοχή της εβραιοαμερικανικής ταυτότητας που έχει αφομοιώσει το παρελθόν περισσότερο ως αφήγημα και όχι ως βίωμα. Το προσωπικό πένθος για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου σε προχωρημένη ηλικία σχεδόν ασφυκτιά δίπλα στην αδιάκοπη υπόμνηση ενός ανείπωτου, απερίγραπτου συλλογικού τραύματος. Ο δημιουργός, ευτυχώς, δεν ψάχνει τις απαντήσεις για κανέναν από τους προβληματισμούς που βρίσκονται στον πυρήνα του φιλμ, ούτε προτάσσει κάποια κριτική ματιά απέναντι στην τουριστικοποίηση της φρίκης και την εμπορευματοποίηση της συλλογικής μνήμης. Αντίθετα, ενδιαφέρεται για το σφίξιμο στην καρδιά που δεν μπορεί να σβήσει, ούτε με εκρήξεις, ούτε με στωικές εσωτερικεύσεις, ούτε δια του διαλόγου, σαν να μην έχει ακόμα βρεθεί η κατάλληλη απόκριση απέναντι σε αυτό. Στο βάθος της σκέψης του, βέβαια, παραμένει η ζωή που συνεχίζεται, η στοργή που μοιραζόμαστε με τους ανθρώπους μας ακόμα και αν την ξεχνάμε και η μνήμη ως ένα μέρος όπου η θλίψη και η αγάπη φωλιάζουν ταυτόχρονα και αλληλοσυμπληρώνονται.
Αν κάτι εμποδίζει το φιλμ να έχει τον συναισθηματικό αντίκτυπο που διεκδικεί, αυτό είναι η κατάχρηση της θεσπέσιας μουσικής του Φρέντερικ Σοπέν που υπερφορτώνει το συγκινησιακό κλίμα της ταινίας. Βέβαια, ακριβώς αυτή η καταχρηστική μουσική επένδυση χαρίζει, δια της απουσίας της, την επιπλέον δυναμική της κεντρικής σεκάνς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαϊντάνεκ, όπου το πιάνο σιγεί, μαζί του και οι φωνές. Το ίδιο ισχύει και για μια συγκεκριμένη επιλογή που αφήνει έκθετο το backstory των χαρακτήρων και φαντάζει σαν παραφωνία σε ένα καλοκουρδισμένο σενάριο. Κατά τα λοιπά, αυτή η τονικά ισορροπημένη και χαμηλόφωνη δραμεντί συνιστά μια ευχάριστη έκπληξη, με εξαιρετική χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές (αξιοθαύμαστος ο χώρος που αφήνει ο Άιζενμπεργκ στον Κάλκιν), πνευματώδη διάλογο και διακριτική σκηνοθεσία, αρμοστή με τα θέματά της.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα