Ο Γιάννης Σακαρίδης και ο Βασίλης Κουκαλάνι μας ξεναγούν στην Πλατεία Αμερικής
Συντάκτης: Νάνσυ Μιχαηλίδου
Δεύτερη φορά στη Θεσσαλονίκη, τρία χρόνια μετά το Wild Duck, ο Γιάννης Σακαρίδης επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, με μια σπονδυλωτή ταινία με επίκεντρο την πλατεία Αμερικής, ένα μέρος όπου οι μοίρες των ανθρώπων διασταυρώνονται, για να μιλήσει για το προσφυγικό θέμα και για την άνοδο του ρατσισμού.
Μια μέρα πριν τη λήξη του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συναντήσαμε στην προβλήτα του λιμανιού τον σκηνοθέτη, σεναριογράφο, παραγωγό και μοντέρ Γιάννη Σακαρίδη καθώς και τον Βασίλη Κουκαλάνι, έναν εκ των βασικών πρωταγωνιστών της νέας του ταινίας, με τίτλο Πλατεία Αμερικής, η οποία διαγωνίζεται για τον Χρυσό Αλέξανδρο.
Το φιλμ βασίζεται στο μυθιστόρημα του Γιάννη Τσίρμπα, “Η Βικτώρια δεν υπάρχει”. Πότε το διάβασες και τι ήταν αυτό που σ`έκανε να θέλεις να το μεταφέρεις στην μεγάλη οθόνη;
Γ.Σ.: Η ιστορία της Πλατείας Αμερικής έχει αρχίσει από το 2008 αλλά εφόσον τα πράγματα έφτασαν σε κάποια φάση που δεν μου επέτρεπαν να κάνω την ταινία, έκανα το Wild Duck. Επανήλθα όμως στην Πλατεία Αμερικής μετά το Wild Duck. Σίγουρα χρειάζονταν ένα update σαν ταινία. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης μου σύστησε τον Γιάννη Τσίρμπα. Μου έδωσε να διαβάσω το βιβλίο και μου άρεσε πάρα πολύ. Συναντήθηκα με τον Γιάννη, ο οποίος αποδείχτηκε ένας εξαιρετικός συνεργάτης, και γράψαμε μαζί το σενάριο. Ουσιαστικά ο χαρακτήρας του Νάκου είναι εξ ολοκλήρου βγαλμένος από το μυθιστόρημα του Τσίρμπα. Παράλληλα, υπάρχει ένας χαρακτήρας στη νουβέλα για έναν tattoo artist και κάπως πήραμε την ιδέα για τον ρόλο του Μπίλλη από εκεί. Η νουβέλα είναι ουσιαστικά ένας μονόλογος του Νάκο, απ`όπου πήραμε ολόκληρα τα κομμάτια του. Αξίζει να σημειώσω ότι η πολυκατοικία που βλέπετε στην ταινία είναι αυτή για την οποία γράφτηκε η νουβέλα. Εκεί έχει ζήσει ο Γιάννης. Εμφανίζονται και οι γονείς του, μέσα στο σπίτι των γονιών του. Ήταν το σπίτι του Νάκου, οπότε ότι κάναμε ήταν πολύ κοντά σ`αυτό που διαβάζει κανείς στο βιβλίο. Ακριβώς εκεί που γράφτηκε, πήγαμε και κινηματογραφήσαμε.
Γιατί άλλαξες τον τίτλο επιλέγοντας ως τόπο δράσης την Πλατεία Αμερικής αντί της πλατείας Βικτωρίας;
Γ.Σ.:Καταρχήν ο τίτλος προϋπήρχε από το 2008. Έγιναν άπειρες συζητήσεις για να κρατήσουμε το Βικτώρια. Εμένα πάντοτε το Βικτώρια με μεταφέρει εκτός Ελλάδας …μου θυμίζει Αγγλία. Κάτι μου κάνει. Επίσης, από μόνος του λέει στον τίτλο του βιβλίου ότι “Η Βικτώρια δεν υπάρχει” (γέλια) Πέρα από την πλάκα, πρέπει να τονίσουμε ότι η πλατεία Αμερικής έχει παίξει μεγάλο ρόλο στο θέμα του προσφυγικού. Όλοι οι πρόσφυγες πήγαιναν πρώτα στην πλατεία Αμερικής, οι παράνομοι διακινητές είναι όλοι εκεί… ο Τάρεκ της ιστορίας μας για παράδειγμα, που τον υποδύεται ο Βασίλης Κουκαλάνι πηγαίνει εκεί για να βρει τρόπο να φύγει στην Ευρώπη. Από την έρευνα που κάναμε διαπιστώσαμε ότι όλα συμβαίνουν σ`αυτή την περιοχή. Παράλληλα, η λέξη Αμερική πάντα θα μας παραπέμπει στη Γη της Επαγγελίας, μια έννοια σημαντική για τους πρόσφυγες που αναζητούν μια νέα ζωή.
Αμερική, δηλαδή η χώρα του Ντόναλντ Τραμπ…
Γ.Σ.: Ναι, σίγουρα, η εκλογή του Τραμπ, ενισχύει πάρα πολύ αυτό που λέει η ταινία μας. Δηλαδή ο Νάκος είναι ο μπανάλ ρατσιστής που ψηφίζει Τραμπ. Ο πρόσφυγας από την άλλη βρίσκεται εκεί γιατί η πόλη του έχει βομβαρδιστεί από τους “πελάτες” του Τραμπ. Ουσιαστικά όλος αυτός ο κόσμος ταλαιπωρείται γιατί υπάρχει μια υποκρισία από την πολιτεία πάνω σ’αυτό το θέμα, η οποία έχει αφήσει ένα παράθυρο ανοιχτό σε όλη αυτή τη μαφία που κάνει μπίζνα στις πλάτες του προσφυγικού. Έχουν κλείσει τα μάτια και όλος αυτός ο κόσμος ταλαιπωρείται παρόλο που όλοι ξέρουμε ότι θα φτάσουν στον προορισμό τους με κάθε τρόπο. Τα πάντα εξαρτώνται από την δύναμη του καθενός, η οποία θα του επιτρέψει να φτάσει μέχρι κάποιο σημείο.
Μίλησε μου για τη συνεργασία σου με τον Βαγγέλη Μουρίκη στο σενάριο. Περίμενα ότι θα είχε κάποιον ρόλο στην ταινία…
Γ.Σ.: Δουλεύαμε για χρόνια μαζί τα προσχέδια του σεναρίου. Πάρα πολύ… δουλεύαμε μερόνυχτα κι έχουμε παίξει την ταινία πολλές φορές με τον Βαγγέλη στο μυαλό μας. Δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει την ταινία και σε κάποια φάση έπρεπε να προχωρήσω, δουλεύοντας το σενάριο πάνω στους ηθοποιούς. Ας πούμε όταν γνώρισα τον Βασίλη, τότε σκέφτηκα “Α, ωραία, θα προσαρμόσουμε μια ιστορία πάνω του”. Ο Βασίλης δηλαδή έφτιαξε αυτόν τον χαρακτήρα, κι ο χαρακτήρας αυτός φτιάχτηκε από τον Βασίλη.
Πώς γνωριστήκατε;
Γ.Σ.: Μας γνώρισε ο Γιάννης Τσίρμπας. Αρχικά είχα πάρει τον Βασίλη για έναν άλλο ρόλο, αυτόν του Χασάν, του διακινητή δηλαδή, κι όταν μιλήσαμε σκέφτηκα “Κάτσε αυτός είναι πολύ καλός! Αυτός κάνει για πρωταγωνιστής!”
Παρατήρησα στην ταινία ότι ο Μπίλλη αντιμετώπισε με στοργή τον Νάκο. Εσείς πώς θα αντιμετωπίζατε έναν άνθρωπο με έντονη ρατσιστική σκέψη, έναν άνθρωπο σαν τον Νάκο;
Γ.Σ.: Έχω αντιμετωπίσει τέτοιους ανθρώπους, ειδικά τα τελευταία χρόνια που εμφανίστηκε η Χρυσή Αυγή, δίνοντας την αφορμή σ`αυτούς να εμφανίσουν ανάλογες συμπεριφορές. Κάποιοι από αυτούς είναι και …πώς να στο πω… κολλητοί μου. Δεν ήξερα ότι έχουν αυτό το πράγμα μέσα τους και όταν το βγάλανε το αντιμετώπισα με μεγάλη ειλικρίνεια. Δηλαδή με συζητήσεις και με έντονη διαφωνία πάνω σ’αυτό το θέμα. Σίγουρα κάνουν πίσω όταν τους αντιμετωπίζεις… Όταν μιλάνε με κάποιον που τον ξέρουνε χρόνια, σίγουρα βάζουν λίγο νερό στο κρασί τους. Δηλαδή δεν είναι το ίδιο με άλλες περιπτώσεις. Νομίζω ότι αγριεύουν όταν βρίσκονται σε ένα περιβάλλον όπου μπορούν να εκδηλωθούν είτε σαν αγέλη είτε αν βρουν κάποιον αδύναμο πρόσφυγα μπροστά τους ή ακόμα σε κάποιες στιγμές που αναπτύσσουν τη λογική τους ως μονόλογο. Αλλά, είναι σοκαριστικό όταν καταλαβαίνεις ότι ένας φίλος σου υποστηρίζει τους ναζί και μιλάει με άσχημο τρόπο για ανθρώπους. Στο κάτω κάτω, στη συγκεκριμένοι περίπτωση οι πρόσφυγες δεν θα ήθελαν να είναι στην Ελλάδα. Βρίσκονται εδώ γιατί έχουν πόλεμο στο Αλέπο. Δεν μπορούν να βρίσκονται εκεί. Η Ελλάδα θα ήταν το τελευταίο μέρος που θα ήθελαν να είναι. Πόσο μάλλον και το Βερολίνο. Ναι, το θεωρώ ντροπή. Αλλά με καθησυχάζει ότι υπάρχουν δύο πλευρές. Για παράδειγμα, η πλευρά των ανθρώπων που δεν επέτρεπαν να μπουν στο σχολείο τα προσφυγόπουλα και η πλευρά των παιδιών που στην είσοδό τους τα χειροκρότησαν. Το ζούμε αυτό και είναι κάτι που δεν αφορά μόνο την ελληνική πραγματικότητα αλλά και την παγκόσμια. Είπαμε προηγουμένως για τον Τραμπ, στη Γαλλία το ζουν με την Λεπέν, στην Τουρκία με τον Ερντογάν, στην Ρωσία με τον Πούτιν, στο Ηνωμένο Βασίλειο με το Brexit. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο.
Εσύ Βασίλη; Και τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που κάνει ανθρώπους σαν τον Νάκο, να μην μπορεί να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση καταλήγοντας σε ακραίες σκέψεις;
Β.Κ.: Αν ήταν παιδικός μου φίλος όπως οι δυο ήρωες της ιστορίας, φυσικά η αντιμετώπιση θα ήταν διαφορετική. Για τον παιδικό φίλο υπάρχει μια άλλου είδους κατανόηση ή μια διορατικότητα αν θες, για το τι το προκαλεί αυτό το συναίσθημα. Γενικά, εγώ δεν πιστεύω ότι αυτός ο ακραίος ρατσισμός είναι εγγενές στοιχείο του ανθρώπου, αλλά είναι κάτι που γεννιέται μέσα από συγκεκριμένα πράγματα. Μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και μέσα από μια συστηματική κακοποίηση. Στην ταινία τα αίτια φωτίζονται κι εξηγείται γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι σε τέτοιο αδιέξοδο και γιατί εκδηλώνεται μ’αυτόν τον τρόπο, κι αυτό είναι το σημαντικότερο. Δε νομίζω ότι ο άνθρωπος γεννιέται ρατσιστής, αλλά μέσα από μια μεθοδική διαδικασία που στοχευμένα προκαλεί αυτή την επιθετικότητα. Και ειδικά αυτός δεν είναι ένας ιδεολόγος ή ναζιστής όπως είναι ένα ελάχιστο ποσοστό τις εκατό που ήταν η Χρυσή Αυγή παραδοσιακά όλα τα χρόνια. Αυτό το 7% που ακούσαμε σε δυο εκλογές ήταν αποτέλεσμα ενός κόσμου ο οποίος είναι απελπισμένος, ο οποίος αναπτύσσει μια λογική επιθετικότητας και εκδηλώνεται μ`αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι ότι είναι κακός. Ο κάθε κακός όπως είπε και ο Γιάννης, άμα τον αντιμετωπίσεις με μια κατανόηση και τρυφερότητα θα διαπιστώσεις ότι υπάρχουν από πίσω κάποιες αιτίες που τον οδηγούν εκεί. Όταν τα φωτίσεις αυτά, βλέπεις ότι έχει ενδιαφέρον, ότι είναι άνθρωπος. Και ο χαρακτήρας του Νάκου είναι μια τέτοια περίπτωση, είναι ο ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής που έχει φάει αυτό το παραμύθι.
Υπάρχει κάτι που να σε συνδέει με τον Τάρεκ τον χαρακτήρα που υποδύεσαι;
Β.Κ.: Έχω μεγάλη εμπειρία από το 2000 και μετά, που δραστηριοποιήθηκα σε χώρους που βοηθάνε μετανάστες και πρόσφυγες. Στους χώρους αυτούς, τους βοηθάνε να οργανωθούν και να ενταχθούν, γιατί οι υποδομές ένταξης γενικά στην Ελλάδα, από τότε ακόμη, ήταν πολύ περιορισμένες. Το καθεστώς ανέκαθεν δεν τους επέτρεπε να προχωρήσουν παρακάτω. Αυτό που συμβαίνει τώρα δηλαδή, δεν είναι κάτι καινούργιο, υπάρχει εδώ και 15 χρόνια, ίσως και παραπάνω. Εγώ, έχω μια καταγωγή από τη Μέση Ανατολή, από το Ιράν, το οποίο μπορεί να έχει έναν διαφορετικό πολιτισμό, μια τελείως διαφορετική γλώσσα, παρόλα αυτά σ`αυτή την περιοχή επειδή είναι και μουσουλμανική και τα λοιπά, υπάρχει κάτι γνώριμο για μένα, το οποίο μπορώ να το δείξω και να το ερμηνεύσω. Επίσης, αγαπούσα κάποτε μια Λιβανέζα που σημαίνει ότι έχω έναν συναισθηματικό σύνδεσμο μ’αυτούς τους λαούς, τους αγαπάω. Το σημαντικότερο στοιχείο όμως είναι η κατάσταση που περνούν τώρα, μια κατάσταση που την έχω ζήσει στην πόλη μας, στην Αθήνα, που την θεωρώ την πιο συναρπαστική πόλη του κόσμου. Την αγαπάω, την ζω, εκεί δουλεύω και αφηγούμαι κι εγώ ιστορίες μέσα από τη δουλειά μου.
Για τον ρόλο σου χρειάστηκε να κάνεις κάποια προεργασία;
Β.Κ.: Με τον Γιάννη κυρίως. Δουλέψαμε πολύ για να βρούμε τι ακριβώς χρειάζεται και για να μπούμε μέσα στην ιστορία. Θυμάμαι πολλές ιδέες του Γιάννη μέσα από την πρόβα, που άλλαζαν καθημερινά καθώς μπορεί την επόμενη φορά που συναντιόμασταν να είχε προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι. Η προεργασία αφορούσε κυρίως την μεταξύ μας δουλειά. Εγώ έκανα όλα αυτά που έπρεπε να κάνει ένας επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά κάθε φορά προέκυπτε από την κάθε σκηνή το κάτι παραπάνω κι αυτό οφείλεται φυσικά και στον σκηνοθέτη.
Εφόσον βρίσκεσαι κοντά στους πρόσφυγες από το 2000 όπως μου λες, πιθανόν εν αγνοία σου να προετοίμαζες τον εαυτό σου για έναν τέτοιον ρόλο.
Β.Κ.: Μπορεί. Ναι, έτυχε να έχω αυτή την εμπειρία.
Το “Πλατεία Αμερικής” πραγματοποίησε ήδη την πρεμιέρα σου σε Μπουσάν και Σικάγο. Πώς το υποδέχτηκε ο κόσμος; Υπάρχουν κι άλλοι σταθμοί και ποιες είναι οι εντυπώσεις σου από το μέχρι στιγμής φεστιβαλικό της ταξίδι;
Γ.Σ.: Υπάρχουν αρκετοί σταθμοί αλλά δεν μπορούμε να ανακοινώσουμε τίποτα ακόμα, παρά μόνο για το φεστιβάλ της Καλκούτα, στο οποίο θα μας εκπροσωπήσει ο Βασίλης Κουκαλάνι, ο οποίος ταξιδεύει αύριο κιόλας. Τώρα για το Μπουσάν έχω να πω ότι είναι ένα εκπληκτικό φεστιβάλ. Είχα πάει και με το Wild Duck. Η συμμετοχή μου και στα τρία αυτά φεστιβάλ, του Σικάγο, του Μπουσάν και της Θεσσαλονίκης αφορά την 1η-2η ταινία. Δηλαδή στο Μπουσάν συμμετείχα στο τμήμα Flash Forward και διαγωνιστήκα με άλλους δημιουργούς που πραγματοποίησαν την πρώτη ή την δεύτερη ταινία τους. Το ίδιο ισχύει και για το φεστιβάλ του Σικάγο αλλά και του διαγωνιστικού τμήματος της Θεσσαλονίκης. Το φεστιβάλ του Μπουσάν είναι σίγουρα το μεγαλύτερο απ`όσα προανέφερα. Είναι ένα φοβερό φεστιβάλ, το πιο δημοφιλές της Ασίας όπου συγκεντρώνονται όλοι οι σκηνοθέτες. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ το κορεάτικο σινεμά και όχι μόνο, αφού μετράει συμμετοχές από Φιλιππίνες, Ταϊλάνδη, Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία. Θεωρείται πολύ πιο έγκυρο και μεγάλο από του Τόκιο ή του Χονγκ Κονγκ. Η Ασία αυτή τη στιγμή μια τεράστια αγορά στην οποία επενδύονται εξίσου μεγάλα κεφάλαια. Οι Κινέζοι επενδύουν πλέον σε ταινίες. Τώρα, σαν φεστιβάλ θα το χαρακτήριζα ως ένα νεανικό φεστιβάλ. Έχει πάρα πολλούς νέους, έχει γεμάτες αίθουσες και ενθουσιώδεις σινεφίλ, οι οποίοι λατρεύουν τους σταρ και τους ηθοποιούς. Είναι ένα φεστιβάλ στο οποίο το κοινό συγκεντρώνεται από το προηγούμενο βράδυ για να πιάσει μια καλή θέση στο κόκκινο χαλί. Παρόλα αυτά, σαν λαός νομίζω είμαστε πολύ κοντά με τους κορεάτες, όσο κι αν φαίνεται περίεργο. Μοιάζουμε στο ταμπεραμέντο, απλά εμένα μου φαίνονται πιο αγνοί από εμάς και λιγότερο κυνικοί.
Πώς υποδέχτηκαν την ταινία σου στο φεστιβάλ του Μπουσάν;
Γ.Σ.: Με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό. Αγαπούν πολύ το σινεμά, απλά αυτή τη φορά διαπιστώσαμε ότι έχουμε φίλους από την προηγούμενη ταινία.
Πώς τα πήγες φέτος με την χρηματοδότηση;
Γ.Σ.: Η χρηματοδότηση υπήρχε από το 2009 πριν το Wild Duck από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ενώ πριν από λίγους μήνες προστέθηκε και η ΕΡΤ. Ουσιαστικά χωρίς την ΕΡΤ δεν θα μπορούσαμε να τελειώσουμε την ταινία. Είναι πολύ θετικό ότι άνοιξε ξανά η ΕΡΤ και στηρίζει το σινεμά. Το σινεμά στην Ευρώπη στηρίζεται από την πολιτεία, κι αυτό ισχύει για όλες τις χώρες. Εγώ απλά προσπαθώ να κάνω ένα σινεμά που να είναι κοντά στο κοινό, δηλαδή να βρω μια φόρμουλα ώστε να κάνω ποιοτικό σινεμά, με τους καλύτερους σεναριογράφους που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, ώστε να γράφουμε κάτι το οποίο θα δει όσο το δυνατόν περισσότερος κόσμος.
Έχεις κάποιο νέο πρότζεκτ στα σκαριά;
Γ.Σ.: Υπάρχουν πολλά και διάφορα αυτή τη στιγμή, τα οποία θέλουμε να κάνουμε. Πάντως, το επόμενο σίγουρα θα έχει σχέση με την Ασία.
Εσύ Βασίλη; Πού αλλού μπορούμε να σε δούμε;
Β.Κ.: Στον κινηματογράφο δεν έχω κλείσει κάτι. Συνεχίζω όμως τη δουλειά μου στο θέατρο. Τα τελευταία 6 χρόνια βρίσκομαι σε μια παιδική σκηνή που λέγεται “Συντεχνία του Γέλιου”, όπου έχουμε εισάγει αυτό που λέμε χειραφετημένο, αντι-αυταρχικό κοινωνικό θέατρο για παιδιά και νέους. Παρουσιάζουμε κωμωδίες σαν τον Μορμόλη ας πούμε.
Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι καλή επιτυχία!
Ευχαριστούμε πολύ!