Τρεις διαφορετικές ερωτικές ιστορίες ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους πολίτες με φόντο την κοινωνικοπολιτική κρίση που βιώνει η Ελλάδα, σε μια Ευρώπη που αλλάζει.  H Δάφνη θα γνωρίσει τον σύριο πρόσφυγα Φαρίς και θα γεννηθεί ανάμεσα τους ένας αγνός έρωτας που θα οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις λόγω του πατέρα της και του μίσους του για τους ξένους. O Γιώργος, που βιώνει κρίση στον γάμο του αλλά και τη δουλειά του, θα γνωρίσει τη σουηδέζα Ελίζ. Η σχέση τους θα εξελιχθεί σε ένα ερωτικό πάθος που κανείς από τους δύο δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί. Η Μαρία, μια νοικοκυρά που βιώνει καθημερινά τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, θα γνωρίσει στο σούπερ μάρκετ τον γερμανό καθηγητή πανεπιστημίου Σεμπάστιαν. Η ζωή τους αποκτάει πάλι νόημα και μαζί θα ανακαλύψουν, έστω και καθυστερημένα, τον έρωτα της δεύτερης ευκαιρίας.

Σκηνοθεσία:

Χριστόφορος Παπακαλιάτης

Κύριοι Ρόλοι:

J.K. Simmons … Sebastian

Χριστόφορος Παπακαλιάτης … Γιώργος

Andrea Osvart … Elise

Μαρία Καβογιάννη … Μαρία

Μηνάς Χατζησάββας … Αντώνης

Tawfeek Barhom … Farris

Νίκη Βακάλη … Δάφνη

Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος … Οδυσσέας

Νίκος Χατζόπουλος … Ηλίας

Δημήτρης Λιγνάδης … εξτρεμιστής

Μελισσάνθη Μάχουτ … υπάλληλος εταιρίας

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Χριστόφορος Παπακαλιάτης

Παραγωγή: Χριστόφορος Παπακαλιάτης, Chris Papavasiliou, Δωροθέα Πασχαλίδου, Κώστας Σούσουλας

Μουσική: Κώστας Χρηστίδης

Φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλαράκος

Μοντάζ: Στέλλα Φιλιπποπούλου

Σκηνικά: Γιώργος Γεωργίου

Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ένας Άλλος Κόσμος
  • Διεθνής Τίτλος: Worlds Apart

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο δεύτερου αντρικού ρόλου (Μηνάς Χατζησάββας) στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Μαρία Καβογιάννη) και σκηνικά.

Παραλειπόμενα

  • Ο Μηνάς Χατζησάββας έφυγε από τη ζωή λίγες βδομάδες μετά την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες.
  • Μεγάλη εμπορική απήχηση στην Ελλάδα, όπου έκοψε 668.892 εισιτήρια.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το γκρουπ των Gadjo-Dilo εμφανίζονται ζωντανά επί του φιλμ, ερμηνεύοντας παλιά ελληνικά τραγούδια.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 19/12/2015

3 χρόνια μετά το «Αν», 12 χρόνια μετά το τηλεοπτικό ζενίθ «Κλείσε τα μάτια» και 24 χρόνια μετά την εμφάνιση στους «Μήτσους». Γυναίκες μικρές, μεγάλες, συγγενείς μεταξύ τους, συγγενείς εξ’ αγχιστείας ή εξ’ αίματος με τον πρωταγωνιστή, κάθε λογής απαγορευμένοι καρποί, έχουν περάσει από τις οθόνες του εμβρόντητου κοινού, πρωταγωνιστώντας σε ευπώλητες αισθηματικές ιστορίες. Ο Χριστόφορος, προσπαθώντας μάλλον να εκδικηθεί προσωπικά φαντάσματα του παρελθόντος, ήταν πάντα ο ίδιος χαρακτήρας· σαγηνευτικός, μυστηριώδης, ευαγγελιστής του ανύπαρκτου έρωτα, ενώ στην σκηνοθετική καρέκλα εμφανιζόταν προσεκτικός αλλά ποτέ πρωτότυπος. Έχοντας κερδίσει επάξια μια θέση στο τηλεοπτικό καλτ των τελευταίων δεκαετιών, αποφάσισε να δοκιμάσει να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Και ενώ το «Αν» ήταν μια τηλεταινία μέτριας ποιότητας, το προκείμενο φιλμ μοιάζει να έχει βγει από έναν άλλο κόσμο.

3 ερωτικές ιστορίες σε μια πόλη που αργοσβήνει στα στενά της. Όλες μεταξύ ενός Έλληνα και ενός μετανάστη διαφορετικής διαλογής, εθνικής και ταξικής. Όταν ξεκινά η εξιστόρηση του πρώτου έρωτα, αυτού ανάμεσα σε μια φοιτήτρια πολιτικών επιστημών και έναν Σύριο πρόσφυγα, ο Χριστόφορος θυμάται τον γνώριμο κακό του εαυτό, σκηνοθετώντας βιντεοκλιπίστικα, χωρίς ρυθμό και έμπνευση, δίνοντας μια εναρκτήρια εικόνα στο φιλμ που μοιάζει να το περιορίζει, ενώ ο Μηνάς Χατζησάββας αφήνεται ολομόναχος να κρατήσει το ενδιαφέρον ζωντανό. Ο δεύτερος έρως, μεταξύ του Χριστόφορου και μιας Σουηδής που κάνει τη Σαρλίζ Θερόν να μοιάζει με κορίτσι της διπλανής πόρτας, παρουσιάζεται κάπως καλύτερα, καθώς η συγκρουσιακή συνθήκη λειτουργεί ορθότερα και υπάρχουν και νότες χιούμορ. Η τρίτη όμως ιστορία είναι αυτή που απογειώνει την ταινία, με τον Τζ.Κ. Σίμμονς στο ρολό του Γερμανού καθηγητή και τη Μαρία Καβογιάννη ως ελληνίδα νοικοκυρά να αναβλύζουν τρυφερότητα και φυσικότητα, προσπαθώντας να αποδείξουν στους εαυτούς τους ότι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, που μόνο ο έρωτας μπορεί να τους δώσει. Και ενώ η σύνδεση όλων είναι μεν προφανής αλλά και απόλυτα επαρκής, το τελευταίο μέρος του έργου δίνει το τελικό στίγμα του Παπακαλιάτη, σκηνοθετημένο στιβαρά, με οργή και οδύνη ταυτόχρονα, αποκαλύπτοντας όλες τις δυναμικές που έκαναν τη δειλή τους εμφάνιση από τα μέσα τις δεύτερης ιστορίας.

Το κλειδί για τη συγκεκριμένη ταινία κατέχει ο θεατής και όχι ο δημιουργός. Αν ο πρώτος αντιληφθεί ότι πρόκειται για ένα ερωτικό παραμύθι και δεν αναζητά μανιωδώς τις τρύπες των ιστοριών, όχι απλώς θα ικανοποιηθεί, αλλά σε στιγμές ίσως και να σαστίσει, με τη βασική βέβαια παραδοχή ότι πρέπει να υποστεί την αδικαιολόγητα εκτός κλίματος πρώτη ιστορία και να μην βιαστεί να καταλήξει σε συμπεράσματα, όσο θελκτικό και αν είναι αυτό. Τα κλισέ, σκηνοθετικά και σεναριακά, είναι παρόντα και μάλιστα δυναμικά, χωρίς όμως να αλλοιώνουν ανίατα τον χαρακτήρα αυτού του παραμυθιού, δίδοντας του μια αίσθηση γλυκιάς γραφικότητας. Ενδιαφέροντα είναι και τα πρώτα νηπιακά σκιρτήματα του Παπακαλιάτη σε πολιτικές θεματικές, τα οποία σαφώς και δεν αποτελούν κάποια ενδελεχή ανάλυση συνθηκών, παρά μόνο μια προσπάθεια προσέγγισης του λεγόμενου «μέσου Έλληνα», αλλά δεν αποκτούν και την πρωτοκαθεδρία ώστε αυτό να κοστίζει στη συνολική εικόνα του φιλμ. Ερμηνευτικά, η ταινία είναι συνολικά επαρκέστατη με το δίδυμο Σίμμονς και Καβογιάννη να κεντάει με λεπτομέρεια το ετερόκλητο δίδυμο και να προκαλεί ένα αυθεντικά συγκινησιακό κλίμα που τόσο χρειαζόταν και δεν προέκυπτε με άλλο τρόπο.

Η ταινία μοιάζει στην αρχή να μην έχει θέμα, το οποίο όμως στη συνέχεια εντοπίζει και προχωρά απολύτως προσηλωμένη στην εξυπηρέτησή του. Ο έρωτας αποκτά μεταφυσική διάσταση και παλεύει να επιβιώσει σε μια χώρα που βλέπει όσα ήξερε να γκρεμίζονται γρηγορότερα από ο,τι μπορεί να αντέξει. Ο λαός, αποπροσανατολισμένος από τη βία την οποία αδίκως υφίσταται, στέκει εξοργισμένος και διοχετεύει την οργή του σε κάθε ακατάλληλο αλλά πρόσφορο θύμα. Η δεύτερη ευκαιρία, δεύτερος θεματικός άξονας του έργου, συμπληρωματικός με τον έρωτα στα χρόνια της εξαθλίωσης, μοιάζει να είναι χαμένη υπό τη θλιβερή κυριαρχία του μίσους. Ο Παπακαλιάτης επισημαίνει εύστοχα τον εφήμερο χαρακτήρα του μίσους αυτού και, νοθεύοντας το μύθο του με τη δυστυχία της σημερινής πραγματικότητας, επιχειρεί να υπενθυμίσει το καθήκον του καθημερινού ανθρώπου να μην ενδώσει σε εύκολες λύσεις που μπολιάζουν την ψυχή με μισανθρωπία. Στα μάτια του, ο έρωτας είναι το τελευταίο μέσο του ανθρώπου στον αγώνα για τη διατήρηση της ανθρωπιάς.

Το πραγματικό επίτευγμά του στο συγκεκριμένο έργο είναι ότι, χωρίς να απεκδύεται τα γνωστά στοιχεία του ύφους του, ο Παπακαλιάτης αφήνει παράμερα τον αυτάρεσκο χαρακτήρα. Δίπλα στο μελό, την κλασική πια σεξουαλική σκηνή στα όρθια, τον απαγορευμένο έρωτα και μερικούς εξωπραγματικούς χαρακτήρες, υπάρχουν αιχμηρές αναφορές στην κατάντια του σημερινού νεοέλληνα και παράλληλα μια τρυφερή πρόσκληση προς το δρόμο της ερωτικής κάθαρσης, που γεννούν ελπίδες για μετεξέλιξη του σ’ έναν γλυκό κινηματογραφικό παραμυθά. Είναι αμφίβολο το κατά πόσο όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά ο Χριστόφορος μόλις κέρδισε τη δική του, με μια ταινία που δεν είναι από καμιά οπτική άψογη, μοιάζει όμως με ντεμπούτο στο χώρο του πραγματικού σινεμά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *