Σε μια απομονωμένη έκταση 50 μίλια έξω από το Σαν Φρανσίσκο, βρίσκεται το πλέον στοιχειωμένο σπίτι του κόσμου. Χτισμένο από τη Σάρα Γουίντσεστερ, κληρονόμο της περιουσίας της φαμίλιας, είναι ένα σπίτι δίχως αρχή και τέλος. Κατασκευασμένο υπό μια αδιάκοπη 24ωρη εργασία, επτά ημερών τη βδομάδα και επί δεκαετίες, περιέχει επτά ορόφους και εκατοντάδες δωματίων. Για τους έξω, μοιάζει με ένα τερατώδες μνημείο της τρέλας μιας γυναίκας. Αλλά η Σάρα δεν το χτίζει για τον εαυτό της, ή την ανιψιά της ή τον ευφυή γιατρό Έρικ Πράις, τον οποίο έχει καλέσει μόνιμα στο σπίτι. Χτίζει μια φυλακή, ένα άσυλο για εκατοντάδες οργισμένες ψυχές, και η πιο τρομακτική από αυτές έχει ανοιχτές υποθέσεις με τους Γουίντσεστερ.

Σκηνοθεσία:

Michael Spierig

Peter Spierig

Κύριοι Ρόλοι:

Helen Mirren … Sarah Winchester

Jason Clarke … Δρ Eric Price

Sarah Snook … Marion Marriott

Finn Scicluna-O’Prey … Henry Marriott

Angus Sampson … John Hansen

Laura Brent … Ruby Price

Bruce Spence … Augustine

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Tom Vaughan, Michael Spierig, Peter Spierig

Παραγωγή: Tim McGahan, Brett Tomberlin

Μουσική: Peter Spierig

Φωτογραφία: Ben Nott

Μοντάζ: Matt Villa

Σκηνικά: Matthew Putland

Κοστούμια: Wendy Cork

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Winchester
  • Ελληνικός Τίτλος: Winchester: Το Σπίτι των Φαντασμάτων
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Winchester: The House That Ghosts Built

Παραλειπόμενα

  • Η έπαυλη Γουίντσεστερ υπάρχει αληθινά και θεωρείται πράγματι στοιχειωμένη. Λειτουργεί ως τουριστική ατραξιόν για όσους έλκονται από το μεταφυσικό. Η ιστορία της ταινίας είναι σε πολλά σημεία αληθινή, όπως το πρόσωπο της Σάρα Γουίντσεστερ που έχτιζε το σπίτι επί 38 έτη. Οι παραγωγοί προσπάθησαν να γυρίσουν την ταινία εντός του οικήματος, αλλά λίγα από τα πλάνα είναι στην πραγματικότητα εντός του. Κι αυτό λόγω της κακής κατάστασης που βρίσκεται σήμερα η κατασκευή.
  • Με την εδώ της εμφάνιση, η οσκαρική Helen Mirren μπήκε για πρώτη φορά σε λίστα υποψηφίων για Χρυσό Βατόμουρο.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 13/2/2018

Οι αφοί Spierig ομολογουμένως είναι ολίγον τι άνισοι: τη μια στιγμή θα υπογράφουν ένα απολαυστικό παιχνίδισμα του μυαλού με το μανδύα της επιστημονικής φαντασίας, έστω και με κάποια ελαττώματα (“Predestination”), την άλλη για το μεροκάματο θα αναλάβουν τη σκηνοθεσία της αναβίωσης μιας αλυσίδας ταινιών πιο νεκρής κι από την Αθήνα τα καλοκαίρια στις εποχές της ευημερίας με κακά αποτελέσματα (“Jigsaw”). Με διαφορά μηνών επισκέπτονται ξανά το είδος του τρόμου, του μεταφυσικού αυτήν τη φορά, και όσον αφορά το αποτέλεσμα δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι κάτι παραπάνω από ξαναζεσταμένο φαγητό.

Η κεντρική σεναριακή ιδέα που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και που έχει εμπνεύσει στο παρελθόν κι άλλα φιλμ του είδους (“Abattoir”) έχει ομολογουμένως ένα ενδιαφέρον κι ένα ειδικό βάρος, και είναι φιλότιμη η προσπάθεια αν ληφθεί υπόψιν και η τρέχουσα συγκυρία στην Αμερική για ένα μήνυμα κατά της οπλοκατοχής. Δυστυχώς όμως αυτό που παράγεται είναι εντελώς αδιάφορο, με ελάχιστες ιδέες που δεν αξιοποιούνται δημιουργικά, παρά για να συμπληρώσουν τα κουτάκια μιας ταινίας με έτοιμη συνταγή, ενώ το σενάριο αποτυγχάνει να δημιουργήσει δέσιμο με τους ήρωες λόγω του ότι είναι ελλειπέστατα αναπτυγμένοι, καταλήγοντας στην κλιμάκωση του φινάλε να αποσπά περισσότερο ένα αίσθημα ανακουφισμού για το γεγονός ότι μπαίνει επιτέλους μια τελεία στην ιστορία παρά αγωνία κι ένταση για τα μελλούμενα. Ακόμη και η άρτια παραγωγή σε επίπεδο καλλιτεχνικής διεύθυνσης και κοστουμιών σε συνδυασμό με την κομψή φωτογραφία του Ben Nott, αν και είναι παράγοντες που γλυκαίνουν το μάτι, δε διασώζουν το επιχείρημα: πρόκειται για ένα καλόγουστο περιτύλιγμα χωρίς περιεχόμενο (όμορφες εικόνες όμορφα καίγονται). Κι ενώ κάποιος μπορεί να αναμένει την παρουσία της Helen Mirren για να ανυψώσει το επίπεδο με την παρουσία της, το σενάριο φροντίζει να «κάψει» και αυτό το εν δυνάμει ατού πασάροντας στομφώδεις στα όρια του γελοίου ατάκες που αποπειράται να περισωθούν μεν από την ίδια για να προσκρούσουν αυτές οι προσπάθειες στον τοίχο ενός κειμένου του οποίου η χαμηλή ποιότητα είναι αδύνατο να καμουφλαριστεί ακόμη και από μια βετεράνο σαν τη συγκεκριμένη, βραβευμένη με Όσκαρ, ηθοποιό.

Στο πεδίο του τρόμου τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα, κι εκεί είναι που φαίνεται ακόμη περισσότερο το έλλειμμα έμπνευσης. Υπάρχουν στιγμιότυπα στα οποία χτίζεται μια ατμόσφαιρα, κατά τη μεγαλύτερη διάρκειά του όμως το “Winchester” ποντάρει στη φτηνιάρικη αναμπουμπούλα της στιγμής με φαντάσματα να ξεπετάγονται ξαφνικά από γωνίες με τη συνοδεία ενός απαραίτητου γρατζουνίσματος από βιολί στη διαπασών. Εκεί που θα έπρεπε να ακολουθεί και λόγω του υποείδους της ταινίας εποχής στο οποίο ανήκει περισσότερο το δρόμο του “The Others” φαίνεται σαν να θέλει να μοιάσει περισσότερο σε κάτι της εμβέλειας ενός “Ouija”. Δίχως ανατριχίλες, δίχως συναίσθημα, δίχως βάθος, το σύνολο καταλήγει να βαλτώνει και να καταντάει μια άγευστη «σούπα» που καταναλώνεται στον αυτόματο πιλότο, δίχως ευχαρίστηση. Παρότι η Mirren είναι το πολυδιαφημιζόμενο όνομα του καστ, στην ουσία ο «τιμονιέρης» του φιλμ είναι ο Jason Clarke, ο οποίος έχει δείξει στο παρελθόν ότι δε στερείται δυνατοτήτων (τρανταχτό παράδειγμα η επιβλητική ερμηνεία του στο “HHhH”). Εδώ δυστυχώς στέκεται αμήχανα στο ρόλο που υποδύεται, ο οποίος έχει ένα ιντριγκαδόρικο υπόβαθρο παρακμής και τραγικότητας που αν αξιοποιούταν καταλλήλως από τον ηθοποιό που θα σήκωνε το βάρος ενδεχομένως θα βελτίωνε και το τελικό προϊόν. Αυτή που δεν απογοητεύει κατορθώνοντας να πλάσει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα εκεί που το σενάριο έχει τρύπες, ακόμη κι αν δεν εμφανίζεται για πολύ χρόνο στην οθόνη, είναι η Sarah Snook, η οποία είχε ήδη δείξει τρομερές ικανότητες στο “Predestination” και αν της δοθεί ένας πραγματικά μεγάλος ρόλος, μπορεί να βάλει στόχο και για αναγνώριση μέσω σημαντικών βραβεύσεων.

Σίγουρα υπάρχουν και χειρότερα στο συγκεκριμένο είδος, όμως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για συμβιβασμό με κάτι τόσο ανώδυνο, συνηθισμένο κι εντέλει εύκολο να ξεχαστεί.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 5/8/2018

Οι αδελφοί Spierig είχαν στα χέρια τους κάτι που αν το εκμεταλλεύονταν, θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν από το σωρό. Αυτό το κάτι δεν είναι άλλο από τη μυθολογία του περίφημου οίκου των πνευμάτων, μια μυθολογία που αναγάγει το αόρατο σε ανατριχιαστικό, και περιβάλλεται από την ατμόσφαιρα μιας διαφορετικής εποχής. Δεν είναι λίγοι που επιλέγουν να επισκεφτούν το μέρος, αποζητώντας μια ιδέα μεταφυσικού, κάτι που ρεαλιστικά θα τους ενέπνεε μέσω του φόβου περί αγνώστου.

Κι ερχόμαστε στην ταινία. Καταρχάς, αποζητάμε μάταια μια καλή ατμόσφαιρα, κάτι που θα ήταν το α και το ω στην όλη υπόθεση. Η έλλειψη περίτεχνης φωτογραφίας, η μη εκμετάλλευση ενός σπιτιού που υποτίθεται είναι αρχιτεκτονικά μοναδικό και η μη προέκταση του σεναρίου σε περιβάλλον χώρους ώστε να αναδειχτεί η διαφορετικότητα εκείνης της εποχής καθιστούν αδύνατη τη δημιουργία ενός ξεχωριστού κλίματος. Έπειτα, τα δύο αδέλφια επιλέγουν σχεδόν με το καλημέρα να φανερώσουν τις προθέσεις τους. Έχουμε καταλάβει από πολύ νωρίς ότι θα πρέπει να ζήσουμε ακόμα μια ιστορία γεμάτη από jump-scares, αντί μίας που να υπονοεί περισσότερα από ό,τι δείχνει. Τα πνεύματα, μάνι-μάνι, είναι ξεκάθαρο πως υπάρχουν και απλά κόβουν βόλτες στους διαδρόμους! Επικρατεί και μια απουσία λεπτότητας, η οποία θα έδινε ζωή σε μικρούς ήχους, σε φυσήματα αέρα, θα αναζωογονούσε την ιστορική απορία περί του αν το σπίτι αυτό είναι όντως στοιχειωμένο, ή απλά όλα ήταν στο μυαλό της οικοδέσποινας. Μακάρι, δε, να το καταλήγαν και σε κάποιο τέτοιο συμπέρασμα, μήπως και είχαμε την παραμικρή έκπληξη (πιστέψτε με, δεν σας έδωσα κανένα spoiler, όλα είναι ξεκάθαρα από την αρχή…). Και πάμε από τη μία τετριμμένη σκηνή στην επόμενη, που ούτε τρόμο προκαλεί (όλα φωνάζουν πριν «βγει ο μπαμπούλας»), ούτε ίντριγκα γεννάνε, ούτε κανείς θα ενδιαφερθεί για τους ήρωες του έργου, μια και η όλη ανάλυση τους αρχίζει και τελειώνει με το καλημέρα.

Τι εντέλει καταφέρνουν οι Spierig; Το μόνο που απομένει, είναι ότι έχουμε ένα θρίλερ κατάλληλο και για ανθρώπους που δεν αντέχουν τις πολλές τρομάρες, και, πάντα για το συγκεκριμένο κοινό, έχουμε έναν καθολικά σοβαρό χαρακτήρα στις ερμηνείες και το όλο κλίμα. Πάντως, είναι κρίμα που γενικά τα τελευταία χρόνια ο αμερικανικός τρόμος πασχίζει να βρει διεξόδους προς την ποιότητα, και κάποιες ταινίες του είδους επιμένουν να μας επιστρέφουν σε εποχές που αντί για διεξόδους, μιλούσαμε για εντοιχισμένο αδιέξοδο…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *