Ο Κούπερ συνοδεύει τη νεαρή του κόρη σε μια μεγάλη συναυλία ποπ μουσικής. Χωρίς όμως αυτό να το γνωρίζει η κόρη του, ο Κούπερ είναι στην πραγματικότητα ο “Χασάπης”, ένας διαβόητος σίριαλ-κίλερ. Κι ενώ πατέρας και κόρη διασκεδάζουν ανάμεσα στο πλήθος, ο Κούπερ δεν αργεί να ανακαλύψει ότι η αστυνομία γνωρίζει ότι ο Χασάπης θα βρίσκονταν εκεί, και έχει οργανώσει έναν καλοστημένο κλοιό για να τον συλλάβει.
Σκηνοθεσία:
M. Night Shyamalan
Κύριοι Ρόλοι:
Josh Hartnett … Cooper Adams
Ariel Donoghue … Riley Adams
Saleka Shyamalan … Lady Raven
Hayley Mills … Δρ Josephine Grant
Alison Pill … Rachel Adams
Lochlan Miller … Logan Adams
Jonathan Langdon … Jamie
Marnie McPhail … η μητέρα της Jody
Kid Cudi … The Thinker
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: M. Night Shyamalan
Παραγωγή: Marc Bienstock, Ashwin Rajan, M. Night Shyamalan
Μουσική: Herdis Stefansdottir
Φωτογραφία: Sayombhu Mukdeeprom
Μοντάζ: Noemi Katharina Preiswerk
Σκηνικά: Debbie DeVilla
Κοστούμια: Caroline Duncan
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Trap
- Ελληνικός Τίτλος: Παγίδα
Παραλειπόμενα
- Ο M. Night Shyamalan εμπνεύστηκε εν μέρει το στόρι του από την επιχείρηση Flagship. Αυτή έλαβε χώρα το 1987, όταν με την προσποίηση ότι θα μοιράζονταν σε συνεδριακό χώρο δωρεάν εισιτήρια για αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου, μεταμφιεσμένοι άνθρωποι του νόμου συνέλαβαν 101 φυγάδες.
- Πρώτη ταινία του Shyamalan μετά τον χωρισμό των δρόμων του από αυτού της Universal Pictures, κάτι που κρατούσε επί 5 ταινίες από το 2015. Ήταν όμως η Universal που ανακοίνωσε το φιλμ το 2022, με τον ινδο-αμερικανό σκηνοθέτη να κλείνει συμφωνία αρχές του 2023 με τη Warner Bros. Pictures (δεύτερη μαζί τους συνεργασία του δημιουργού μετά το Lady in the Water).
- Ο σκηνοθέτης περιέγραψε την ταινία του ως μια συνάντηση της Σιωπής των Αμνών με την Eras Tour της Taylor Swift.
- Παρότι ήταν να γυριστεί στο Σινσινάτι του Οχάιο, η παραγωγή μεταφέρθηκε στο καναδικό Τορόντο. Δεν διακόπηκε ούτε κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας ηθοποιών και σεναριογράφων, μια και ο Shyamalan θεωρείται ανεξάρτητος αφού η δική του εταιρία είναι πίσω από την παραγωγή.
- Ο συναυλιακός χώρος που βλέπουμε είναι η 20 χιλιάδων θέσεων Tanaka Arena στο Οντάριο, με την παραγωγή να εξασφαλίζει αποκλειστική χρήση του επί δύο μήνες.
- Ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη για τη Saleka Shyamalan -η μεγάλη κόρη του σκηνοθέτη-, γνωστότερη με το καλλιτεχνικό της όνομα Saleka, αφού πρόκειται για αστέρι της R&B. Μέσα στην ίδια χρονιά, έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο και η μικρότερη κόρη του Shyamalan, η Ishana Night Shyamalan, με τους Παρατηρητές. Διόλου τυχαία μια αφίσα της εν λόγω ταινίας φαίνεται σε σκηνή της Παγίδας.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Saleka έγραψε 14 νέα κομμάτια ειδικά για την ταινία, προσέχοντας αυτά να αλληλεπιδρούν σωστά με τη δράση. Από αυτά ξεχώρισε το Release. Χορογράφος της εδώ είναι η Cora Kozaris.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 1/9/2024
Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν διανύει μια σκηνοθετική περίοδο μακριά από τα μεγάλα χολιγουντιανά πρότζεκτ, με προσωπικές ταινίες δικής του παραγωγής και ως επί το πλείστον αυτοχρηματοδοτούμενες. Η “Παγίδα” είναι και πάλι μια τέτοια ταινία, άσχετα που τη διανομή κάνει η Warner, και απουσιάζει πλήρως το φανταστικό στοιχείο. Ανήκει στο είδος του θρίλερ, είναι μια πολύ γειωμένη ιστορία, γεμάτη με τα χαρακτηριστικά του Σιάμαλαν, που το κύριο ζητούμενο είναι η δημιουργία σασπένς και αγωνιώδους έντασης, αλλά είναι κάτι που μόνο σε έναν βαθμό το καταφέρνει.
Πρωταγωνιστής είναι ένας 40χρονος πατέρας, ο Κούπερ, τον υποδύεται ο Τζος Χάρτνετ, που συνοδεύει τη δωδεκάχρονη κόρη του σε μια sold-out συναυλία της Lady Raven, μιας βασίλισσας της R&B, που πραγματοποιείται σε ένα τεράστιο στάδιο. Εκεί ο Κούπερ παρατηρεί μια υπερβολικά αυξημένη αστυνομική φύλαξη και μαθαίνει πως η συναυλία είναι στην πραγματικότητα κομμάτι μιας αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη του Χασάπη, ενός serial-killer που αναζητά η αστυνομία εδώ και δέκα χρόνια. Το clue της υπόθεσης που δημιουργεί και την πλοκή είναι πως ο Κούπερ είναι ο Χασάπης, και εγκλωβισμένος μέσα στο στάδιο καθώς εκτυλίσσεται η συναυλία, αναζητά διεξόδους για να ξεφύγει.
Αυτά τα δεδομένα είναι γνώσεις που το κοινό αποκτά καθώς η πλοκή προχωράει. Το όποιο character-development πραγματοποιείται οργανικά μέσα από τις δράσεις της στιγμής. Επειδή είναι μια ταινία που στηρίζεται πάρα πολύ στο one-man-show του πρωταγωνιστή της, θέλω να αναφερθώ σε μια αίσθηση που δεν ξέρω αν συμβαίνει μόνο σε εμένα: τι τρέχει με τις ερμηνείες στις ταινίες του Σιάμαλαν; Γιατί τόσο συχνά ικανότατοι ηθοποιοί εξωτερικεύουν την ερμηνεία τους με τόσο άχαρο τρόπο; Τα πιο τρανταχτά παραδείγματα είναι ο Χοακίν Φίνιξ στον Οιωνό και ο Μαρκ Γουόλμπεργκ στο Συμβάν, και τώρα έρχεται να προστεθεί και ο Τζος Χάρτνετ στη λίστα.
Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, και στην προσπάθειά του να αποκτήσει γνώσεις γύρω από την αστυνομική επιχείρηση, ο Χάρτνετ παίρνει μια σειρά από προσωπεία, παριστάνοντας άλλοτε έναν υπάλληλο κουζίνας σε φαστφουντάδικο, έναν υπεύθυνο για τους καφέδες των αστυνομικών, και τον ανέμελο πατέρα φυσικά μπροστά στην κόρη του, αλλά ο τρόπος που ψαρεύει τον εκάστοτε άγνωστο για πληροφορίες είναι τόσο αλλοπρόσαλλος και ψεύτικος που απορώ πώς γίνεται πιστευτός. Εμείς σαν θεατές ξέρουμε ότι πρόκειται για έναν ικανότατο κοινωνιοπαθή, αλλά είναι ανεξήγητο πώς δεν το βλέπουν αυτό και όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες.
Υπεύθυνη της αστυνομικής επιχείρησης είναι μια ηλικιωμένη αναλύτρια συμπεριφοράς, που την υποδύεται η Χάλεϊ Μιλς, μια παλιά disney-star σε ταινίες όπως η Πολυάννα και το Η Αδελφή μου και Εγώ (The Parent Trap), και υποθέτω πως ο Σιάμαλαν την προσέλαβε επειδή μάλλον του φάνηκε αστείο πως και οι δύο ταινίες έχουν την λέξη “trap” στον τίτλο, δεν μπορώ να φανταστώ άλλο λόγο, και βρίσκεται εκεί μόνο για να δίνει μια επαγγελματική ψυχογραφική οπτική γύρω από τον χαρακτήρα του Κούπερ. Όλα παρουσιάζονται πολύ τυπικά μέσα στην ταινία, ο Σιάμαλαν βάζει και μια διακριτική δόση μαύρου χιούμορ που υποτίθεται πηγάζει από πιθανά γεγονότα που μπορούν να συμβούν, αλλά απομακρύνονται από τον ρεαλισμό έτσι όπως τα παρουσιάζει.
Ο Κούπερ συναντά τυχαία δυο-τρεις φορές τη μητέρα μιας συμμαθήτριας της κόρης του -τα δύο κορίτσια έχουν εμπλακεί σε έναν πολύ δυσάρεστο τσακωμό, και η μητέρα-, που υποδύεται η Μάρνι ΜακΦέιλ και δίνει μια σχεδόν γκροτέσκα απεικόνιση μιας σόκερ-μαμ -σου προκαλεί ένα ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις την ταινία επειδή τη βρίσκεις αρκετά περίεργη.
Η ταινία πηγαίνει καλά στα ταμεία, θεωρώ επειδή είναι μια ταινία του Σιάμαλαν και αυτό το όνομα ακόμα κάτι σημαίνει στους θεατές, αυτό όμως που σε εμένα φαντάζει αλλοπρόσαλλο είναι το χαρακτηριστικό άγγιγμα του Σιάμαλαν, που ο καθένας μπορεί να το εκλάβει διαφορετικά, αλλά είναι τόσο ξεκάθαρα μια ταινία του Σιάμαλαν που ως προς αυτό δεν απογοητεύει. Plot-twist πρακτικά δεν υπάρχει εδώ, η ταινία από τη μέση και μετά αλλάζει σκηνικό, μεταφερόμαστε στο σπίτι του Κούπερ όπου μπαίνει στην ιστορία και η σύζυγός του -την υποδύεται η πολύ αγαπητή Alison Pill- και η ταινία παίρνει τη μορφή ενός οικογενειακού δράματος.
Το ουσιαστικότερο που μπορώ να πω είναι πως είναι μια αρκετά απρόβλεπτη ταινία γιατί φαίνεται πως από πίσω υπάρχει ένα σενάριο δημιουργού που θα πάει την πλοκή εκεί που θέλει ακόμα κι αν απομακρυνθεί πολύ από την αρχική εικόνα. Το κομμάτι της μουσικής, που είναι πάρα πολύ σημαντικό στην ταινία αυτή, το έχει αναλάβει η Saleka -κόρη του Σιάμαλαν και πετυχημένη R&B τραγουδίστρια στην πραγματικότητα-, που υποδύεται η ίδια τη Lady Raven και ο ρόλος της δεν είναι μόνο στη σκηνή, έχει και δραματουργικές απαιτήσεις. Τα τραγούδια που έγραψε για την ταινία είναι αρκετά ωραία, η πραγματοποίηση της συναυλίας είναι το πιο όμορφο και πειστικό κομμάτι της ταινίας, καταλαβαίνεις την κλίμακα διασημότητας της Lady Raven, υποτίθεται πως είναι κάτι ανάλογο της Taylor Swift, και αν αυτό το στοιχείο δεν ήταν πετυχημένο όλη η ταινία θα κατέρρεε.
Αλλά στην προσπάθειά του να διατηρήσει την εξέλιξη της πλοκής με τον τρόπο που θέλει, ο Σιάμαλαν μοιάζει να αγνοεί, πιθανότατα ηθελημένα, μια σειρά από δυνατότητες που του παρέχει ο συναυλιακός χώρος του σταδίου, και προς το τέλος που ο Κούπερ αντιμετωπίζει στα ίσα τη σύζυγό του, μπαίνουν κάτι μεγάλες σκηνές διαλόγου προσπαθώντας να δώσει ένα ψυχολογικό μπαγκράουντ στους χαρακτήρες. Δεν το είχαμε χρειαστεί σε όλη την ταινία, απορώ γιατί το βάζει στο φινάλε, είναι κάτι που ο Σιάμαλαν κάνει συχνά στο τέλος των ταινιών του, να προσπαθεί ξαφνικά να εξηγήσει πράγματα, το έκανε και στο Old και χαλάει όλη τη λογική που είχαμε αποδεχτεί μέχρι τώρα.
Το βασικότερο κριτήριο για το αν κάποιος θα περάσει καλά βλέποντας την ταινία, είναι αν γνωρίζει τις τακτικές του Σιάμαλαν και του αρέσουν. Αν δεν του αρέσουν, καλύτερα ας προσπεράσει.
Βαθμολογία: