Απολαμβάνοντας ένα ολοήμερο μπάνιο στα Λιμανάκια της Βάρκιζας, ο Δημοσθένης βοηθά τον κολλητό του τον Νικήτα στη συγγραφή ενός σεναρίου. Θέμα του το καλοκαίρι που ο Δημοσθένης χώρισε. Η μετατροπή της ζωής σε μυθοπλασία θα οδηγήσει την πολύχρωμη φιλία τους να αλλάξει κεφάλαιο.

Σκηνοθεσία:

Ζαχαρίας Μαυροειδής

Κύριοι Ρόλοι:

Γιώργος Τσιαντούλας … Δημοσθένης

Ανδρέας Λαμπρόπουλος … Νικήτας

Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου … Καίτη

Νικόλας Μίχας … Πάνος

Βασίλης Τσιγκριστάρης … Θύμιος

Jacques Simha … Κωστάκης

Λένα Γιάκα … προϊσταμένη υπουργείου

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ζαχαρίας Μαυροειδής, Ξενοφώντας Χαλάτσης

Παραγωγή: Ιωάννα Μπολομύτη

Μουσική: Θοδωρής Ρέγκλης

Φωτογραφία: Θοδωρής Μιχόπουλος

Μοντάζ: Λίβια Νερουτσοπούλου

Σκηνικά: Αλίκη Κούβακα

Κοστούμια: Κατερίνα Ζούρα

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Το Καλοκαίρι της Κάρμεν
  • Διεθνής Τίτλος: The Summer with Carmen

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο νεανικής επιτροπής, Mermaid/ΛΟΑΤΚΙ+ και κοινού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
  • Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, δεύτερο αντρικό ρόλο (Ανδρέας Λαμπρόπουλος), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου), φωτογραφία, μοντάζ, μουσικής, σκηνικά, κοστούμια, ήχο και μακιγιάζ/κομμώσεις στα βραβεία Ίρις.

Παραλειπόμενα

  • Μετά από πορεία στη μικρή οθόνη (όπως στο Η Τούρτα της Μαμάς), ο Γιώργος Τσιαντούλας κάνει εδώ το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, όπως και ο Ανδρέας Λαμπρόπουλος.
  • Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε σε παράλληλο τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
  • Το πραγματικό όνομα της Κάρμεν είναι Νόλα.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 13/6/2024

Υπάρχουν πολλά που μπορεί να θαυμάσει κανείς στη νέα ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή και που μπορούν να τον κάνουν να περάσει δύο πολύ διασκεδαστικές ώρες παρακολουθώντας την -μια εμπειρία αρκετά σπάνια για τον ελληνικό κινηματογράφο στο είδος της κωμωδίας. Η ανορθόδοξη γραφή των Μαυροειδή-Χαλάτση μπορεί να αξιοποιεί το κοινότυπο πλέον στοιχείο της ταινίας-εντός-της-ταινίας, έστω και με μια ανατρεπτική meta διάθεση, αλλά είναι η ανόθευτα ανεβαστική πλευρά της κουήρ ελληνικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζει την αυθεντικότητα και την ψυχαγωγική της δύναμη.

Δεδομένης της ραγδαίας εξέλιξης των κουήρ θεματικών στον διεθνή κινηματογραφικό χώρο, το προαναφερθέν meta στοιχείο από τη μία βοηθάει στο να προσδώσει ένα καλλιτεχνικό πλαίσιο σε μια ιστορία που υπό άλλες συνθήκες θα έμοιαζε απλοϊκή, και από την άλλη λειτουργεί συχνά ως τροχοπέδη στην ουσιαστική παρουσίαση των χαρακτήρων. Αρχικά, βοηθάει στο να προσγειώσει την ιστορία μέσα σε ένα ρεαλιστικό και αναγνωρίσιμο πλαίσιο, αντανακλώντας ταυτόχρονα τη φιλόδοξη συγγραφική δημιουργικότητα των δύο ηρώων -σε πρώτο επίπεδο άμεσα- και τα βαθύτερα αίτια που τους οδηγούν σε αυτή τη σύμπραξη -σε δεύτερο επίπεδο, στην πορεία. Από εκεί πηγάζει και ολόκληρο το χιουμοριστικό στοιχείο του σεναρίου καταφέρνοντας να δημιουργηθεί μια ενδοσκοπική μελέτη χαρακτήρων μακριά από σοβαροφάνειες και μελοδραματισμούς.

Το ίδιο στοιχείο όμως οδηγεί τους χαρακτήρες σε έναν παράδοξο κύκλο: εμείς οι θεατές παρακολουθούμε από τη δική μας πραγματική ζωή τον Δημοσθένη και τον Νικήτα, οι οποίοι “παρακολουθούν” τους χαρακτήρες-εαυτούς τους καθώς ανακατασκευάζουν το παρελθόν τους για το σενάριο που γράφουν, από τη δική τους πραγματική ζωή. Από σεναριακής άποψης, ο συγγραφικός τρόπος του Μαυροειδή λειτουργεί χάρη στην εμφανή αυτοαναφορικότητα που προσφέρει μια διάχυτη κωμική διάθεση (ένα ξύσιμο οπισθίων συνοδεύει την παράθεση των κανόνων σεναριακής γραφής επί της οθόνης, καθώς και μια ανάλογη ούρηση στο φινάλε), πετυχαίνει όμως επειδή ο Μαυροειδής είναι ένας αδιαμφισβήτητος γνώστης σε αυτό τον τομέα.

Αν μιλούσαμε για μια πρωτόλεια δουλειά, μπορεί να μη φτάναμε ποτέ στη σκηνοθετική παράμετρο, επειδή όμως ο Μαυροειδής έχει αποδείξει -και με τον “Ξεναγό” αλλά κυρίως στον “Απόστρατο”- πως μπορεί να δημιουργήσει μια στέρεα φιλμογραφία, είναι αξιοπερίεργο πώς το “Καλοκαίρι της Κάρμεν” είναι η πιο συμβατική και φειδωλή ταινία του. Αν αποδεχτούμε ότι οι χαρακτήρες θεωρούν τους εαυτούς τους πραγματικούς ανθρώπους (στο προαναφερθέν πλαίσιο της προηγούμενης παραγράφου), τότε δεν μπορούμε να περιμένουμε θαύματα από αυτούς και το σενάριο καταπιάνεται με αυτό μέσω της σκωπτικής υποκειμενικότητάς τους. Από την άλλη, ο θεατής βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από αυτούς αφού, όσο κι αν ο Μαυροειδής καταφέρνει να το αποκρύψει, οι “λύσεις” στα αδιέξοδα των χαρακτήρων είναι μπροστά στα μάτια ενός λίγο προσεκτικού θεατή. Αυτό ξεκάθαρα συμβαίνει επί τούτου αφού η ταινία διαθέτει μια ενδελεχή προσοχή στις λεπτομέρειες και δίνει και το έναυσμα για τις ερμηνείες των ικανότατων Γιώργου Τσιαντούλα και Ανδρέα Λαμπρόπουλου, που πολλές φορές συγκρατούν το ενδιαφέρον και αποδίδουν την ουσία των σκηνών εκεί  όπου υπολείπεται η σκηνοθετική οπτική.

Τι συμβαίνει όμως όταν στην “πραγματικότητα” των δύο ηρώων, οι λιγοστές σκηνές όπου αντιπαρατίθενται με άλλους χαρακτήρες (πιο χαρακτηριστικά οι διάλογοι στο Athens Pride) φαντάζουν σαν μίμηση ζωής και όχι πραγματικότητας; Τι συμβαίνει όταν αντιλαμβανόμαστε πως το περιεχόμενο της ακαταμάχητης κωμικότητας έχει εξαντληθεί στην πολύμηνη διαφημιστική καμπάνια της ταινίας; Και το κυριότερο, τι προσφέρει πραγματικά στην πλοκή η σκυλίτσα Κάρμεν πέρα από μια αφορμή για να διατηρείται η ροή της πλοκής; Μια ολιγόλεπτη φαντασιακή σκηνή μιούζικαλ έρχεται από το πουθενά για να δώσει μια πολυπόθητη αίσθηση πως ο Μαυροειδής διασκεδάζει κι αυτός λίγο από τον ρόλο του σκηνοθέτη, αλλά αυτή η αίσθηση εξαφανίζεται σαν μια παρεμβατική αλλόφρων σκέψη προτού αναφωνήσεις “ας σοβαρευτούμε πάλι”. Και έτσι, αυτό που απομένει είναι ένα ελαφρύ στοιχείο ταύτισης και μια σειρά από τεχνάσματα που επιχειρούν πέρα από την καθοδήγηση του “πραγματικού κόσμου” των ηρώων να προσδιορίσουν και τις εντυπώσεις του πραγματικού κόσμου των θεατών. Πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι πώς θα αντιλαμβανόμασταν την ταινία αν αφαιρούσαμε το αρχαιοελληνικό κάλλος του Τσιαντούλα και τη χαριτωμένη σκυλίτσα του τίτλου.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *