
Ο Δράκος
- Ο Δράκος
- The Ogre
- 1956
- Ελλάδα
- Ελληνικά, Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
- 05 Μαΐου 1956
Ο Θωμάς, ένας ασήμαντος τραπεζικός υπάλληλος, ετοιμάζεται να περάσει μόνος τις διακοπές της Πρωτοχρονιάς, όταν τρομοκρατημένος συνειδητοποιεί ότι μοιάζει με έναν κακοποιό που οι εφημερίδες αποκαλούν «Ο Δράκος». Λόγω της παρεξήγησης, η αστυνομία τον καταδιώκει και αυτός βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα καμπαρέ. Μέσα στη γοητεία της νύχτας, μια συμμορία του υποκόσμου τον αντιμετωπίζει ως τον γνήσιο Δράκο, και μια χορεύτρια του καμπαρέ τον συμπαθεί. Σταδιακά ταυτίζεται με τον καινούργιο του ρόλο, και η επιθυμία του να δραπετεύσει από την ανιαρή του ζωή και να γίνει «κάποιος» τον ωθεί στο να οργανώσει μια ληστεία αρχαιοτήτων.
Σκηνοθεσία:
Νίκος Κούνδουρος
Κύριοι Ρόλοι:
Ντίνος Ηλιόπουλος … Θωμάς
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου … Ρούλα ‘Μωρό’
Γιάννης Αργύρης … Χοντρός
Θανάσης Βέγγος … Σπαθής
Μαρίκα Λεκάκη … Κάρμεν
Θόδωρος Ανδριακόπουλος … ο κονφερασιέ
Φρίξος Νάσου … ο αρχαιολόγος
Κώστας Σταυρινουδάκης … κακοποιός
Μανώλης Βλαχάκης … Αρίστος
Νανά Βιοπούλου … σπιτονοικοκυρά
Στέφανος Στρατηγός … αστυνομικός
Νίκος Τσαχιρίδης … μάγκας
Αλέκος Τζανετάκος … αμερικανός ναύτης
Βασίλης Τσιτσάνης … μπουζουξής
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Φωτογραφία: Κώστας Θεοδωρίδης
Μοντάζ: Νίκος Κούνδουρος
Σκηνικά: Τάσος Ζωγράφος, Πάνος Παπαδόπουλος
Κοστούμια: Θεώνη Βαχλιώτη
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ο Δράκος
- Διεθνής Τίτλος: The Ogre
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Ogre of Athens
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Πρώτο κινηματογραφικό σενάριο για τον σπουδαίο λογοτέχνη Ιάκωβο Καμπανέλλη, σε θεατρικό του οποίου είχε ήδη βασιστεί η Στέλλα. Δέκα χρόνια πριν, είχε αποτύχει να ξεκινήσει καριέρα ως ηθοποιός, επειδή του έλειπε το απολυτήριο γυμνασίου.
- Σκηνικό του φιλμ είναι ο Πειραιάς, αλλά το μεγαλύτερο μέρος γυρίστηκε στα Studio Kosmos στο Ψυχικό.
- Την τεχνική επιμέλεια είχε αναλάβει η Φίνος Φιλμ, αλλά αυτό δεν ήταν εξαρχής στο πρόγραμμα. Απλά η αρχική επεξεργασία είχε γίνει πάνω στο “αρνητικό”, και ήταν άσχημη η εικόνα του. Έτσι, ο Κούνδουρος πήρε την ταινία και πήγε στον Φίνο, και ο Ντίνος Κατσουρίδης ανάλαβε να αντικαταστήσει τα χιλιάδες «γκουπ» με χιλιάδες κομματάκια μαγνητικού υλικού, με μοναδικό ήχο έναν όμοιο «χώρο». Αλλά η βαριά δουλειά δεν έγινε εντέλει από τον μοντέρ του Φίνου, μα τον Θανάση Βέγγο, που τότε ακόμα ήταν λίγο από δεύτερος ηθοποιός και περισσότερο από παιδί για όλες τις δουλειές. Μόνο που ενώ έκανε μόλις 20 ώρες να το ολοκληρώσει, όλη η αντικατάσταση είχε γίνει από λάθος πάνω σε ήχο από “σιωπή”. Και ο Βέγγος το έκανε από την αρχή, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τη φράση… “Τι μ’ έβαλαν να κάνω…”!
- Η παραγωγή υπογράφεται από την Αθηναϊκή Κινηματογραφική Εταιρεία, που δημιούργησε μόνο τρεις ταινίες ακόμα, μεταξύ των οποίων και την πρώτη ταινία του Κούνδουρου (Μαγική Πόλις). Δεν αναφέρεται πουθενά όμως κάποιο όνομα παραγωγού, με κάποιες ξένες πηγές να κατονομάζουν κάποιον Ρ. Ελευθεριάδη.
- Εξηγώντας τη νοηματική της ταινίας του, ο Νίκος Κούνδουρος είχε δηλώσει το 1956: «Είμαστε στο περιθώριο της ελληνικής παιδείας, κακομαθημένα παλιόπαιδα, φιλάρεσκα, ατάλαντα τις πιο πολλές φορές, θορυβώδη μικρά πιράνχας, που θέλουν να καταβροχθίσουν το βόδι που πήγε μέσα στο ποτάμι».
- Σε κάποια σημεία (με πρώτο τον σπιτονοικοκύρη), αναγνωρίζεται η φωνή του Διονύση Παπαγιαννόπουλου ως ντουμπλάζ.
- Μοναδική εμφάνιση για τη Μαρίκα Λεκάκη στη μεγάλη οθόνη.
- Ντεμπούτο σε ρόλο κομπάρσου για τον Αλέκο Τζανετάκο (χορεύει στο κλαμπ).
- Εκ του filmy: ονόματα όπως ο Ανδρέας Ντούζος, ο Ζαννίνο και ο Ανέστης Βλάχος αναφέρονται από διάφορα μέσα ως κομπάρσοι, αλλά δεν μπορέσαμε να τους εντοπίσουμε ώστε να μπουν στους συντελεστές. Εάν κάποιος έχει πληροφορία πάνω σε αυτό, σας παρακαλούμε να τη μοιραστείτε μαζί μας.
- Ο απόλυτος πάτος κατά την πρώτη προβολή του! Με 35.784 εισιτήρια, ήρθε στην 24η θέση ανάμεσα σε 24 ελληνικές ταινίες της σαιζόν.
- Ο ελληνικός τύπος της εποχής έφτασε να μιλάει με άκρως προσβλητικά λόγια (ακόμα και ο συντάκτης της αριστερής Αυγής), προτρέποντας ακόμα και σε απαγόρευση της προβολή της. Υπήρχαν όμως και οι αντίθετες γνώμες, αφού τόσο ο Μ. Καραγάτσης όσο και η Κατίνα Παξινού από το εσωτερικό συμφώνησαν με την πλειοψηφία των ξένων μέσων και αποθέωσαν την ταινία. Μόλις όμως το 1960, κατά τη διάρκεια του πρώτου φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το φιλμ αναγνωρίστηκε ως μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της περιόδου 1955-1959. Χρειάστηκαν κάποια χρόνια για να αναγνωριστεί απόλυτα το πάντρεμα ιταλικού νεορεαλισμού, γερμανικού εξπρεσιονισμού και κωδικών του νουάρ ώστε να θεωρείται πλέον ως μία από τις καλύτερες που έχουν γυριστεί ποτέ στη χώρα μας. Χαρακτηριστικά, ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε γράψει ότι “με αυτή την ταινία ο ελληνικός κινηματογράφος πέρασε από την προϊστορία στην ιστορία”. Ο δε Ντίνος Ηλιόπουλος είχε δηλώσει πως αυτή ήταν η καλύτερη ταινία που συμμετείχε ποτέ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Μάνος Χατζιδάκις έντυσε μουσικά και τα δύο τραγούδια: Ο Ιλισσός (Μαργαρίτα Παπαγεωργίου), και Ο Ήλιος Έσβησε. Οι στίχοι του πρώτου ανήκουν στον Γιώργο Εμιρζά. Παίζει η Ορχήστρα του Λέανδρου και η Λαϊκή Ορχήστρα Μάνος Χατζηδάκις (κιθάρα: Δημήτρης Φάμπας, μπουζούκι: Βασίλης Τσιτσάνης).
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 24/9/2010
Αν ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος σάς θυμίζει μονάχα «Φσσστ Μπόινγκ» και το «Χάλι Γκάλι» και στην πιο σημαντική του ταινία πρωταγωνιστούν οι άγριες κραυγές της Λάσκαρη και τα νιαουρίσματα της Αλίκης, ετοιμαστείτε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Ετοιμαστείτε να δείτε μια ταινία που άνοιξε τον δρόμο στον καλό ελληνικό κινηματογράφο, που χάραξε και χαράζει τα βήματα όσων διακρίνονται και διακρίθηκαν σε διεθνή φεστιβάλ.
Ο Νίκος Κούνδουρος, πριν καν συμπληρώσει τα 30 του χρόνια, επιστρατεύει τον Ιάκωβο Καμπανέλλη κι αυτός συνεπής στην πρόσκληση του σκηνοθέτη, αλλά και στο λογοτεχνικό του ταλέντο, γράφει ένα σενάριο με πολλές όψεις, που διαχειρίζεται πολλά θέματα με τρόπο σχεδόν αριστοτεχνικό. Με την πρώτη ματιά, είναι μια ιστορία για την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τη μοναξιά. Με τη δεύτερη και την τρίτη και την τέταρτη ματιά, είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι μια ταινία που δεν νοιάζεται μονάχα για τη ματαιοδοξία και τη μοναξιά, νοιάζεται και γι’ αυτό που την προκαλεί. Κι ως μια ταινία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου που ζει στην Ελλάδα μετά το Β’ Παγκόσμιο και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, αναζητά και βρίσκει τα αίτια αυτά στην κοινωνία. Το αστυνομικό κράτος, η απομόνωση και η αποξένωση είναι για τον Κούνδουρο τα θέματα της ταινίας. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος κι ο χαρακτήρας του δεν είναι παρά ένα πιόνι στα χέρια του σκηνοθέτη. Ένα πιόνι που οδηγείται στον θάνατο, όχι γιατί είναι αυτό που είναι, αλλά γιατί η κοινωνία τον έκανε να είναι έτσι.
Ο Κούνδουρος καινοτομεί και σκηνοθετικά. Ρεαλιστικές σκηνές, κοντινά πλάνα και σιωπηρές σκηνές διεκδικούν ρόλο πρωταγωνιστή. Η σκηνοθεσία χαρίζει στη ταινία γνήσια cult στιγμιότυπα και μια αίσθηση μελαγχολίας για μια κοινωνία δύσκολη και άγρια. Η μουσική, σε συνδυασμό με τον ρεαλισμό, χαρίζουν ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ κι ένα μοναδικό αίσθημα φόβου για μια αόρατη απειλή.
Ο Δράκος είναι τελικά ένα πολιτικό δράμα. Πολιτικό, όχι με την έννοια της πολιτικής, αλλά με αυτή του πολίτη, του ατόμου που ζει και βιώνει καθημερινά τα αποτελέσματα της πολιτικής και των πολιτικών. Μπορεί σε στιγμές να είναι αργό και να κουράζει το άμαθο μάτι, δείτε το όμως γιατί πρόκειται για την απαρχή του ποιοτικού ελληνικού κινηματογράφου και γιατί θα σας χαρίσει ένα φινάλε τραγικό με πολλή τροφή για σκέψη.
Βαθμολογία: