Ένα νεαρό ζευγάρι ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο νησί για να γευματίσει σε ένα πριβέ εστιατόριο όπου ο σεφ έχει ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο μενού, με μερικές εκπλήξεις… που σοκάρουν.
Σκηνοθεσία:
Mark Mylod
Κύριοι Ρόλοι:
Ralph Fiennes … σεφ Julian Slowik
Anya Taylor-Joy … Margot
Nicholas Hoult … Tyler
Hong Chau … Elsa
Janet McTeer … Lillian Bloom
Judith Light … Anne
Paul Adelstein … Ted
John Leguizamo … κινηματογραφικός αστέρας
Reed Birney … Richard Liebbrandt
Aimee Carrero … Felicity
Arturo Castro … Soren
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Seth Reiss, Will Tracy
Παραγωγή: Will Ferrell, Katie Goodson, Betsy Koch, Adam McKay, DanTram Nguyen, Zahra Phillips
Μουσική: Colin Stetson
Φωτογραφία: Peter Deming
Μοντάζ: Christopher Tellefsen
Σκηνικά: Ethan Tobman
Κοστούμια: Amy Westcott
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Menu
- Ελληνικός Τίτλος: Το Μενού
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Ralph Fiennes) και πρώτου γυναικείου ρόλου (Anya Taylor-Joy), αμφότεροι σε κωμωδία/μιούζικαλ.
Παραλειπόμενα
- Επιστροφή στα κινηματογραφικά πράγματα για τον Mark Mylod από το 2011.
- Στην πρώτη ανακοίνωση για την ταινία το 2019, αναφέρονταν για το καστ τα ονόματα των Emma Stone και Ralph Fiennes, αλλά και του Alexander Payne για τη σκηνοθετική καρέκλα. Όταν ανέλαβε η Searchlight Pictures το 2020, Payne και Stone αποχώρησαν λόγω του προγράμματος τους.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 17/11/2022
Η σκηνοθετική προϋπηρεσία του Mark Mylod μόνο ενθαρρυντική δεν είναι, να όμως που ένα καλό σενάριο σε συνδυασμό με αποτελεσματικό επαγγελματισμό πίσω από την κάμερα μπορεί να κάνει τη θετική διαφορά. Το «Μενού» χειρίζεται πολύ ικανοποιητικά τους μηχανισμούς του θρίλερ, διαθέτει ιδιαίτερα σαρκαστικό και μακάβριο χιούμορ, τοποθετεί στρατηγικά πινελιές σπλάτερ εκεί που χρειάζονται και ασκεί ανελέητη, αποδομητική κριτική στο «πλουσιότερο 1%» της κοινωνίας που τροφοδοτεί με νοσηρό τρόπο όχι μόνο τη βιομηχανία της γαστρονομίας, αλλά και όλους εκείνους τους τομείς που έχουν μια παρασιτική σχέση με τις ελίτ.
Η δομή της πλοκής είναι μεθοδική, ανεβάζοντας τους τόνους σταδιακά μέχρι την εκρηκτική κορύφωση, φροντίζοντας όμως παράλληλα όσο αποκτά μια περισσότερο θριλερική χροιά να μη χάνεται η διάθεση να σπάσει το κείμενο πλάκα με τη μικροπρέπεια και την ανοησία των περισσότερων εκ των ηρώων του. Οι Seth Reiss και Will Tracy, με βιογραφικά που συνδέονται πιο πολύ με τηλεοπτικές δουλειές, μανιπουλάρουν έξυπνα τον θεατή παίζοντας με την επιθυμία του να προβλέπει αλλά και με στερεοτυπικά μοτίβα σκέψης που έχουν περάσει μέσα του δια της οδού του mainstream σινεμά. Όπως αναμένεται από μια παραγωγή στην οποία συμμετέχει και ο Adam McKay, υπάρχουν αντικαπιταλιστικές βολές πιο καυστικές από τον μέσο όρο μιας αμερικάνικης παραγωγής, και ο κυνισμός που επικρατεί σχεδόν αγγίζει τον μηδενισμό, με μια εξαίρεση προς το φινάλε που έχει τη σημασία της. Σε αυτό το πλαίσιο είναι λογικό και ότι οι χαρακτήρες επίτηδες είναι στα όρια της καρικατούρας πλην του ημι-πρωταγωνιστή του Fiennes και ίσως και της Anya Taylor-Joy, προκειμένου οι σατιρικές νότες να είναι πιο «αιχμηρές».
Η καλόγουστη, εσκεμμένα ψυχρή αισθητική των κάδρων του Mylod που ενίοτε παραπέμπει μέχρι και σε… διαφημιστικό σποτ δεν επιλέγεται απλά για να τονίσει το status των προσώπων της ιστορίας, αλλά και για να προκύψει μια ειρωνική αντίθεση με τα βίαια και στα όρια του παραλόγου δρώμενα του φιλμ. Υπέρ του συνόλου λειτουργεί και το σχεδόν θεατρικό στήσιμο, καθώς αξιοποιείται στον μέγιστο βαθμό η κλειστοφοβική δυναμική του με εντάσεις που ίσως να μην είχαν την ίδια ισχύ αν η προσέγγιση ήταν διαφορετική.
Υπάρχουν και κάποιες παραφωνίες, ίσως οι πιο εμφανείς είναι κάποιες σεναριακές ευκολίες που ανοίγουν ένα «παραθυράκι» αισιοδοξίας όσο πλησιάζει το κλείσιμο που μετριάζει σ’ έναν βαθμό το πεσιμιστικό πνεύμα που είναι κυρίαρχο μέχρι ενός χρονικού σημείου. Είναι και μια λεπτομέρεια που αφήνει άσχημες εντυπώσεις, και αφορά το πώς κινηματογραφούνται τα εδέσματα που προσφέρονται στους ήρωες, τα οποία παρουσιάζονται με έναν άκρως φωτογενή τρόπο, με τα συστατικά τους να καταγράφονται επί της οθόνης. Κατανοητό από τη μια πλευρά να αντιμετωπίζονται με θαυμασμό οι ομολογουμένως εντυπωσιακές συνταγές που παρελαύνουν μπροστά από τον φακό, από την άλλη όμως η συγκεκριμένη τακτική πηγαίνει κόντρα στη νοηματική του φιλμ, που μεταξύ άλλων τονίζει και το πώς ο χώρος της υψηλής γαστρονομίας έχει οικοδομηθεί πάνω σε εισοδηματικές ανισότητες, κατεστραμμένα όνειρα των παγκόσμιων «μικρομεσαίων» της εστίασης και την ψυχική εξουθένωση όσων επιθύμησαν να μπουν στο κλαμπ ξεκινώντας από το μηδέν. Και η πινελιά λίγα λεπτά πριν το τέλος με το τσίζμπεργκερ στην ουσία της φαντάζει κάπως λαϊκίστικη και τυπικά αμερικανική, με την κακή έννοια…
Ένας σημαντικός άσος στο μανίκι είναι ο Ralph Fiennes, στον πιο καλογραμμένο του ρόλο και στην πιο ενδιαφέρουσα ερμηνεία του εδώ και πολλά χρόνια. Χειρίζεται εξαιρετικά το πέπλο της αποστασιοποίησης του χαρακτήρα του, αρχικά για να παρουσιάσει ένα υποτιθέμενα άκακο προφίλ τελειομανίας, και όσο το σενάριο ανοίγει τα χαρτιά του όσο περνάει η ώρα, η επιφάνεια αυτή «ξεφλουδίζεται» για να αποκαλυφθεί κάτι νοσηρό κι επικίνδυνο από κάτω, και κάπως έτσι καταφέρνει να δώσει ένα άλλο πρόσημο στις χειρονομίες του, στην εκφορά του λόγου, στα βλέμματά του. Ταυτόχρονα φροντίζει να προσθέσει απαραίτητες «σταγόνες» ανθρωπιάς στις αντιδράσεις του που καθιστούν το πρόσωπο που υποδύεται απρόσμενα πολυδιάστατο. Καλή και η Anya Taylor-Joy ως φωνή της λογικής μέσα στον όλο πανζουρλισμό, έχει έναν αέρα αυτοπεποίθησης που κάνει ευχάριστο το πορτρέτο της, και ο Nicholas Hoult από κοντά φαίνεται να το καταδιασκεδάζει ως το «σπασικλάκι» της υψηλής κουζίνας που αγγίζει απύθμενα βάθη βλακείας και κακίας.
Αν αποφεύγονταν κάποια κρίσιμα φάουλ, το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν η καλύτερη μαύρη κωμωδία των τελευταίων ετών. Ακόμη κι έτσι όμως, το «Μενού» είναι άκρως διασκεδαστικό κι έχει να πει σημαντικές αλήθειες που δεν είναι αυτονόητες ακόμη και στους σημερινούς καιρούς που η πολιτικοποίηση δεν είναι εκτός μόδας…
Βαθμολογία: