1921. Αποζητώντας ένα νέο ξεκίνημα και το αμερικανικό όνειρο, η Εύα Σιμπίλσκι και η αδελφή της, Μάγδα, ταξιδεύουν από την Πολωνία για τη Νέα Υόρκη. Όταν πλησιάζουν το νησί Έλις στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ο γιατρός ανακαλύπτει ότι η Μάγδα είναι άρρωστη και οι δύο γυναίκες αναγκάζονται να χωρίσουν. Η Εύα βρίσκεται στους άγριους δρόμους του Μανχάταν, ενώ η αδελφή της έχει μπει σε καραντίνα. Μόνη και χωρίς να έχει κάπου να στραφεί για μια βοήθεια, η Εύα πέφτει στη γοητεία και την ανάγκη του Μπρούνο, ενός χαριτωμένου αλλά ανήθικου άντρα που την ωθεί στην πορνεία. Μια ημέρα, θα συναντήσει τον ξάδελφο του Μπρούνο, τον ανέμελο μάγο Ορλάντο. Γρήγορα καταφέρνει να την κάνει να σταθεί στα πόδια της και πλέον αποτελεί τη μόνη της ελπίδα για να ξεφύγει του εφιάλτη.

Σκηνοθεσία:

James Gray

Κύριοι Ρόλοι:

Marion Cotillard … Ewa Cybulska

Joaquin Phoenix … Bruno Weiss

Jeremy Renner … Orlando/Emil

Elena Solovey … Rosie Hertz

Dagmara Dominczyk … Belva

Maja Wampuszyc … Edyta Bistricky

Ilia Volok … Wojtek Bistricky

Angela Sarafyan … Magda Cybulska

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: James Gray, Ric Menello

Παραγωγή: James Gray, Anthony Katagas, Greg Shapiro, Christopher Woodrow

Μουσική: Christopher Spelman

Φωτογραφία: Darius Khondji

Μοντάζ: John Axelrad, Kayla Emter

Σκηνικά: Happy Massee

Κοστούμια: Patricia Norris

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Immigrant
  • Ελληνικός Τίτλος: Κάποτε στη Νέα Υόρκη

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Ο σκηνοθέτης είχε πει ότι το σενάριο είναι επηρεασμένο κατά 80% από τις εμπειρίες των δικών του προγόνων, όπου έφτασαν στις ΗΠΑ το 1923. Επιρροή του ήταν όμως και οι όπερες της σειράς Il Trittico του Giacomo Puccini.
  • Η ταινία γράφτηκε αποκλειστικά για τους Marion Cotillard, Joaquin Phoenix. Ο James Gray υποστήριξε ότι αν δεν αποδέχονταν να παίξουν, δεν γνώριζε αν έκανε καν την ταινία.
  • 20 σελίδες διαλόγων ήταν στα πολωνικά, και η Cotillard έπρεπε εκτός από το να μάθει τη γλώσσα, να μάθει και να εκφέρει τα αγγλικά με πολωνική προφορά. Χρειάστηκε μόλις 2 μήνες για να τα καταφέρει.
  • Παρότι το φιλμ ήταν έτοιμο για το φεστιβάλ του Τορόντο του 2012, η Weinstein Company επέμεινε να το κρατήσουν για τις Κάνες του 2013, ελπίζοντας να πείσουν τον σκηνοθέτη να αλλάξει το φινάλε. Ο Gray δεν άλλαξε τίποτα, και η τιμωρία ήταν να πάρει διανομή στις ΗΠΑ η ταινία το 2014.
  • Τα προβλήματα διανομής επέφεραν την καταστροφή στο box-office. Η ταινία έβγαλε μόλις 5,9 εκατομμύρια δολάρια, ενώ είχε κοστίσει 16.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 14/7/2014

Θυμίζοντας έντονα κλασσικό, αν και λίγο παλαιάς κοπής μυθιστόρημα, η νέα ταινία του James Gray ασχολείται με ένα ιδιαίτερα προσφιλές θέμα, τόσο σημαντικό, αλλά ταυτόχρονα και τόσο κοινότοπο: την έννοια του μετανάστη, ως κομμάτι της αμερικάνικης λαϊκής παράδοσης. Γυρίζοντας πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας πολωνής μετανάστριας, της Εύα (Marion Cotillard), η οποία καταφέρνοντας να ξεφύγει από την Ευρώπη και τον πόλεμο, φτάνει στην Αμερική μαζί με την αδελφή της, Μάγκντα (Angela Sarafyan), διαπιστώνοντας πολύ γρήγορα ότι η ελπίδα που ενσαρκώνει το γεμάτο υποσχέσεις Άγαλμα της Ελευθερίας (χαρακτηριστική η πρώτη σκηνή, στην οποία έχει την πλάτη του γυρισμένη προς το θεατή) και η αλήθεια που κρύβεται στην πραγματικότητα, απέχουν πολύ η μία από την άλλη.

Ο σκηνοθέτης, ξεφεύγοντας από τα προηγούμενα ανδροκρατούμενα εγχειρήματά του, κάποια από τα οποία αδίκως υποτιμημένα («Η Νύχτα Μας Ανήκει», «Μικρή Οδησσός»), κατασκευάζει μια τραγική ηρωίδα στα πρότυπα εκείνων του Φλωμπέρ η του Τολστόι, προσπαθώντας να τονίσει ότι το ηθικό της επίκεντρο παραμένει άθικτο, παρόλες τις αδικίες τις οποίες η ίδια υφίσταται. Ο χωρισμός από την αδερφή της, που μένει στο νησί Έλις όντας φυματική, η απαγόρευση της εισόδου στη χώρα ως γυναίκα «χαμηλής ηθικής», η γνωριμία με τον Μπρούνο Βάις (Joaquin Phoenix), έναν ευγενικό αλλά παράξενο άνδρα κρυφά ερωτευμένο μαζί της, που την παίρνει υπό την προστασία του φυγαδεύοντας την από το νησί, είναι απλά η αρχή μιας μεγάλης ιστορίας γεμάτης ατελείωτα μαρτύρια και πάθη, μέχρι την τελική λύτρωση. Η θεματολογία γύρω από την αγάπη και την οικογένεια φαίνονται να απασχολούν και εδώ τον σκηνοθέτη, που επαναλαμβάνει το μοτίβο διαρκώς μέσα στην αφήγηση, καθώς για την πρωταγωνίστρια, η αδερφή της οποίας αντιπροσωπεύει όλα όσα η ίδια δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι. Γεμάτη άμεσες αναφορές σε πολύ γνωστές ταινίες, από το «Νονό» έως το «Κάποτε στην Αμερική», προσφέρει απλόχερα σκηνές μελοδράματος, αλλά χάνεται μέσα σ` αυτές. Η γραμμική της αφήγηση δεν αφήνει περιθώρια για περισσότερη ανάλυση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων, πέρα από την ηθική και συναισθηματική τους δοκιμασία, οι σκηνές βίας και κακοποίησης δεν διέπονται από ρεαλισμό, αλλά έχουν αυτό το παραμυθικό, μελό στοιχείο που δεν τις κάνει αξιομνημόνευτες, ενώ τα πάμπολλα κλισέ και οι θρησκευτικές νύξεις γύρω από την αγνότητα της ψυχής μιας γυναίκας εγκλωβισμένης στα δίχτυα αναξιόπιστων ανδρών κουράζουν γρήγορα και δεν καταφέρνουν τίποτε άλλο, παρά να κάνουν επισφαλή τη δραματική της δυναμική.

Στον τεχνικό τομέα η ταινία τα πηγαίνει πολύ καλύτερα κι αυτό οφείλεται κυρίως στην εικαστική φωτογραφία του Darius Khondji. Ο εξαιρετικός ιρανός κινηματογραφεί το διαμέρισμα του Μπρούνο, τους δρόμους, το θέατρο, τις σκηνές στο πάρκο κάτω από τις γέφυρες με μια ξεπλυμένη κεχριμπαρένια λάμψη, γεμάτη νοσταλγία και δίψα για την πραγμάτωση του αμερικανικού ονείρου που τελικά ποτέ δεν έρχεται. Παρά το σχετικά χαμηλό μπάτζετ, η ανακατασκευή του East Side είναι υπέροχα ατμοσφαιρική, ενώ οι σκηνές που διαδραματίζονται στο νησί Έλις -με ίσως ομορφότερη αυτή του τραγουδιού του Καρούζο- καταφέρνουν να αποδώσουν την ένταση ενός τόπου που δίκαια ή άδικα καθόρισε τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η Marion Cotillard στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια, ξεδιπλώνει μια στοιχειωμένη, κατατρεγμένη φιγούρα που ονειρεύεται μια άλλη ζωή, γνωρίζοντας όμως ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να κλείσει τις πληγές του παρελθόντος. Δυστυχώς, βρίσκεται μπλεγμένη μέσα στην ίδια τη σκηνοθεσία που τη θέλει ως το υπέρτατο θύμα, υπονομεύοντας την ερμηνεία και μην καταφέρνοντας τελικά να συγκινήσει όσο το φιλμ θα ήθελε. Ο Phoenix απλά αποδεικνύει για ακόμη μία φορά το ταλέντο που έχει να υποδύεται αποτυχημένους, ανεκπλήρωτους χαρακτήρες. Με μια ευρεία, δυνατή ερμηνεία, καταφέρνει να μετατοπίσει ολόκληρο τον θεματικό πυρήνα του φιλμ, που τελικά φαίνεται να είναι η βασανισμένη αναζήτηση της αγάπης της Εύα από τον Μπρούνο, κάνοντας τον υποτιθέμενο έρωτά της με τον ξάδερφό του (υπεραπλουστευμένος ο ρόλος του Renner, χωρίς να γίνεται καν υπόνοια των προσωπικών του επιλογών ή του εσωτερικού του κόσμου) να περνά σε δεύτερη μοίρα.

Το «Κάποτε στη Νέα Υόρκη» μοιάζει με ένα θλιβερό παραμύθι, που όμως πολύ δύσκολα θα αναλάμβανε κάποιος να διηγηθεί. Καταφέρνει σε στιγμές να αιχμαλωτίσει το χρονικό της πάλης, του βασανισμού και της εκμετάλλευσης της μεγάλης μετανάστευσης στην Αμερική, μέσω μιας δακρύβρεχτης ιστορίας σε μια γωνιά της πόλης, όχι πολύ μακρύτερα από το Five Points όπου οι «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» διαδραματίζονταν λίγα χρόνια νωρίτερα. Εμμένοντας όμως πεισματικά στην ηθική και συναισθηματική δοκιμασία των ηρώων του, καταφέρνει να γίνεται προκλητικά μελοδραματικό, δίχως να αποκτά πραγματικό σπαρακτικό ρυθμό, μοιάζοντας με χαμένο κειμήλιο της εποχής που επιχειρεί να απεικονίσει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *