Ο Θεόδωρος “Θίο” Ντέκερ ήταν 13 ετών όταν η μητέρα του σκοτώθηκε σε βομβιστική επίθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Η τραγωδία αυτή αλλάζει την πορεία της ζωής του, γεμίζοντάς τον θλίψη και ενοχή, αλλά και δημιουργώντας του την ανάγκη να αναγεννηθεί, να λυτρωθεί, να αγαπήσει. Παλεύοντας με όλα αυτά, κρατά μέσα του, ως θραύσμα ελπίδας από εκείνη τη μέρα, ένα μικρό κομμάτι από έναν πίνακα, στον οποίο απεικονίζεται μια καρδερίνα σε ένα κλουβί.

Σκηνοθεσία:

John Crowley

Κύριοι Ρόλοι:

Ansel Elgort … Theodore ‘Theo’ Decker

Nicole Kidman … Samantha Barbour

Aneurin Barnard … Boris Pavlikovsky

Sarah Paulson … Xandra

Luke Wilson … Larry Decker

Oakes Fegley … Theodore ‘Theo’ Decker (νεαρός)

Finn Wolfhard … Boris Pavlikovsky (νεαρός)

Jeffrey Wright … James ‘Hobie’ Hobart

Ashleigh Cummings … Pippa

Willa Fitzgerald … Kitsey Barbour

Denis O’Hare … Lucius Reeve

Boyd Gaines … Chance Barbour

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Peter Straughan

Παραγωγή: Nina Jacobson, Brad Simpson

Μουσική: Trevor Gureckis

Φωτογραφία: Roger Deakins

Μοντάζ: Kelley Dixon

Σκηνικά: K.K. Barrett

Κοστούμια: Kasia Walicka-Maimone

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Goldfinch
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Καρδερίνα

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: The Goldfinch της Donna Tartt.

Παραλειπόμενα

  • Το βιβλίο της Donna Tartt του 2013, όπου και βασίστηκε η ταινία, κέρδισε βραβείο Pulitzer, ενώ έγινε μεγάλο μπεστ-σέλερ.
  • Πρώτη συνεργασία ανάμεσα στην Amazon και τη Warner Bros. Η δεύτερη κράτησε ως κύριος παραγωγός τα δικαιώματα για την παγκόσμια διανομή στις αίθουσες, ενώ η Amazon, που συνέβαλε με το ένα τρίτο του μπάτζετ του φιλμ, πήρε αποκλειστικά δικαιώματα για το streaming, μέσω της πλατφόρμας της.
  • Η Julianne Moore απέρριψε τον ρόλο της μητέρας Μπάρμπουρ. Το ίδιο έπραξαν και ο Ralph Fiennes με τον Liam Neeson για αυτόν του Χόμπι.
  • Ο Harry Styles ήταν ο υποψήφιος για να παίξει τον Μπόρις.
  • Πρώτη κινηματογραφική δουλειά για τη μοντέρ Kelley Dixon. Πριν όμως από εδώ είχε προταθεί για βραβείο Emmy εννιά φορές, από τις οποίες η συμμετοχή της στη σειρά Breaking Bad ήταν νικηφόρα.
  • Το φιλμ κόστισε 49 εκατομμύρια δολάρια, αλλά εισέπραξε μόλις 10. Η Warner υπολόγισε πως μπήκε συνολικά μέσα 50 εκ. δολάρια. Θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη η ζημιά, αλλά το στούντιο είχε προβλέψει την αποτυχία 6 μήνες πριν γίνει η πρεμιέρα και μέσω των δοκιμαστικών προβολών της. Έτσι είχε κάνει περικοπές από τα χρήματα που θα έριχνε στην προώθηση.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 19/9/2019

Η κινηματογραφική διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου είναι πιο δύσκολη αποστολή από ό,τι φαίνεται. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι αποτελεί μια «ευκολία», πως ο σεναριογράφος που αναλαμβάνει να προσαρμόσει το εκάστοτε βιβλίο έχει ουσιαστικά στρωμένο το χαλί της δραματουργίας, και το μόνο που του απομένει είναι να κάνει κάποιες προσαρμογές για να καταστήσει πιο κινηματογραφήσιμα τα δρώμενα. Η περίπτωση της «Καρδερίνας» καθιστά σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και πως η μετατροπή και οπτικοποίηση του γραπτού λόγου στα πλαίσια του σινεμά, εντός των κανόνων που το διέπουν, ενέχει αρκετές και ύπουλες παγίδες.

Προς διευκρίνιση: σε καμία περίπτωση το νέο πόνημα του John Crowley δεν αποτελεί καραμπινάτη αποτυχία, μιας και διαθέτει μια έστω υποτυπώδη φινέτσα στην αφήγησή του, η οποία δεν αφήνει το τελικό αποτέλεσμα να κυλήσει στη φτήνια, ενώ υπάρχουν και κάποιες εκλάμψεις έμπνευσης (π.χ. η αναδρομή στο ύστερα της τρομοκρατικής επίθεσης, η οποία είναι μονταρισμένη και σκηνοθετημένη σαν μια ονειροπόληση) που μαρτυρούν πως το όλο εγχείρημα προσεγγίστηκε με καλλιτεχνίζουσα διάθεση. Παρόλα αυτά, πρόκειται για ένα χλιαρό και βαρυφορτωμένο φιλμ. Το μεγαλύτερό του φάουλ σχετίζεται με τα προαναφερθέντα περί μεταφοράς λογοτεχνίας στη μεγάλη οθόνη. Είναι διαφορετικό το πώς «δένει» μια πλοκή σε ένα ανάγνωσμα από ό,τι σε μια ταινία. Εδώ μοιάζει σαν να μην υπάρχει γερός συνδετικός ιστός μεταξύ των επεισοδιακών καταστάσεων που περιγράφονται, σαν απλώς να συσσωρεύονται γεγονότα που προκύπτουν κάπως αυθαίρετα και μέσω συμπτώσεων, τα οποία τελικά αθροιστικά δεν εναλλάσσονται με έναν τρόπο τέτοιο που να φτιάχνουν μια ιστορία με ισχυρή συνοχή. Η αίσθηση αυτή εντείνεται περισσότερο όταν έρχεται η στιγμή του φινάλε, το οποίο είναι πραγματικά απότομο και δίχως κάποια ιδιαίτερη εκτόνωση ή κορύφωση, αλλά από την άλλη με την μπορυρδουκλωμένη διαδρομή που ακολουθεί η πλοκή, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ποια θα ήταν μια ιδανικότερη κατάληξη. Η ευθύνη βαραίνει τον Peter Straughan, ο οποίος όσο κι αν έχει «κεντήσει» σε άλλες περιπτώσεις («Κι ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι»), εδώ αδυνατεί να οργανώσει επαρκώς σεναριακά το πρωτογενές υλικό.

Επικρατεί επίσης ένα παράξενο, αποστασιοποιημένο ύφος που αποτρέπει τον θεατή από το να συγκινηθεί με το δράμα. Έντονα συμβάντα λαμβάνουν χώρα, αλλά φαίνεται να απουσιάζουν η ένταση και το συναίσθημα, τουλάχιστον σε έναν βαθμό που θα ήταν ικανοποιητικός. Παράλληλα παρατηρούνται και κάποιες ανακολουθίες στον τόνο του φιλμ (η σκηνή που ο πρωταγωνιστής γνωρίζεται με έναν από τους βασικούς χαρακτήρες υπό τους ήχους των New Order μοιάζει να έχει βγει από άλλη ταινία). Παρά τα προβλήματα ωστόσο, το σύνολο παρακολουθείται με ενδιαφέρον. Υπάρχει καλή ροή στην αφήγηση, που αποτρέπει τα 149 λεπτά της συνολικής χρονικής διάρκειας να φανούν κουραστικά, ενώ δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει κάποιος τη φιλοδοξία εκ μέρους των βασικών συντελεστών.

Ερμηνευτικά τώρα, υπάρχουν φωτεινά και σκοτεινά σημεία. Ίσως το πιο σημαντικό σφάλμα είναι η έμφαση στον μικρό κι αμήχανο Oakes Fegley (ο οποίος εκπέμπει μονίμως την αίσθηση του σαστισμένου, ακόμη και σε σκηνές που απαιτείται κάτι διαφορετικό εκ μέρους του) αντί του Ansel Elgort, κάτι που σαν επιλογή μάλλον ήταν υπαγορευμένο κι από την πρωτογενή πηγή. Από τη στιγμή όμως που ίσχυε, απαιτούσε έναν ικανότερο ανήλικο πρωταγωνιστή. Η ευχάριστη έκπληξη έρχεται από τη Sarah Paulson σε εντελώς κόντρα με το προφίλ της ρόλο, στον οποίο αποδίδει τα μέγιστα. Αξιόλογος και ο Finn Wolfhard, σε αντίθεση με τον Aneurin Barnard που υποδύεται τον ίδιο ήρωα σε μεγαλύτερη ηλικία.

Ένα «κρίμα» πάντως είναι λογικό να βρίσκεται στα χείλη του θεατή με προσδοκίες, μιας και αν η ίδια ιστορία μεταφερόταν με μια πιο έντονη βιωματικότητα, σίγουρα θα παραγόταν κάτι πολύ αξιόλογο. Χαμένη ευκαιρία, λοιπόν; Μάλλον ναι, όχι όμως δίχως κάποιες γοητευτικές αρετές ανά σημεία, που αποδεικνύονται αρκετές για να κρατήσουν μια αξιοπρεπή συντροφιά σε αυτόν που παρακολουθεί μέχρι το τέλος.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *