
Νόμος Περί Τέκνων
- The Children Act
- 2017
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική
- 30 Αυγούστου 2018
Καθώς ο γάμος της με τον Τζακ διαλύεται, η καταξιωμένη δικαστίνα του ανώτατου δικαστηρίου, Φιόνα Μέι, έχει ένα μεγάλο δίλημμα να πάρει στη δουλειά της. Θα πρέπει να αναγκάσει τον Άνταμ, έναν έφηβο, να κάνει μετάγγιση αίματος για να σώσει τη ζωή του; Η ανορθόδοξη επίσκεψή της στο νοσοκομείο όπου βρίσκεται έχει ένα βαθύ αντίκτυπο και για τους δυο τους, καθώς δημιουργεί έντονα συναισθήματα στο αγόρι και φέρνει στο φως τα μακρόχρονα θαμμένα συναισθήματα της ίδιας.
Σκηνοθεσία:
Richard Eyre
Κύριοι Ρόλοι:
Emma Thompson … Fiona Maye
Stanley Tucci … Jack Maye
Fionn Whitehead … Adam Henry
Ben Chaplin … Kevin Henry
Eileen Walsh … Naomi Henry
Anthony Calf … Mark Berner
Jason Watkins … Nigel Pauling
Nicholas Jones … καθηγητής Rodney Carter
Nikki Amuka-Bird … Amadia Kalu
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ian McEwan
Παραγωγή: Duncan Kenworthy
Μουσική: Stephen Warbeck
Φωτογραφία: Andrew Dunn
Μοντάζ: Dan Farrell
Σκηνικά: Peter Francis
Κοστούμια: Φωτεινή Δήμου
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Children Act
- Ελληνικός Τίτλος: Νόμος Περί Τέκνων
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Children Act του Ian McEwan.
Παραλειπόμενα
- Παρότι υπάρχει η χρήση μίας μόνο “ακατάλληλης” λέξης επί της ταινίας, το φιλμ πήρε στις ΗΠΑ τον χαρακτηρισμό R. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν πήρε παρόμοιο, αυστηρό χαρακτηρισμό, με το 14 και άνω του Καναδά να είναι το κοντινότερο από θέμα αυστηρότητας.
- Ο Richard Eyre είχε να σκηνοθετήσει στον κινηματογράφο από το 2008.
- Μοναδική σύγχρονη ταινία που πήρε άδεια για γυρίσματα εντός του βασιλικού δικαστηρίου του Λονδίνου.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 29/8/2018
Ο νόμος «περί τέκνων» του 1989 είναι Βρετανικός νόμος που εξουσιοδοτεί αφενός τους γονείς κι αφετέρου διάφορους κρατικούς φορείς ως προς τη λήψη αποφάσεων με στόχο πάντα την ευημερία του παιδιού που, ως ανήλικο, αδυνατεί ενδεχομένως να κρίνει και να αποφασίσει με υπευθυνότητα για τον εαυτό του. Ο Ian McEwan, διασκευάζοντας σεναριακά το δικό του ομώνυμο μυθιστόρημα, παίρνει την αφορμή από το εν λόγω νομοσχέδιο για να αφηγηθεί τη δικαστική υπόθεση ενός ανήλικου μάρτυρα του Ιεχωβά με λευχαιμία, που λόγω πεποιθήσεων αρνείται την απαραίτητη για τη σωτηρία του μετάγγιση αίματος. Η επίσημη ετυμηγορία, λοιπόν, σχετικά με το εάν πρέπει να τηρηθεί ή όχι η απόφαση του νεαρού βρίσκεται στα χέρια της πρωταγωνίστριάς μας, Emma Thomson, εργασιομανούς δικαστή και απόμακρης συζύγου με αναπόφευκτα προσωπικά προβλήματα στο γάμο της.
Αμέσως, μια ενδιαφέρουσα δυναμική αναπτύσσεται ανάμεσα στη βασική και τη δευτερεύουσα πλοκή της ταινίας: αποτελεί ο 17χρονος Adam τη φιγούρα ενός γιου που η Thomson ποτέ δεν είχε ή ακόμα και μια κρυφή ερωτική έλξη -σε κάθε περίπτωση ξεσκεπάζοντας όλο και πιο απροκάλυπτα την εσωτερική σαθρότητα της έγγαμης ζωής της; Ένα υπόβαθρο σχετικά με τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής και τις συνέπειές της μοιάζει επίσης να αναπτύσσεται γύρω από τον χαρακτήρα του Adam, που τελικά, προδομένος καθώς αισθάνεται από τη ζωή, τους κοντινότερους ανθρώπους του και τον ίδιο του τον εαυτό, μοιάζει να βρίσκει στην ελεύθερη βούλησή του το μοναδικό υπαρξιακό του στήριγμα.
Κι όμως, για μια ιστορία με τόσο ουσιωδώς σοβαρά θέματα και τέτοιες πρόδηλες δυνατότητες (βασικά, υποσχέσεις…) ηθικο-φιλοσοφικών προεκτάσεων, το φιλμ των McEwan και Richard Eyre δεν μας οδηγεί σε κάποια αξιομνημόνευτη κατάληξη. Οι εν λόγω υποσχέσεις βαρύτερων πανανθρώπινων στοχασμών αλλά και μερικές νύξεις ταξικών λοξοκοιταγμάτων που θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στην πρώτη πράξη παραμένουν, τελικά, περιορισμένες μονάχα εντός της. Το φιλμ, τελικά, επιλέγει να αποτελέσει ένα -πολύ ενδιαφέρον- δράμα χαρακτήρων, μα κι ως τέτοιο στη νοηματική του εστίαση παραπατά. Δηλαδή: η παραπάνω δυναμική των δύο πλοκών της ταινίας (η περίπτωση του νεαρού Adam και ο εξασθενημένος γάμος) δεν καταλήγει σε μια ουσιαστική αλληλεπίδραση μεταξύ τους, ο χαρακτήρας του συζύγου (Stanley Tucci) επί της ουσίας παραμελείται απ’ τη μέση και μετά κι απ’ τ σενάριο και ο Adam δεν δομείται ποτέ σαν ένας πραγματικά πειστικός χαρακτήρας. Δεν βοηθάει κι ότι τα κίνητρα των τελικών του επιλογών δεν γίνονται απόλυτα σαφή, είτε γιατί είναι απλώς επιφανειακά, είτε γιατί, εάν έχει υπάρξει απόπειρα για αμφισημία, φτάνει στα μάτια μας μάλλον ως σεναριακή αναποφασιστικότητα.
Εκεί που λειτουργεί όμως ως δράμα χαρακτήρων είναι, ευτυχώς, στην κεντρική του ηρωίδα. Δίχως κατα τ’ άλλα ξεκάθαρη σεναριακή εμβάθυνση, η Emma Thomson έχει στα χέρια της όλη την ευθύνη -αλλά και την ικανότητα- να κρατήσει ολόκληρη την ταινία πάνω της και το κάνει αξιοθαύμαστα. Έχει την ατσάλινη αυστηρότητα μιας γυναίκας με ψυχική και κοινωνική δύναμη, αλλά και όλη την περιπλοκότητα του ατελούς, μπερδεμένου ανθρώπινου όντος από πίσω της. Κόντρα σε ένα σενάριο που δεν αποφεύγει να θυσιάσει κομμάτια αληθοφάνειας για χάρη λίγου «χολιγουντ-ισμού», η Thomson πατάει γερά στα πόδια του χαρακτήρα της, του δίνει βάθος υπαινισσόμενη τους προβληματισμούς του αλλά και τον τυλίγει με ένα απαιτούμενο, καθηλωτικό μυστήριο. Να η καρδιά και η ουσία της ταινίας -η ίδια η ηθοποιός της.
Δράμα χαρακτήρων που δεν καταφέρνει να αναπτύξει σε βάθος και με πλήρη συνοχή όλες τις θεματικές του, μα δίνει την ευκαιρία στην Emma Thomson για ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ που στηρίζει ένα ολόκληρο φιλμ και σκιαγραφεί έναν εξαιρετικά περίπλοκο χαρακτήρα από μόνο του.
Βαθμολογία: