Slow West
- Slow West
- Πορεία Δυτικά
- 2015
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Γαλλικά
- Γουέστερν, Εποχής, Περιπέτεια
- 25 Ιουνίου 2015
Τέλη του 19ου αιώνα. Ο Τζέι είναι ένας 17χρονος σκοτσέζος αριστοκράτης που ταξιδεύει στην αμερικανική Δύση, αποζητώντας την αγαπημένη του. Αντιμέτωπος με τις δυσκολίες της περιοχής, θα καταλήξει δίπλα σε ένα σκληροτράχηλο μυστηριώδη ταξιδιώτη, τον Σίλας, που μαθαίνει ότι η γυναίκα είναι επικηρυγμένη. Παρέα, θα οδηγηθούν σε μια άγρια αναζήτηση, ένα βήμα μπρος από ένα αιμοβόρο απόσπασμα και κυνηγούς κεφαλών.
Σκηνοθεσία:
John Maclean
Κύριοι Ρόλοι:
Kodi Smit-McPhee … Jay Cavendish
Michael Fassbender … Silas Selleck
Ben Mendelsohn … Payne
Caren Pistorius … Rose Ross
Rory McCann … John Ross
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Maclean
Παραγωγή: Iain Canning, Rachel Gardner, Conor McCaughan, Emile Sherman
Μουσική: Jed Kurzel
Φωτογραφία: Robbie Ryan
Μοντάζ: Roland Gallois, Jon Gregory
Σκηνικά: Kim Sinclair
Κοστούμια: Kirsty Cameron
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Slow West
- Ελληνικός Τίτλος: Slow West
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Πορεία Δυτικά [τηλεόραση]
Κύριες Διακρίσεις
- Μεγάλο βραβείο επιτροπής στο παγκόσμιο τμήμα του φεστιβάλ Sundance.
- Υποψήφιο για ευρωπαϊκή ανακάλυψη στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη ταινία για τον John Maclean, μετά από δύο μικρού μήκους.
- Γυρίστηκε σε Νέα Ζηλανδία και Σκοτία, με το νεοζηλανδικό δημόσιο να συμβάλει και οικονομικά ως συμπαραγωγός.
- Ήταν να γυριστεί με φιλμ 35mm, αλλά εντέλει έγινε ψηφιακό.
- Ταυτόχρονα με την έξοδο του στις αίθουσες, κυκλοφόρησε και σε video-on-demand.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 24/6/2015
Ατέλειωτες πεδιάδες και βουνά που χάνονται στην ομίχλη, ορμητικά ποτάμια κι έρημοι δρόμοι στο χείλος των γκρεμών. Μοναχικοί άνθρωποι, αμοραλιστές, που ταξιδεύουν αποζητώντας την πραγματοποίηση των ονείρων τους. Άλλοι προσπαθούν να ξεφύγουν από κάτι και άλλοι πάλι αναζητούν τη λύτρωση. Ο καθένας σε αυτό τον τόπο των ψευδαισθήσεων, των υπέρογκων προσδοκιών κι απαιτήσεων είναι μόνος του, καθώς αποβράσματα παρακολουθούν διαρκώς την κάθε σου κίνηση και είναι έτοιμα να επιβάλλουν τον δικό τους νόμο. Η Δύση, με το μακρύ και δύσβατο ταξίδι κατά μήκος των συνόρων της, κρύβει τοπία που κόβουν την ανάσα, διλήμματα ζωής και θανάτου, σκηνές βίαιης ενηλικίωσης, αλλά και ασυνείδητες ίσως αναζητήσεις του μυθικού προορισμού, της αρμονίας, της ίδιας της ύπαρξης. Σε έναν κόσμο τόσο όμορφο και συγχρόνως τόσο εχθρικό, μια νότα αθωότητας, ένα ανόητο, ξεμυαλισμένο αγόρι που σίγουρα δεν ανήκει εκεί που βρίσκεται, μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες στην πορεία προς το ανεξερεύνητο. Ίσως, πάλι, όλα αυτά να αποτελούν ένα κακόγουστο αστείο, μια ακόμη εξωφρενική ιστορία βουτηγμένη στην υπερβολή. Ένας νοσταλγικός και χαμηλόφωνος θρύλος που σε λίγο καιρό «θα αντιμετωπίζεται σαν κάτι που συνέβη μια φορά κι έναν καιρό»…
Κάπου ανάμεσα στον «Νεκρό» του Τζιμ Τζάρμους και το «Μέχρι το Τέλος» του Τ. Λι Τζόουνς κινείται το «Slow West» του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη-σεναριογράφου Τζον Μακλίν, περιγράφοντας με γερή δόση σουρεαλισμού την ιστορία του Τζέι Κάβεντις (Κόντι Σμιτ-ΜακΦί, ο γιος του Μόρτενσεν στο δυστοπικό «O Δρόμος»), ενός νεαρού καλοαναθρεμμένου αγοριού, το οποίο έχει φτάσει από τη Σκωτία στο Κολοράντο χωρίς γρατζουνιά (δίχως αυτό να ενδιαφέρει καθόλου το φιλμ), αναζητώντας τη χαμένη του αγάπη. Στον δρόμο του θα βρεθεί ένας κυνικός κυνηγός κεφαλών (ένας ηλιοκαμένος Μάικλ Φασμπέντερ, που συνεχίζει να αποδίδει κάτω από οποιαδήποτε πρόκληση), ο οποίος θα αναλάβει να τον προστατέψει, οδηγώντας τον οξύμωρα στον χαμό του. Το φιλμ μοιάζει δομημένο πάνω σε ένα φανταστικό ξεμυάλισμα, με τα εμβόλιμα φλας-μπακ να εγείρουν περισσότερες ερωτήσεις παρά να δίνουν απαντήσεις. Ένα μάταιο ψέμα που ταυτόχρονα γίνεται υλικό για μύθους, συντελώντας στη σκόπιμη και παράλογη αποδόμηση των κλασικών γουέστερν. Η επιδιωκόμενη εξωφρενικότητα του σεναρίου καθιστά σχεδόν όλους τους χαρακτήρες δισδιάστατους, σχεδόν στερεοτυπικές προσωπικότητες μιας αφελούς φάρσας, που όμως καταφέρνει να είναι τόσο αυθεντική όσο της επιτρέπει το «genre». Ο παραλογισμός της αφήγησης συνεχίζεται μέσα στις απίθανες συναντήσεις του αταίριαστου ζευγαριού των ταξιδιωτών, αλλά και τους φαινομενικά ανούσιους μεταφυσικούς διαλόγους, που όμως σε ανύποπτες στιγμές χαρίζουν αφοπλιστικούς υπαινιγμούς γύρω από τα οποιαδήποτε αντικείμενα του πόθου, την ύπαρξη της αθωότητας και της καλοσύνης, πλαισιώνοντας ειρωνικά τις τελευταίες εκλάμψεις ενός άγριου κόσμου που πεθαίνει και ενός νέου που πασχίζει να γεννηθεί. Η ονειρική προοπτική του καταρρίπτεται από το ρεαλιστικό φινάλε, που καταφέρνει εύστοχα να διαρρήξει τον ποστ-μοντερνισμό της φόρμας, με όλους (τους εναπομείναντες) χαρακτήρες να συγκλίνουν σε μια τελική αναμέτρηση υπέροχα χορογραφημένη, την οποία κάλλιστα θα μπορούσες να αντικρίσεις σε έργα των αδελφών Κοέν. Η δε προσέγγιση των ληστών στο μικρό σπίτι μέσα από τα κιτρινισμένα χωράφια (με αρχηγό τον πάντοτε ευπρόσδεκτο Μπεν Μέντελσον), κατορθώνει να αναπαραστήσει ευφυέστατα το κοντράστ ανάμεσα στην καθηλωτική ομορφιά του τοπίου και τη βαρβαρότητα των ανελέητων νόμων των συνόρων που κυβερνούν αυτόν τον τόπο.
Το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του φιλμ (το «αργή» του τίτλου σίγουρα δεν είναι ψέμα, χωρίς ποτέ όμως να γίνεται ανιαρή) είναι αναμφισβήτητα η μεγαλοπρεπής κινηματογράφηση του Ρόμπι Ράιαν με τις πανοραμικές λήψεις να χάνονται στον ορίζοντα -στην πραγματικότητα τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Ζηλανδία- δίνοντας ρυθμό στην ελαφρώς προβληματική εξέλιξη της πλοκής και παράλληλα επεξηγώντας χειροπιαστά τι ήταν αυτό το κάτι που έκανε τους ανθρώπους να ονειρεύονται. Σίγουρα πολλές φορές το «Slow West» μοιάζει μεθοδευμένο και ασύντακτο, όμως αποπνέει ποιητικότητα δίχως να λογίζεται ελαφρύ κι ανέμελο, ενώ ταυτόχρονα τα δραματικά του στοιχεία φιλτράρονται περίτεχνα μέσα από μια αποστασιοποιημένη συναισθηματικότητα. Σου δίνει την εντύπωση ενός ψυχεδελικού, πικρού γουέστερν βυθισμένου στις αντιφάσεις, που δεν μπορείς να το πάρεις στα σοβαρά, αλλά παρόλα αυτά καταφέρνει να σε συγκινήσει με την αφοπλιστική του απλότητα, όπως οι τρεις κογκολέζοι μουσικοί που τραγουδούν στα γαλλικά για την αγάπη, μες στη μέση του πουθενά.
Βαθμολογία: