Ένας επιχειρηματίας εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Λίγο πριν την εξαφάνισή του πιστεύεται ότι είχε επικοινωνία μέσω ερωτικών γραμμάτων με ένα call-girl από τη Νέα Υόρκη. Ο πιστός φίλος του αγνοούμενου, ντετέκτιβ στο επάγγελμα, εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, έρχεται σε στενή επαφή με την εν λόγω πόρνη, και από κοινού προσπαθούν να ανακαλύψουν τι έχει συμβεί. Το παρελθόν σκάβεται εκτεταμένα, ενώ τα κίνητρα παραμένουν θολά. Μαγνητόφωνα εμφανίζονται με κλεμμένες συνομιλίες, και ένας άνθρωπος υπεράνω υποψίας φαίνεται σιγά-σιγά πως είναι το κλειδί του μυστηρίου.
Σκηνοθεσία:
Alan J. Pakula
Κύριοι Ρόλοι:
Jane Fonda … Bree Daniels
Donald Sutherland … John Klute
Charles Cioffi … Peter Cable
Roy Scheider … Frank Ligourin
Dorothy Tristan … Arlyn Page
Rita Gam … Trina Gruneman
Nathan George … Trask
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Andy Lewis, David E. Lewis
Παραγωγή: Alan J. Pakula
Μουσική: Michael Small
Φωτογραφία: Gordon Willis
Μοντάζ: Carl Lerner
Σκηνικά: George Jenkins
Κοστούμια: Ann Roth
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Klute
- Ελληνικός Τίτλος: Η Εξαφάνιση
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Jane Fonda). Υποψήφιο για αυθεντικό σενάριο.
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Jane Fonda) σε δράμα. Υποψήφιο για σενάριο.
- Υποψήφιο για Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου (Jane Fonda).
Παραλειπόμενα
- Ανεπίσημα θεωρείται η έναρξη της “τριλογίας της παράνοιας”, όπου θα ακολουθήσουν το Υπόθεση Πάραλαξ (1974) και το Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου (1976).
- Η Barbra Streisand αρνήθηκε τον ρόλο της Μπρι.
- Για να προετοιμαστεί για τον ρόλο της, η Jane Fonda πέρασε μία βδομάδα στη Νέα Υόρκη παρατηρώντας από κοντά τσατσάδες, και συνοδεύοντας στη δουλειά τους ακριβά call-girl. Την ενόχλησε όμως που κανείς πελάτης δεν έδειξε για αυτήν ενδιαφέρον, ερμηνεύοντας το ότι ήταν φανερό πως ήταν μεγαλοαστή και δεν την προσποιούνταν απλά για το μεροκάματο.
- Σε κάποιο σημείο, η Fonda άρχισε να έχει αμφιβολίες για τον ρόλο, και ζήτησε από τον σκηνοθέτη να την αντικαταστήσει με τη Faye Dunaway. Εκείνος όμως αρνήθηκε.
- Σε ρόλο κομπάρσου, ο Sylvester Stallone εμφανίζεται σε σκηνή σε κλαμπ.
- Σε έναν από τους πιο σύντομους ευχαριστήριους λόγους στην ιστορία των Όσκαρ, η Jane Fonda ανέφερε και ότι “υπάρχουν πολλά να πω, αλλά δεν θα το κάνω απόψε”. Αυτή η φράση ήρθε μετά από συμβουλή του πατέρα της, Henry Fonda.
- Sutherland και Fonda ανέπτυξαν μεταξύ τους μια ελεύθερη ρομαντική σχέση, που κράτησε περίπου δύο χρόνια.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 3/4/2009
Μετά την Εκλογή της Σόφι, ο γεννημένος στο Μπρονξ Alan J. Pakula (έφυγε οριστικά το 1998) έπαθε ένα μπλακ-άουτ και ξέχασε τη σοβαρότατη συμβολή του στον καλό αμερικανικό κινηματογράφο των 1970. Με ένα δικό του υπνωτιστικό στυλ, είχε δημιουργήσει ένα μικρό «παρακράτος» με τη χρυσή του τριάδα ταινιών: την Υπόθεση Παραλλάξ το 1974, το Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου την επόμενη χρονιά, και πριν από αυτά την Εξαφάνιση.
Η Εξαφάνιση είναι μια ταινία σχόλιο πάνω στην «άλλη» Αμερική, μια χώρα που έχει ανάγκη το αγοραίο γυναικείο κορμί για να διασκεδάσει. Είναι μια χώρα που προκαλεί ψυχολογικά προβλήματα σε μια γυναίκα και την ωθεί στην πορνεία, τόσο για το χρήμα, όσο και την έλλειψη άλλων επιλογών και συναισθηματικών απάγκιων. Εκεί κινείται και ο επιβαλλόμενος, πλέον, στον κινηματογράφο ψυχοπαθής δολοφόνος, που μοιάζει να είναι η νέα μάστιγα της χώρας. Ένας ιός που ακμάζει μέσα από το νοσομανές σύστημα του σεξ και της υποτιθέμενης-τυπικής, ακόμα, χειραφέτησης της γυναίκας.
Ο Pakula ενδιαφέρεται υπερβολικά για τον χαρακτήρα της ηρωίδας του, της κολ-γκερλ, σε σημείο που θα μπορούσαμε να τον πούμε και ερωτευμένο μαζί της. Βάζει τον ντεντέκτιβ-φύλακα άγγελο να την κάνει να αισθανθεί ασφάλεια για πρώτη φορά, αλλά δεν τη χαρίζει ούτε σε αυτόν. Τη βοηθάει να ξεφύγει από τη δουλειά, και ποτέ δεν την αφήνει να εκφραστεί βρώμικα. Η Jane Fonda είναι η ιδανική κολ-γκερλ, είναι μέσα στην ψυχολογία μιας άστατης κοπέλας που πάσχει από προσανατολισμό και δεν έχει από πουθενά βοήθεια για να ξεφύγει.
Επί του συνόλου, σαν ψυχολογικό δοκίμιο με σαφείς σινεφιλικές τάσεις, η Εξαφάνιση είναι μια θαυμάσια σπουδή πάνω στην σκοτεινή πλευρά της Αμερικής. Πάνω στην Jane Fonda χτίζεται ένας εύθραυστος και γοητευτικός χαρακτήρας, με φροϋδικά ψυχολογικά αδιέξοδα. Όμως, ενώ στον σινεφιλισμό ο Pakula αριστεύει, χάνει, σε μεγάλο βαθμό, τον άλλο του ρόλο, που είναι η ταινία-θρίλερ. Δεν δουλεύει πολύ πάνω στην αγωνία και στον κρυφό κίνδυνο, πόσο μάλλον όταν καταλήγει σε μια συμβατική σκηνή, χωρίς ένταση, χωρίς πρόκληση. Έχουμε όμως και έναν καταλυτικό Donald Sutherland, που επιβάλει σιγά-σιγά το πρόσωπο του στο Χόλιγουντ, και δύο λειτουργικότατα και θαυμαστά μουσικά μοτίβα από τον Michael Small, ένα για το θρίλερ και ένα για τον ρομαντισμό. «Υπόγεια» και η φωτογραφία του Gordon Willis και πολύ καλά στησίματα της κάμερας από τον δημιουργό. Γενικά, μια πάρα πολύ καλή πρόταση από ένα παρελθόν για το οποίο οι Αμερικανοί, κινηματογραφικά, πρέπει να είναι υπερήφανοι.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 10/2/2021
Η Jane Fonda, στην ταινία του Alan J. Pakula, ενσαρκώνει ένα call-girl με ψυχοθεραπευτή, συμβολίζοντας μια αμερικάνικη κοινωνία σε μόνιμη και αναπόδραστη ανάγκη κοινωνικής θεραπείας. Ο Donald Sutherland ενσαρκώνει τον φύλακα άγγελο που αναλαμβάνει τον ρόλο της προστασίας και αποδοχής του call girl-αμερικανική κοινωνία. Κι ο Pakula δημιουργεί μια ταινία-σύμβολο μιας βίαιης και ανθρωποφαγικής Αμερικής, βασισμένης στα ίδια της τα αδιέξοδα.
Με το αμερικανικό σινεμά να γνωρίζει στα 1970’s μια κινηματογραφικά ελπιδοφόρα ανανέωση των εκφραστικών του μέσων, ο Pakula, ακολουθώντας κατά πόδας το περίφημο ρεύμα, δημιουργεί εδώ ένα αστυνομικό δράμα χαρακτήρων που δεν παύει να εκπλήσσει με τη φρεσκάδα του ακόμα και σήμερα. Μια ταινία που δεν αναλώνεται αισθητικά σε αναίτιο πιστολίδι και αιματοβαμμένες σκηνές, αλλά ούτε στην εύκολη σάρκα και το συναισθηματικό μελό που θα εκβίαζε βλέμματα και συνειδήσεις. Αντίθετα, ποντάρει απόλυτα σε δύο καλοστημένους χαρακτήρες αναδεικνύοντας τους, εκουσίως και μοιραία, σε σύμβολα του δυτικού κόσμου. Ταυτόχρονα, επενδύοντας στον εξομολογητικό τόνο της ηρωίδας της Fonda, χτίζει μια ατμόσφαιρα αγωνίας, βασισμένης σε έναν ιδιότυπο ψίθυρο και όχι στον κραυγαλέο ντετέκτιβ με το μεγάλο όπλο.
Δημιουργώντας, βέβαια, τελικά το πορτρέτο μιας κοινωνίας, αφαιρεί από την ίδια την ταινία του τη διαρκή εγρήγορση του παραδοσιακού αστυνομικού μοτίβου, και της χαρίζει μάλιστα ένα κλισέ και απόλυτα αναμενόμενο φινάλε. Κι αν ο Pakula δημιουργεί μια ταινία με ελλείψεις και μειονεκτήματα, πρόκειται εδώ για πταίσματα, τα οποία, ως άλλη μεγάλη μύτη ή νευρική ιδιοσυγκρασία, χαρίζουν τελικά κινηματογραφική γοητεία.
Βαθμολογία: