Η ιστορία ακολουθεί την Κλίο, μια νέα οικιακή βοηθό μιας οικογένειας στη Ρόμα, μια γειτονιά μεσαίας τάξης στην Πόλη του Μεξικού, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Σκηνοθεσία:
Alfonso Cuaron
Κύριοι Ρόλοι:
Yalitza Aparicio … Cleo
Marina de Tavira … Κα Sofia
Fernando Grediaga … Κος Antonio
Jorge Antonio Guerrero … Fermin
Marco Graf … Pepe
Daniela Demesa … Sofi
Carlos Peralta … Paco
Diego Cortina Autrey … Tono
Nancy Garcia … Adela
Veronica Garcia … Κα Teresa
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Alfonso Cuaron
Παραγωγή: Nicolas Celis, Alfonso Cuaron, Gabriela Rodriguez
Φωτογραφία: Alfonso Cuaron
Μοντάζ: Alfonso Cuaron
Σκηνικά: Eugenio Caballero
Κοστούμια: Anna Terrazas
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Roma
- Ελληνικός Τίτλος: Ρόμα
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ σκηνοθεσίας, ξενόγλωσσης ταινίας (Μεξικό) και φωτογραφίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Yalitza Aparicio), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Marina de Tavira), αυθεντικό σενάριο, σκηνικά, ήχο και ηχητικά εφέ.
- Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας και ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για σενάριο.
- Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας και ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για σενάριο, μοντάζ και σκηνικά.
- Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία εμπεριέχει έντονα βιογραφικά στοιχεία του σκηνοθέτη.
- Ο Alfonso Cuaron είχε δηλώσει πως το σενάριο γράφτηκε μία κι έξω, δεν το διάβασε ξανά ποτέ για διορθώσεις, ενώ επιπλέον δεν το έδειξε πουθενά πριν αυτό ολοκληρωθεί.
- Επειδή στην ταινία εμφανίζονται κατά κύριο λόγο ερασιτέχνες ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης αποφάσισε να μη γίνουν γυρίσματα σε στούντιο, μια και αυτό θα τους δυσκόλευε. Βοηθητικό αποδείχτηκε για τους κύριους λόγους και το γεγονός ότι τα γυρίσματα έγιναν με χρονολογική σειρά γεγονότων.
- Η Yalitza Aparicio βρίσκεται υποψήφια για Όσκαρ, κι ενώ δεν είχε καμία πρότερη εμπειρία από ηθοποιία. Αστειευόμενη έλεγε ότι η μόνη της εμπειρία από υποκριτική ήταν όταν έλεγε ψέματα στους γονείς και τους δασκάλους της.
- Κατά τα γυρίσματα, αποκαλύφθηκε ότι μέρος του συνεργείου της ταινίας έπεσε θύμα ληστείας. Μάλιστα, αυτή έγινε υπό τη μορφή επίθεσης, όπου δύο γυναίκες χτυπήθηκαν, πέντε μέλη του συνεργείου κατέληξαν στο νοσοκομείο, ενώ όλα τους τα υπάρχοντα κλάπηκαν. Σε άλλη αναφορά, υπάλληλοι του δήμου προσπάθησαν να κλείσουν βιαίως τις κάμερες, παρότι το συνεργείο είχε άδεια να τραβήξει. Ακολούθησε καβγάς ανάμεσα στις δύο ομάδες αντρών.
- Το φιλμ πήρε μερική κι επιλεκτική διανομή σε κάποιες χώρες, μετά από μια περιοδεία σε φεστιβάλ, αλλά ευρέως -με εξαίρεση το Μεξικό- διανεμήθηκε μέσω της συνδρομητικής πλατφόρμας του Netflix. Το αφεντικό της πλατφόρμας, ο Scott Stuber, χρειάστηκε να δει μόνο 12 λεπτά ταινίας για να αγοράσει τα δικαιώματα διανομής.
- Μία ημέρα πριν την απονομή των Όσκαρ, το φιλμ κατέγραψε 418 χιλιάδες θεάσεις στο Netflix.
- Έντονος διάλογος άνοιξε όταν ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες των Όσκαρ, με την ταινία να διεκδικεί 10 βραβεία. Αυτός αφορούσε το κατά πόσο θα μπορούσαν οι ταινίες συνδρομητικών πλατφορμών να λογίζονται ως ίσες κινηματογραφικά με αυτές που διανέμονται κανονικά στις μεγάλες οθόνες. Ο Steven Spielberg ήταν ανάμεσα σε αυτούς που θεωρούσαν ότι η ταινία (χωρίς να την κατονομάζει άμεσα) δεν έπρεπε καν να νομιμοποιείται για τα βραβεία. Για πολλούς, έχασε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας από το Πράσινο Βιβλίο ακριβώς λόγω αυτού του ζητήματος.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το σάουντρακ αποτελείται από επιλογές του Cuaron που αφορούν επιτυχίες της δεκαετίας του 1970. Αυτές ποικίλουν ανάμεσα σε αγγλόφωνα και ισπανόφωνα τραγούδια. Λίγο όμως αργότερα, ακολούθησε και το Music Inspired by the Film Roma, με σύγχρονα τραγούδια εμπνευσμένα από την ταινία. Από αυτά, το When I Was Older (Billie Eilish) και το Tarantula (Beck) βγήκαν αυτόνομα και σε σινγκλ.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 15/12/2018
Ο Alfonso Cuaron έχει αποκτήσει ουσιαστικά το στίγμα του δημιουργού από τα «Παιδιά των Ανθρώπων» και ύστερα, άλλο που και η φιλμογραφία του προ αυτού του κομβικού σημείου έχει να επιδείξει μερικές θαυμάσιες ταινίες. Ειδικά το «Θέλω και τη Μαμά σου» συγκαταλέγεται σίγουρα στις σπουδαιότερες κινηματογραφικές ιστορίες ενηλικίωσης του προηγούμενου αιώνα. Εδώ βρίσκεται στην πιο προσωπική και συνάμα αντιεμπορική στιγμή της καριέρας του. Πρόθεσή του η κατασκευαστική τελειομανία που δεν περιορίζεται μονάχα στην εικόνα αλλά επεκτείνεται και στον ήχο. Ως προς το δεύτερο ειδικά, η δουλειά που έχει γίνει δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του σινεμά (sic). Είναι απίστευτος ο ρεαλισμός στην αλλαγή των εντάσεων ανάλογα με την απόσταση από την πηγή του ήχου, αλλά και η λεπτομέρεια με την οποία έχει σχεδιαστεί το τοπίο των θορύβων που περιβάλλει τους ήρωες. Ωστόσο τον πρώτο λόγο τον έχει αδιαμφισβήτητα η εικόνα. Ο σχεδόν κιουμπρικικός περφεξιονισμός με τον οποίο συνθέτει το κάδρο, κατευθύνει ηθοποιούς και κομπάρσους και κινεί την κάμερα ο σκηνοθέτης του «Gravity» είναι ο ορισμός της υψηλής τεχνικής και τέχνης, ο δε τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τους ουκ ολίγους συμβολισμούς, διακριτικά και πάντοτε τοποθετώντας τους εντός αφηγηματικού πλαισίου δείχνει μια ωριμότητα που λίγοι σύγχρονοι κινηματογραφιστές έχουν πετύχει την τρέχουσα δεκαετία.
Κάτω από το απαιτητικό φορμαλιστικά περιτύλιγμα για τον μέσο θεατή κρύβεται μια εξαιρετικά προσβάσιμη όσο και συγκινητική νοηματική. Όσο μπανάλ και να ακούγεται ένα επιμύθιο του τύπου «οικογένεια δεν είναι το αίμα, αλλά οι δεσμοί αγάπης που σχηματίζονται», η διαδρομή την οποία παίρνει το φιλμ για να φτάσει σε αυτό αλλά και ο βιωματικός τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται το καθιστούν ένα πραγματικό βάλσαμο για την ψυχή, άκρως λυτρωτικό σε μια πορεία τέτοιας έντασης και βαρύτητας που έχει σχεδόν ψυχοφθόρα αποτελέσματα για τον θεατή που τη «νιώθει» μέχρι να φτάσει η αποζημίωση στην προαναφερθείσα της μορφή. Πολύ έξυπνη και η ένταξη του πολιτικού μηνύματος, πρωτίστως ανθρωπιστικό εν γένει και δευτερευόντως φεμινιστικό και αντιφασιστικό, έτσι ώστε ποτέ να μην υπερκαλύπτει την ιστορία ή, όπως γίνεται σε σινεμά ευρύτερης κατανάλωσης, να βάζει τους ήρωες να προχωρούν σε μακροσκελείς και πομπώδεις μονολόγους για να υπογραμμίσουν την προβληματική στον θεατή. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί διόλου και η δουλειά που γίνεται στο σενάριο: η αποσπασματική δομή της αφήγησης, πέραν του ότι καταφέρνει συνάμα να καταστήσει κάθε επεισόδιο που λαμβάνει χώρα στην ταινία αυτοτελές νοηματικά αλλά και όλα μαζί αλληλένδετα μεταξύ τους, δίνει και μια πραγματική αίσθηση «φέτας ζωής» σε όσα διαδραματίζονται στο πανί, προσδίδοντάς τους μια φυσικότητα που εύκολα θα μπορούσε να εκπαραθυρωθεί με το στυλιζάρισμα των εικόνων.
Μια παράμετρος που ενδέχεται να περάσει απαρατήρητη είναι η στωική και άκρως μαγνητική παρουσία της Yalitza Aparicio. Στο πρόσωπό της, που σπανίως φαίνεται να «σπάει», αλλά και στο πως στέκεται στο χώρο ακόμη, πάντοτε διακριτική αλλά έτοιμη να κάνει και την υπέρβαση στην κίνηση όποτε χρειάζεται (άλλωστε μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές εδώ βασίζεται σε αυτό ακριβώς το στοιχείο) φαίνεται να διαγράφεται ολόκληρο το πολύπαθο 1971 για το Μεξικό αλλά και η γυναίκα ως οντότητα εντός του συγκεκριμένου χωροχρονικού πλαισίου, την ίδια στιγμή που αλλού στον κόσμο από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας κιόλας η θέση της στην κοινωνία μοιάζει να περνάει από μια φάση ριζικής αναθεώρησης. Πρόκειται για μια σπουδαία ερμηνεία, δυστυχώς όχι τόσο αβανταδόρικη για να έχει την αναγνώριση που της αξίζει από άποψη βραβεύσεων. Ίσως η μοναδική ένσταση που μπορεί να υπάρξει για το σύνολο είναι πως η απόφαση του Cuaron να προσεγγίσει την ιστορία του ως μια τοιχογραφία αποστασιοποιεί κάπως τον θεατή από τη συναισθηματική διάσταση των δρώμενων. Πέραν αυτού, πρόκειται για ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, ένα καλλιτεχνικό στοίχημα που κερδίζεται και με το παραπάνω και σίγουρα μια από τις κορυφαίες κινηματογραφικές στιγμές του 2018.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 15/12/2018
O Alfonso Cuaron έχει επιδείξει μια αξιοσημείωτη ευελιξία με την ικανότητα του να συνθέτει την κομψότητα της παλιάς σχολής του Χόλιγουντ με την τραχύτητα των πιο σκοτεινών σύγχρονων ιστοριών. Ο μεξικανός auteur υπήρξε ο σκηνοθέτης ερωτικών road movies («Θέλω και τη Μαμά σου» (2002)), δυστοπικών θρίλερ («Τα Παιδιά των Ανθρώπων» (2006)) και της καλύτερης ταινίας στη σειρά του Χάρι Πότερ, του «Φυλακισμένου του Αζκαμπάν» (2004). Με το sci-fi θρίλερ του «Gravity» (2013), ο Cuaron δημιούργησε ένα κέντημα από μεταφορές, υπαρξιακά θέματα και εικόνες που φιλοσοφούν για τη γέννηση, τον θάνατο και το ερεβώδες άπειρο του διαστήματος. Τώρα ο ίδιος πηγαίνει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Με την αυτοβιογραφική ελεγεία “Roma” καταδύεται με μυστικισμό και νηφαλιότητα στην παιδική του ηλικία στο Μεξικό, σε ένα γεμάτο ανθρώπινη θέρμη και οπτική σαγήνη αφιέρωμα στις ανθεκτικές γυναίκες που τον ανέθρεψαν. Σε αυτό το βαθύτατα προσωπικό έργο, παρατηρεί πρωταρχικά τον μικρόκοσμο της οικογένειας του, προτού εξαπλωθεί για να αποκαλύψει σταδιακά τον κοινωνικό και πολιτικό καμβά της δεκαετίας του 1970 στην πόλη του Μεξικού, όπου μεγάλωσε στη Roma, μια γειτονιά της μεσαίας τάξης.
Ο Cuaron αποτυπώνει τις προσωπικές του αναμνήσεις κατακτώντας ένα επίπεδο σκηνοθετικής καθαρότητας που πολύ σπάνια συναντάμε στη σύγχρονη εποχή, θυμίζοντας μας την αισθητική του ευρωπαϊκού σινεμά της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Παρακολουθώντας το “Roma”, βλέπουμε ένα ισπανόφωνο κοινωνικό δράμα που έχει αποτυπωθεί σε εκτυφλωτικά πρωτόγονο ασπρόμαυρο, και παρατηρούμε τις κινήσεις της κάμερας, όπως γλιστρά στα περίτεχνα μονοπλάνα του. Είναι μια ζωογόνα ταινία που μας υπενθυμίζει τη δύναμη της αγάπης, την καρτερικότητα και την αντοχή των γυναικών, αλλά και τους άρρηκτους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων.
Στην καρδιά της ιστορίας βρίσκεται η ντόπια οικιακή βοηθός Cleo (εξαιρετικά ταλαντούχα η ερασιτέχνης Yalitza Aparicio), η οποία εργάζεται για τη στοργική αλλά περιστασιακά νευρωτική Sofia (καταπληκτική και συγκρατημένη η Marina de Tavira) και την υπόλοιπη οικογένειά της. Η θαυμαστή ερμηνεία της Aparicio φέρνει στον ρόλο της Cleo κάτι τρυφερό, λεπτό, στωικό και ανιδιοτελές, αποτελώντας το κόσμημα αυτής της εξαιρετικής ταινίας.
Μέσα από τη διασταύρωση των μακρών λήψεων που καταγράφουν τη μονοτονία των εργασιών της Cleo, ο Cuaron τιμά το καθημερινό τελετουργικό της: καθαρίζει, φροντίζει τα τέσσερα ζωηρά παιδιά που αγαπάει σαν δικά της με τη βοήθεια της καλύτερης φίλης της και συναδέλφου Adela (Nancy García García), και ούτω καθεξής. Παράλληλα διατηρεί ερωτική σχέση με τον Fermín (Antonio Guerrero), έναν ανεύθυνο λάτρη των πολεμικών τεχνών.
Αρχικά, οι ζωές της Cleo και της Sofia τρέχουν σε παράλληλες αλλά απομονωμένες γραμμές, εκτός από τις τακτικές οικιακές εργασίες και τις ζεστές βραδιές που ξοδεύονται από κοινού μπροστά στην τηλεόραση, όπου η Cleo αντιμετωπίζεται ως μέλος της οικογένειας. Αλλά όταν ένας χωρισμός και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ανατρέψει τις ζωές των δύο γυναικών, οι μοίρες τους διαπλέκονται για πρώτη φορά με πραγματική σημασία. Η αντίδραση της Sofia είναι μια εκπληκτική έκφραση συμπάθειας, που αναδύεται και αποκαλύπτεται ίσως επειδή ο γάμος της καταρρέει. Η αλληλεγγύη μεταξύ αυτών των ταξικά ανόμοιων γυναικών οδηγεί στις πιο συγκινητικές στιγμές της ταινίας, όταν η Sofia προσεγγίζει και συμβουλεύει την Cleo: «Δεν έχει σημασία τι σου λένε. Οι γυναίκες είμαστε πάντα μόνες», ή στη συνταρακτική σκηνή ανθολογίας με τα παιδιά στη θάλασσα. Και καθώς ο κόσμος γύρω τους καταρρέει αργά -με σεισμούς, πυρκαγιές, βίαιες πολιτικές διαδηλώσεις και ένα ιδιαίτερα τραυματικό επεισόδιο απίστευτης θλίψης, γυρισμένο με απαράμιλλη ενσυναίσθηση- το συναισθηματικό πεδίο της ταινίας μεγαλώνει και βαθαίνει.
Για να μπορέσει το «Ρόμα» να αποδώσει την πλήρη συναισθηματική ισχύ του, ο θεατής πρέπει να παρουσιάσει όχι μόνο υπομονή αλλά και σθένος. Ο χαλαρός, υπνωτιστικός ρυθμός της ταινίας κατά την πρώτη ώρα επιτρέπει στον σεναριογράφο/σκηνοθέτη Alfonso Cuaron να βυθιστεί σταδιακά σε αυτόν τον συνηθισμένο κόσμο με συνηθισμένους χαρακτήρες και συνηθισμένες καταστάσεις έτσι ώστε τα μεταγενέστερα γεγονότα να έχουν ασυνήθιστα έντονο αντίκτυπο.
Κάθε σκηνή, κάθε χαρακτήρας και κάθε πλάνο έχουν καλλιεργηθεί με φροντίδα. Σε όλη τη διάρκεια του “Roma”, ο Cuaron απαιτεί από τον θεατή να γεύεται προσεκτικά το κάθε καρέ του, με το βλέμμα του να σαρώνει όλη την έκταση της οθόνης, ακόμη και τις γωνίες, για να δει μικρές αλλά σημαντικές θεματικές λεπτομέρειες εντατικοποιημένες από ένα ιδιαίτερο είδος ηχητικού περιβάλλοντος που προωθεί την εμβληματική φύση της ταινίας. Η πορεία της μνήμης περιστασιακά τέμνεται από χιουμοριστικά ανέκδοτα για ένα οικογενειακό σκυλί και ένα εξαιρετικά ευρύ Ford Galaxie που μόλις χωράει στο στενό δρομάκι της εισόδου.
Το σωρευτικό αποτέλεσμα του εξερευνητικού και ευαίσθητου φακού του Cuaron, που ανέλαβε και τη διεύθυνση φωτογραφίας στη θέση του μόνιμου συνεργάτη του, Emmanuel Lubezki, είναι μια εκπληκτική αλληλεπίδραση του προσκήνιου και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Η ταινία διαθέτει την αυστηρή αυθεντικότητα ενός docudrama, αλλά και τη μεθυστική και λυρική ποίηση των αναμνήσεων όπως φιλτράρονται μέσα σε ένα γλυκό όνειρο. Ο Cuaron αναμετριέται με την ψυχή του νεορεαλισμού του Rosselini, τον αυτοβιογραφικό ρεμβασμό του Fellini, το γαλήνιο βλέμμα της χαμηλά τοποθετημένης κάμερας του Ozu, και τον ουμανισμό του γαλλικού κλασικισμού.
Πηγαίνουμε στα σινεμά για πολλούς διαφορετικούς λόγους. Πηγαίνουμε για να γελάσουμε. Να ξεφύγουμε. Να φοβηθούμε. Μερικές φορές, όμως, πηγαίνουμε στις ταινίες με την ελπίδα να δούμε κάτι τόσο ξεχωριστό, τόσο όμορφο, τόσο ζωντανό που δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Το ‘’Roma” του Alfonso Cuaron είναι ακριβώς μια τέτοια ταινία. Είναι ένα καθαρό αριστούργημα, μια μαρτυρία για τη γυναικεία αντοχή. Είναι ο κινηματογράφος στην πιο αγνή και ανθρώπινη έκφανση του.
Βαθμολογία: