
Όλα ξεκίνησαν ένα χάραμα, με τρεις νεαρούς σέρφερ μέσα στην άγρια θάλασσα. Λίγες ώρες αργότερα, συμβαίνει ένα ατύχημα. Τώρα, απόλυτα εξαρτημένος από τεχνίτη υποστήριξη σε νοσοκομείο της Χάβρης, η ζωή του Σιμόν είναι κάτι περισσότερο από σκέτη φαντασίωση. Την ίδια ώρα, στο Παρίσι, μια γυναίκα περιμένει τη μεταμόσχευση οργάνου που θα δώσει νέα ώθηση στη ζωή.
Σκηνοθεσία:
Katell Quillevere
Κύριοι Ρόλοι:
Tahar Rahim … Thomas Remige
Emmanuelle Seigner … Marianne
Anne Dorval … Claire Mejean
Bouli Lanners … Δρ Pierre Revol
Kool Shen … Vincent
Monia Chokri … Jeanne
Alice de Lencquesaing … Alice Harfang
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Katell Quillevere, Gilles Taurand
Παραγωγή: Philippe Martin, Justin Taurand, David Thion
Μουσική: Alexandre Desplat
Φωτογραφία: Tom Harari
Μοντάζ: Thomas Marchand
Σκηνικά: Daniel Bevan
Κοστούμια: Isabelle Pannetier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Reparer les Vivants
- Ελληνικός Τίτλος: Δύο Καρδιές
- Διεθνής Τίτλος: Heal the Living
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Reparer les Vivants της Maylis De Kerangal.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για σενάριο στα Cesar.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/4/2017
Ο δεκαεννιάχρονος Simon εμπλέκεται σε ένα σοβαρό τροχαίο δυστύχημα στη διαδρομή της επιστροφής από μια τοποθεσία, στην οποία επιδιδόταν μαζί με φίλους του στην αγαπημένη του δραστηριότητα, το σερφ. Οι γιατροί ενημερώνουν τους γονείς του, Marianne και Vincent, ότι το παιδί είναι πλέον εγκεφαλικά νεκρό. Συντετριμμένοι οι ίδιοι, αρνούνται αρχικά να αποδεχθούν το γεγονός, ενώ εν τω μεταξύ τούς γίνεται μια πρόταση από έναν εκ των γιατρών να δωρίσουν αν επιθυμούν όργανα από το σώμα του παιδιού τους σε κάποιον που το έχει ανάγκη. Αν και δε θα δεχθούν να το πράξουν αυτό, από ένα σημείο κι έπειτα τα πράγματα θα πάρουν τον δρόμο τους, έτσι ώστε δυο καρδιές, αυτή του Simon και αυτή της Claire που ασθενεί, μιας μητέρας δυο παιδιών, θα συνδεθούν.
Ξεκινώντας με γρήγορο ρυθμό και ζωντάνια, το «Δύο Καρδιές» μεταδίδει κάτι από τον νεανικό παλμό τού αρχικά εμφανιζόμενου ως πρωταγωνιστή, του Simon, με μια κάμερα που τον ακολουθεί με μια ζωηράδα, σαν να θέλει να απορροφήσει τη ζωντάνια του. Αποκορύφωμα αυτής της αίσθησης οι σκηνές σερφ, γυρισμένες σε αργή κίνηση, ονειρικές σχεδόν σε εικαστικό επίπεδο, πανέμορφες οπτικά, αποτελούν το κρίσιμο χρονικό σημείο εντός του φιλμ όπου η Katell Quillevere κερδίζει το στοίχημα να εντάξει τον θεατή στο σύμπαν της. Εστιάζοντας ποτέ στην οικογένεια του Simon, πότε στους γιατρούς που κάνουν το παν για να γίνουν όλα σωστά και πότε στην Claire και τη ζωή της, η ταινία σπάει έτσι σε πολλά κομμάτια θυμίζοντας Alejandro Gonzalez Inarritu κι εύλογα προξενώντας προσδοκίες σχετικά με την εξέλιξη της ιστορίας, πόσο θα περιπλεχθεί και αν θα υπάρξουν απρόσμενες συνδέσεις πέραν των προφανών μεταξύ των υποπλοκών. Στην πραγματικότητα, όμως, το μελόδραμα της Quillevere δεν θα προχωρήσει σε ανατροπές κι απροσδόκητα μονοπάτια, εξιστορώντας κάτι πολύ απλό, που όμως δεν στερείται γνήσιου συναισθήματος, ειδικά όσον αφορά τις σκηνές όπου οι γονείς του Simon έρχονται αντιμέτωποι με τη δυσκολία των αποφάσεων που τους περιμένουν. Δυστυχώς, όμως, το τελικό αποτέλεσμα, αν και συγκινητικό και σίγουρα με καλές προθέσεις, έχει κάποια προβλήματα. Πέραν μίας μονάχα σκηνής που κάνει αναδρομή στο παρελθόν, ουσιαστικά δεν δίνεται η ευκαιρία στον θεατή να μάθει περισσότερα πράγματα για τον χαρακτήρα του Simon κι άρα να ενδιαφερθεί σε μεγαλύτερο βάθος για τη μοίρα που του επιφυλάσσεται, σε αντίθεση με την Claire στην οποία δίνεται σαφώς μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ανάπτυξης της δικής της ιστορίας. Επιπλέον, η απλότητα της ιστορίας που αφηγείται καθιστά και την ταινία κάπως μονοδιάστατη κι επιφανειακή, δίνοντας τελικά την αίσθηση πως αυτό που παρακολουθεί στην οθόνη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και μια εκστρατεία ενημέρωσης για τη δωρεά οργάνων στη μορφή εκπαιδευτικής ταινίας χρηματοδοτούμενη από το γαλλικό κράτος, γεγονός που βέβαια κάθε άλλο παρά κατακριτέο είναι, αλλά σίγουρα στοιχίζει αρκετά σε δραματουργικό ενδιαφέρον. Από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, όταν όλα παίρνουν τον αναμενόμενο δρόμο τους, αν και υπάρχει ενδιαφέρον που συνδέεται με τον ρεαλισμό στις σκηνές του χειρουργείου, ουσιαστικά το φιλμ μπαίνει στον αυτόματο πιλότο και μάλλον επαναπαύεται στο καθαρτήριο κλάμα που επιδιώκει να προκαλέσει με την κατάληξη της υπόθεσης. Η άνιση κατανομή χρόνου στους ήρωες, επιπλέον, αδικεί κάποιους από τους ηθοποιούς που προσπαθούν περισσότερο στους δικούς τους ρόλους, όπως για παράδειγμα η Emmanuelle Seigner που είναι εξαιρετική, αλλά δυστυχώς δεν αξιοποιείται όσο θα έπρεπε.
Παρά αυτές τις ενστάσεις, η δουλειά που έχει γίνει είναι αξιοπρεπής κι ευπρόσωπη, το δράμα δεν γίνεται εκβιαστικό, παρόλο που πολλάκις η απογοητευτικά μονότονη μουσική του συνήθως εξόχου Alexandre Desplat δίνει την εντύπωση πως προσπαθεί να στραγγίξει και το τελευταίο δάκρυ που θα χυθεί εντός της αίθουσας, και γενικότερα απουσιάζει η φτήνια και το ψεύτικο συναίσθημα που πιθανόν να επικρατούσε στα χέρια ενός δημιουργού με λιγότερη φινέτσα. Εν ολίγοις, ένα τίμιο και ειλικρινές έργο παρά κάποιες αδυναμίες.
Βαθμολογία: