Μια πράκτορας εργάζεται για μια εταιρεία που χρησιμοποιεί τεχνολογία εμφυτευμάτων εγκεφάλου για να κυριαρχήσει στα σώματα άλλων ανθρώπων, ώστε εκείνοι να διαπράξουν δολοφονίες. Εκείνη όμως χάνει σιγά σιγά τον έλεγχο του μυαλού της, όταν μπαίνει σε ένα νέο σώμα.

Σκηνοθεσία:

Brandon Cronenberg

Κύριοι Ρόλοι:

Andrea Riseborough … Tasya Vos

Christopher Abbott … Colin Tate

Rossif Sutherland … Michael Vos

Tuppence Middleton … Ava Parse

Sean Bean … John Parse

Jennifer Jason Leigh … Girder

Kaniehtiio Horn … Reeta

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Brandon Cronenberg

Παραγωγή: Fraser Ash, Niv Fichman, Kevin Krikst, Andrew Starke

Μουσική: Jim Williams

Φωτογραφία: Karim Hussain

Μοντάζ: Matthew Hannam

Σκηνικά: Rupert Lazarus

Κοστούμια: Aline Gilmore

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Possessor
  • Ελληνικός Τίτλος: Possessor
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Possessor Uncut

Παραλειπόμενα

  • Είχε ανακοινωθεί και η Stacy Martin στο αρχικό καστ.
  • Ο Brandon Cronenberg δήλωσε ότι εμπνεύστηκε το σενάριο από δύο πηγές. Το βιβλίο Physical Control of the Mind: Toward a Psychocivilized Society του Jose Delgado, και τη δική του μικρού μήκους ταινία Please Speak Continuously and Describe Your Experiences as They Come to You.
  • Χρησιμοποιήθηκε ελάχιστο CGI, με τον Cronenberg να επιμένει στα παραδοσιακά, πρακτικά εφέ.
  • Στον Καναδά βγήκε η uncut εκδοχή με χαρακτηρισμό “ακατάλληλη 18”. Στις ΗΠΑ όμως κόπηκαν κάποιες σκηνές σεξ και βίας, ώστε να βγει με το R.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 24/11/2020

Η κλισέ έκφραση περί μήλου που πέφτει κάτω από τη μηλιά έρχεται στον νου ενώ παρακολουθεί κανείς τη δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Brandon Cronenberg, γιου του David. Πρώτα από όλα, είναι έντονη η παρουσία της θεματολογίας του σωματικού τρόμου, και μάλιστα με οπτικά γλαφυρό τρόπο, κι από κοντά ακολουθούν οι προβληματικές περί ταυτότητας, σεξουαλικότητας, κυριαρχίας της τεχνολογίας πάνω στο στοιχείο του ανθρώπινου παράγοντα και σύνδεσης μεταξύ ανθρώπινης φύσης και ροπής προς τη βία. Εμφανείς λοιπόν οι φιλόδοξες προθέσεις, παρά τη μικρή εμβέλεια της παραγωγής. Ωστόσο, παρά τις υποσχέσεις που αφήνει για τον δημιουργό του και τη συνέχεια της σκηνοθετικής του καριέρας, το «Possessor», εκτός από ενδιαφέρον, είναι και αρκετά άνισο.

Αισθητικά είναι αν μη τι άλλο ιντριγκαδόρικο, με τις εναλλαγές μεταξύ κλινικής ψυχρότητας κι έντονων χρωμάτων να ελκύουν την προσοχή, και οι πινελιές ψυχεδέλειας που συμπεριλαμβάνονται στο σύνολο το «νοστιμεύουν». Συχνά όμως το οπτικό στιλ μοιάζει να απασχολεί τον υιό Cronenberg πολύ περισσότερο από την ουσία, με αποτέλεσμα να μην εμβαθύνει και στον επιθυμητό βαθμό στις θεματικές που επιθυμεί να επικεντρωθεί. Ειδικά το ψυχογράφημα της κεντρικής ηρωίδας στερείται βάθους: είναι απλά μια κάπως εφετζίδικη κατάδυση στην κόλαση, χωρίς να δίνονται ικανοποιητικές εξηγήσεις με κάποιο επαρκές παρελθοντικό υπόβαθρο για το πώς φτάνει σε συγκεκριμένα κομβικά σημεία η εσωτερική διαδρομή της πρωταγωνίστριας. Δεν βοηθάει και το ότι, λόγω της φύσης της ιστορίας, η παρουσία της αξιόπιστης Andrea Riseborough μπροστά από τον φακό είναι σχετικά περιορισμένη για χάρη του Christopher Abbott, του οποίου οι ερμηνευτικές δυνατότητες συγκριτικά είναι μικρότερου βεληνεκούς, ειδικά για αυτό που καλείται να αποδώσει εδώ.

Οι πολιτικές προεκτάσεις της ιστορίας και το πεσιμιστικό επιμύθιο του τύπου «το σύστημα πάντα θα βρει τρόπους να κερδίσει στο τέλος» είναι ομολογουμένως καλύτερα επεξεργασμένα, χάρη και σε μια κλιμάκωση κι ένα φινάλε που ανυψώνουν ποιοτικά το τελικό αποτέλεσμα. Ο Cronenberg δεν πέφτει στην παγίδα να περιοριστεί λόγω ταπεινού προϋπολογισμού, και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα δυστοπικό σύμπαν περισσότερο μέσω ατμόσφαιρας με αρκετή επιτυχία. Επίσης, βρίσκεται μια χρυσή τομή μεταξύ των b-movie καταβολών της κεντρικής σεναριακής σύλληψης και της καλλιτεχνίζουσας τάσης της εικονογραφίας, με το φιλμ να είναι σίγουρα εξυπνότερο από τον μέσο όρο των δημιουργιών που εντάσσονται στην προαναφερθείσα κινηματογραφική υποκατηγορία, αλλά και με έναν στοιχειωδώς στέρεο δραματουργικό σκελετό ώστε να μην μπορεί να κατηγορηθεί για δηθενίστικη άσκηση ύφους, αν και φλερτάρει πολύ τακτικά με αυτό τον χαρακτηρισμό. Αν ως σεναριογράφος ο Cronenberg ήταν εξίσου καλός στο να δημιουργήσει άρτιους χαρακτήρες με το να επινοήσει μια πλοκή, σίγουρα θα προέκυπτε κάτι υπερβατικά αξιόλογο.

Το ότι ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι ακόμη σχετικά άγουρος σε δημιουργικό επίπεδο, φαίνεται κι από τον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποιεί τη βία. Οι σκηνές στις οποίες μπαίνει στο κάδρο διέπονται από μια αχρείαστη υπερβολή, που για λίγο δεν φλερτάρει με την παρωδία. Γίνεται κατανοητό ως έναν βαθμό πως αυτό γίνεται συνειδητά για να εξωτερικεύσει την ψυχική τρικυμία κυρίως της ηρωίδας της Riseborough, ωστόσο η συσσώρευση όλων αυτών των αιματηρών εκρήξεων επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο, τον κορεσμό αντί για το σοκ. Υπάρχουν και κάποιες λεπτομέρειες που μαρτυρούν πως ο σχεδιασμός του συγκεκριμένου κινηματογραφικού σύμπαντος δεν έχει γίνει όσο προσεκτικά θα έπρεπε, και που ενδέχεται να «πετάξουν έξω» τον θεατή που θα τις αντιληφθεί.

Τελικά, όμως, παρά τα εμφανή ψεγάδια, δεν γίνεται παρά να εκτιμήσει κάποιος πως τουλάχιστον αυτό που προκύπτει είναι μια δουλειά με έντονη προσωπικότητα, με σαφείς κρονενμπεργκικές επιρροές, αλλά με δική της, διακριτή ταυτότητα. Και σε ένα είδος όπως η επιστημονική φαντασία, όπου οι εμπορικές επιταγές έχουν επιβληθεί εμμέσως ακόμη και σε πιο «ανεξάρτητου» χαρακτήρα δείγματα, οι περιπτώσεις που δοκιμάζουν κάτι διαφορετικό από τις συνήθεις συμβάσεις σε επίπεδο νοοτροπίας είναι σίγουρα κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *