Μία ημέρα πριν από την έναρξη της μεγάλης απόβασης στη Νορμανδία, δύο αμερικανοί στρατιωτικοί πέφτουν με αλεξίπτωτο πίσω από τις γραμμές του εχθρού, κι ετοιμάζονται να ανατινάξουν έναν πυλώνα ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης σε ένα χωριό της Γαλλίας. Με φρίκη όμως θα ανακαλύψουν ότι οι ναζί διενεργούν μια σειρά από φριχτά πειράματα σε ένα εργαστήριο που βρίσκεται κρυμμένο κάτω από την εκκλησία του χωριού.
Σκηνοθεσία:
Julius Avery
Κύριοι Ρόλοι:
Jovan Adepo … Ed Boyce
Wyatt Russell … δεκανέας Ford
Mathilde Ollivier … Chloe
John Magaro … Tibbet
Pilou Asbaek … λοχαγός Wafner
Iain De Caestecker … Morton Chase
Bokeem Woodbine … λοχίας Rensin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Billy Ray, Mark L. Smith
Στόρι: Billy Ray
Παραγωγή: J.J. Abrams, Lindsey Weber
Μουσική: Jed Kurzel
Φωτογραφία: Laurie Rose, Fabian Wagner
Μοντάζ: Matt Evans
Σκηνικά: Jon Henson
Κοστούμια: Anna B. Sheppard
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Overlord
- Ελληνικός Τίτλος: Overlord
Παραλειπόμενα
- Μέχρι ενός σημείο, η γενική αντίληψη ήταν ότι θα είναι μέρος του franchise του Cloverfield, λόγω της συμμετοχής στην παραγωγή του J.J. Abrams. Παρόλα αυτά, ακόμα κάποιοι συνέχιζαν να πιστεύουν ότι παρότι η παραγωγή το αρνείται, είναι μέρος της σειράς κι απλά η διάψευση ήταν μέσα στο όλο κόλπο.
- Η πλοκή φέρει αρκετές ομοιότητες με το διήγημα Thor Meets Captain America (1986) του David Brin.
- Το φιλμ ήταν αρκετά ακριβό (με μπάτζετ 38 εκ. δολάρια) ώστε να ικανοποιηθεί με τις εισπράξεις των 41,7 εκατομμυρίων δολαρίων.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 8/11/2018
Κι εκεί που δίνεται η εντύπωση στα πρώτα λεπτά πως ο Julius Avery ήθελε να δώσει τη δική του, σε στυλ b-movie, απάντηση στη “Δουνκέρκη” του Christopher Nolan (τύπου “δεν μπορείς να αναπαραστήσεις πλήρως τη φρίκη του πολέμου χωρίς τον χαρακτηρισμό του ακατάλληλου για ανηλίκους”), κάπου στη μέση αποκαλύπτονται οι πραγματικές προθέσεις του, που δεν είναι άλλες από το να γυρίσει ένα έντιμο μέσα στη χαζομάρα και αμεσότητά του φιλμ, από αυτά που θα παίζονταν σε κάποιο grindhouse τη δεκαετία του 1970, σκηνοθετημένο όμως με τη νοοτροπία και την πειθαρχία ενός σύγχρονου μπλοκμπάστερ έστω και με διαφορετικά μεγέθη προϋπολογισμού. Παραδόξως, αν και όχι απολύτως επιτυχημένος, είναι ένας αρκετά λειτουργικός συνδυασμός. Σκληροτράχηλοι διάλογοι, παλαιάς κοπής ηρωισμοί, πομπώδεις ατάκες και μια ικανοποιητική, έστω και λίγο συγκρατημένη, δόση αίματος αναμειγνύονται για να εγγυηθούν την ψυχαγωγία ειδικά σε αυτούς που αναζητούν εναγωνίως το αποκαλούμενο καλτ στοιχείο σε αυτό που θα δουν. Η αλήθεια πάντως είναι πως το σενάριο θα μπορούσε να εναγκαλιστεί περισσότερο αυτήν την οιονεί αθωότητα και την έλλειψη σοβαροφάνειας που διέπει την κεντρική ιδέα. Αρκετές φορές η ταινία μοιάζει σφιγμένη, λίγο απρόθυμη να αυτοσαρκαστεί πραγματικά και να εκτροχιαστεί από τις ράγες ασφάλειάς της. Αν υπήρχε η θέληση εκ μέρους του Avery να σπάσει ακόμη περισσότερη πλάκα, το αποτέλεσμα σίγουρα θα ήταν διασκεδαστικότερο, χωρίς να σημαίνει ότι στην παρούσα μορφή του δεν στέκεται αξιοπρεπώς για αυτό που είναι.
Ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους το φιλμ δεν φαίνεται διατεθειμένο να ξεσαλώσει πραγματικά είναι ότι το χεράκι του έχει βάλει στο σενάριο ο “πολύς” Billy Ray του “Captain Phillips” μεταξύ άλλων. Ακόμη κι έτσι, οι σκηνές δράσης είναι στην πλειοψηφία τους λειτουργικές, το σασπένς δουλεύεται επαρκώς και οι γενικές προδιαγραφές μιας καλοστεκούμενης ταινίας είδους τηρούνται. Κάτι ακόμη που ίσως να χρειαζόταν για να “νοστιμέψει” το σύνολο ήταν ένας πιο αξιομνημόνευτος κακός. Όχι πως ο Pilou Asbæk δεν διαθέτει έστω ένα μίνιμουμ χαρισματικής παρουσίας, με ένα χαρακτηριστικό σαρδόνιο χαμόγελο μεταξύ άλλων, αλλά δεν διαφοροποιείται εντυπωσιακά από μια τυπική φιγούρα ανταγωνιστή. Γενικότερα πάντως, ένα από τα τελευταία ζητήματα που απασχολούν το “Overlord” είναι μια εις βάθος ανάπτυξη χαρακτήρων, είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Πρώτο και κύριο μέλημα είναι ξεκάθαρα η αποδραστικού τύπου διασκέδαση σε συνδυασμό με την επίδειξη τεχνικής αρτιότητας, και ακόμη κι αν δεν πιάνει το “άριστα” στους στόχους του, πιάνει αποδόσεις τέτοιες που να δικαιολογούν τουλάχιστον την παρουσία του στη μεγάλη οθόνη αντί για τα ράφια ενός βίντεο κλαμπ ή τη βιβλιοθήκη μιας υπηρεσίας στριμαρίσματος.
Στο κινηματογραφικό σύμπαν που πλάθεται εδώ υπάρχουν μοντέρνες, αναχρονιστικές για το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η δράση ευαισθησίες με μια εσάνς ευγενούς ιδεαλισμού: μεταξύ άλλων, επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπάρχουν φυλετικές διακρίσεις στα αμερικάνικα στρατεύματα, μια γυναίκα σε ένα χωριό στη γαλλική επαρχία μπορεί να ζήσει μόνη της ως η κεφαλή του σπιτιού και κρατικά μυστικά επιστημονικής φύσεως ύστερα από ατομική πρωτοβουλία δεν περνούν δια της πλαγίας οδού από τη μία χώρα στην άλλη προς ύπουλη αξιοποίηση. Αυτές οι έμμεσες πολιτικές τοποθετήσεις αποτελούν ένα χαριτωμένο γαρνίρισμα που εμπλουτίζουν μια δημιουργία με καθαρή φιλοδοξία της τη στιγμιαία τέρψη με έστω ψήγματα κάποιου βάθους. Πάντως δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το φιλμ ανήκει στην αποκαλούμενη ως σκεπτόμενη πλευρά του exploitation όπως συνέβαινε με το φετινό “Upgrade”. Η λειτουργία του είναι καθαρά αυτή ενός ρόλερ κόστερ: να προκαλέσει αστραπιαία την αγωνία και τον ενθουσιασμό για όσο διαρκεί, αφήνοντας και μια μικρή επίγευση όλων αυτών των συναισθημάτων μετά το τέλος για όποιον το παρακολουθήσει. Οι φαν του ιδιώματος σίγουρα θα το χαρούν, ειδικά από τη στιγμή που λίγες φορές δίνει την εντύπωση ότι το “ζορίζει” για να κατηγοριοποιηθεί ως καλτ. Δεν πρόκειται για αλησμόνητο σινεμά, αλλά για αυτό που αποβλέπει δουλεύει σε γενικές γραμμές.
Βαθμολογία: