Ο Άριελ, ένας ευκατάστατος πενηντάρης εργένης, λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από την πρώην κοπέλα του από την εποχή που ήταν φοιτητές. Έχει να του πει δυο απίστευτα νέα: πρώτον, πως όταν χώρισαν είκοσι χρόνια πριν, εκείνη ήταν έγκυος και κράτησε το παιδί, ένα πανέμορφο αγόρι. Το δεύτερο, θα κάνει τον Άριελ να εξερευνήσει μυστικές πτυχές πατρότητας που θα αλλάξουν τη ζωή του για πάντα.
Σκηνοθεσία:
Savi Gabizon
Κύριοι Ρόλοι:
Shai Avivi … Ariel Bloch
Assi Levy … Ronit Hilou
Neta Riskin … Yael
Yoram Toledano … Gideon
Shimon Mimran … Eli
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Savi Gabizon
Παραγωγή: Leon Edery, Moshe Edery, Savi Gabizon, Tami Leon, Chilik Michaeli, Avraham Pirchi
Μουσική: Yoram Hazan
Φωτογραφία: Asaf Sudri
Μοντάζ: Tali Helter-Shenkar
Σκηνικά: Shahar Bar-Adon
Κοστούμια: Michal Dor
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Ga’agua
Ελληνικός Τίτλος: Πόθος
Διεθνής Τίτλος: Longing
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σεναρίου στα εθνικά βραβεία του Ισραήλ. Υποψήφιο σε ακόμα 12 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 21/10/2018
Και για τι δεν μιλάει τούτη η ισραηλινή τραγικωμωδία: για το κόνσεπτ της υστεροφημίας, για την ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει στη μετά θάνατον ζωή, για τον ερωτικό πόθο που εξελίσσεται σε εμμονή, για τον εγωισμό που πολλές φορές δείχνουν οι γονείς βλέποντας στα παιδιά τους την προέκταση του εαυτού τους και όχι μια αυτόνομη ύπαρξη… Ο τρόπος με τον οποίο όμως περνάει από το ένα θέμα στο άλλο και δένονται όλα μαζί σε μια ενιαία ιστορία δε δίνει ποτέ την αίσθηση του βαρυφορτωμένου, ίσα ίσα που όλα προκύπτουν πολύ φυσικά στον ιστό που έχει πλέξει με μεράκι ο Gavizon. Εξίσου σπουδαίο είναι το πως εδώ εντοπίζεται το χιουμοριστικό στο θλιβερό και τούμπαλιν, ποτέ όμως με έναν τρόπο που να δίνει την εντύπωση πως η ταινία απλά σπάει μακάβρια πλακίτσα για να αποσπάσει εύκολα χαχανητά. Το αντίθετο, δείχνει μεγάλη κατανόηση και συμπόνοια ακόμη και στις πιο αψυχολόγητες ή φαινομενικά παράλογες ενέργειες των ηρώων, αγκαλιάζοντας τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων τους με θέρμη, με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν που έχει καθιερώσει η πραγματικά καλή ανεξάρτητη αμερικάνικη δραμεντί, χωρίς να τον κοπιάρει βήμα προς βήμα αλλά προσαρμόζοντάς τον εύστοχα στα μέτρα της κινηματογραφίας της χώρας παραγωγής της, φτιάχνοντας ένα ανέλπιστα λειτουργικό κράμα.
Το εντυπωσιακό είναι πως κανένας δεν περισσεύει από την πινακοθήκη χαρακτήρων που δημιουργεί ο Gavizon. Όλοι παίζουν ένα ρόλο, μεγαλύτερο ή μικρότερο, όλοι είναι κομμάτι ενός πολυσύνθετου και ποικιλόχρωμου παζλ που καλύπτει διαφορετικές γενιές, τάξεις και ιδιότητες. Ανάλογα και ο “μπουφές” των ερμηνειών είναι πλούσιος, με κάθε ηθοποιό να δίνει το δικό του προσωπικό στίγμα. Κι αν είναι η στωική και υπόγεια θλιμμένη φιγούρα του Shai Avivi αυτή που μένει περισσότερο στη μνήμη μετά το πέρας της θέασης, η καλύτερη ερμηνεία του φιλμ ίσως ανήκει στην Assi Levy που ανταποκρίνεται με εξαιρετική προσαρμοστικότητα στις πολλές κι αντιφατικές πτυχές της ηρωίδας της, παραδίδοντας ένα πολυδιάστατο, εξαιρετικά ενδιαφέρον πορτραίτο. Κρίμα που λόγω επιλογών που γίνονται το αποτέλεσμα δεν απογειώνεται ποτέ στη στρατόσφαιρα ενώ με μια διαφορετική μεταχείριση αυτό θα μπορούσε να γίνει πολύ πιθανό. Το σενάριο ποτέ δεν τραβάει τους χαρακτήρες στα άκρα, κάτι που δε θα ήταν θεμιτό αν τους αποδομούσε μιας και δε θα έδειχνε έτσι ευαισθησία απέναντι στο πολύ έντονο προσωπικό τους δράμα, αλλά θα ήταν δυνατό να τους τσαλακώσει κάπως, να τους δώσει κάποιες πιο σκοτεινές πλευρές, όχι στο βαθμό που θα τους καταστούσαν δυσάρεστους αλλά θα τους έδινε μια πιο περίπλοκη υπόσταση, να μπορούσαν να προκαλέσουν τόσο συμπάθεια όσο και αντιπάθεια ανεξάρτητα από την ιδιαιτερότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκονται, όχι με την πλάστιγγα να γέρνει μόνο προς την πρώτη μεριά. Αυτό επιτυγχάνεται μονάχα στις αφηγήσεις που αφορούν τον εκλιπόντα γιο, παιχνιδίζοντας με τις πολλές όψεις του που φανερώνονται μέσα από αυτές και με την εναλλασσόμενη αντίληψη που σχηματίζει για αυτόν ο θεατής.
Η γλυκόπικρη επίγευση που μένει πάντως στο φινάλε χαρακτηρίζει το σύνολο και κυρίως αποπνέει μια γνήσια τρυφερότητα, ισορροπώντας θαυμάσια μεταξύ αισιοδοξίας και μελαγχολίας. Ακόμη κι αν η τελική εντύπωση είναι αυτή μιας “μικρής” ταινίας, ο πλούτος των συναισθημάτων που τη διατρέχουν την καθιστά μια πραγματικά γεμάτη εμπειρία. Είναι αλήθεια πως η ανατομία που επιχειρείται στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση υπό την επήρεια του πένθους θα μπορούσε να είναι βαθύτερη και ακόμη πιο ουσιαστική, αλλά έστω και με το βάθος της εστίασης εκεί που βρίσκεται, πρόκειται αναμφίβολα για μια παραπάνω από επαρκής μελέτη επάνω στο θέμα. Κυρίως όμως η ανθρωπιά με την οποία είναι εμποτισμένη το φιλμ είναι που το κάνει να ξεχωρίζει, χωρίς να φοβάται την εκκεντρικότητα και το ιδιοσυγκρασιακό. Έχει δε μια σκηνή ανθολογίας (αυτή του ονείρου), που είναι και η μοναδική που κάνει την υπέρβαση από άποψη φόρμας και μένει αξέχαστη λόγω της δύναμης της εικόνας της.
Βαθμολογία: