Η αληθινή ιστορία της Μορίν Κίρνεϊ, εκπροσώπου του συνδικάτου CFDT στην πολυεθνική Areva, η οποία το 2012 αποκάλυψε ένα κρατικό μυστικό που συγκλόνισε την πυρηνική βιομηχανία της Γαλλίας. Μόνη ενάντια σε όλους, πάλεψε με νύχια και με δόντια ενάντια σε υπουργούς και βιομηχάνους, για να φέρει στο φως αυτό το σκάνδαλο και να υπερασπιστεί περισσότερες από 50.000 θέσεις εργασίας, μέχρι την ημέρα που δέχτηκε βίαιη επίθεση και είδε τη ζωή της να ανατρέπεται…

Σκηνοθεσία:

Jean-Paul Salome

Κύριοι Ρόλοι:

Isabelle Huppert … Maureen Kearney

Gregory Gadebois … Gilles Hugo

Pierre Deladonchamps … Nicolas Bremont

Francois-Xavier Demaison … Jean-Pierre Bachmann

Marina Fois … Anne Lauvergeon

Yvan Attal … Luc Oursel

Christophe Paou … Arnaud Montebourg

Aloise Sauvage … αστυνόμος Chambard

Mara Taquin … Fiona Hugo

Alexandra Maria Lara … Julie Depret

Gilles Cohen … Herve Temime

Christian Hecq … Tiresias

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Fadette Drouard, Jean-Paul Salome

Παραγωγή: Bertrand Faivre

Μουσική: Bruno Coulais

Φωτογραφία: Julien Hirsch

Μοντάζ: Valerie Deseine, Ain Varet

Σκηνικά: Francoise Dupertuis

Κοστούμια: Marite Coutard

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Syndicaliste
  • Ελληνικός Τίτλος: Εύκολος Στόχος
  • Διεθνής Τίτλος: The Sitting Duck

Σεναριακή Πηγή

  • Βιβλίο: La Syndicaliste της Caroline Michel-Aguirre.

Παραλειπόμενα

  • Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν μέσα σε 40 ημέρες και διεξήχθησαν στα μέρη όπου διαδραματίστηκε η αληθινή ιστορία.
  • Τα ονόματα της ταινίας είναι τα ίδια με αυτά των πραγματικών πρωταγωνιστών του σκανδάλου, κάτι σπάνιο σε σύγχρονη γαλλική ταινία. Για αυτό τον λόγο, η παραγωγή είχε στη διάθεση της από νωρίς ομάδα δικηγόρων.
  • Η ίδια η Maureen Kearney ενέκρινε όσα είδε από την ταινία, αν και την πρώτη φορά εγκατέλειψε την αίθουσα, μην μπορώντας να βιώσει εκ νέου ψυχολογικά όσα είχε περάσει. Αποκάλυψε όμως ότι ο χαρακτήρας της αστυνόμου είναι μυθοπλαστικός, μια κι εκείνη είχε να κάνει μόνο με άντρες αστυνομικούς.
  • Το φιλμ έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βενετίας, συμμετέχοντας στο τμήμα των Οριζόντων.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 6/9/2023

Μετά τη συμπαθέστατη «Νονά της Νύχτας», ο Jean-Paul Salome κάνει μια στροφή σε ένα πιο σοβαρό ύφος μαζί με την Isabelle Huppert και πάλι. Πριν αξιολογηθεί το αν αυτή η αλλαγή «τερέν» είναι επιτυχημένη, πρέπει να τεθούν κάποια ερωτήματα.

Πρώτον, έχει ξεπεραστεί άραγε αυτό το αμερικανικής νοοτροπίας σχήμα του «ενός ανθρώπου κόντρα στο σύστημα» όσον αφορά το σινεμά που τοποθετείται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, το οποίο εντοπίζεται κι εδώ; Σίγουρα πρόκειται για μια μέθοδο που υπεραπλουστεύει κι ενίοτε παίζει και το χαρτί της προπαγάνδας υπέρ ενός ατομικισμού με φιλελεύθερες (με την κλασική πολιτική έννοια) βάσεις εις βάρος μιας θεώρησης που τείνει περισσότερο προς τη συλλογική δράση. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που αφήνουν λίγα περιθώρια στο να ερμηνευτεί αλλιώς μια συγκεκριμένη αφήγηση, και η Maureen Kearney όντως πρόκειται για μια ιδεαλίστρια που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα από δυνάμεις που έχουν τις ρίζες τους στην καρδιά του γαλλικού κράτους. Και είναι σαφές ότι η επιμονή της ίδιας της Kearney προέρχεται όχι από μια αξιακή αντίθεση στην ύπαρξη των διαχρονικών δομών που διαθέτουν νομιμοποίηση που υπερβαίνει την αντίστοιχη του οποιουδήποτε ατόμου, αλλά από μια εγκάρδια πεποίθηση ότι πίσω από αυτούς τους μηχανισμούς κρύβεται ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο που μπορεί να έρθει με αλλαγές εκ των έσω.

Δεύτερον, είναι η επιλογή της εν λόγω αληθινής ιστορίας σαν να χρησιμοποιείται για να χρυσώσει το χάπι στον θεατή για ένα ιδιαίτερα φλέγον ζήτημα, αυτό της χρήσης πυρηνικής ενέργειας, προβάλλοντας άλλες πολιτικές παραμέτρους για να καλυφθεί ένα ενδεχόμενο «ξέπλυμα» που αφορά τη συγκεκριμένη διάσταση; Μπορεί υπό άλλες συνθήκες μια τέτοια ανησυχία να είχε ισχυρές βάσεις. Το ζήτημα όμως είναι το πού δίνει έμφαση ο Salome και ποιο είναι το πιθανότερο επιμύθιο που θα μείνει στο μυαλό της πλειοψηφίας του κοινού. Εν προκειμένω, αυτό που υπογραμμίζεται είναι οι προσπάθειες της Kearney να διασωθούν υπάρχουσες θέσεις εργασίας, όχι μια σταυροφορία για χάρη ενός συγκεκριμένου μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για να διατυπωθεί κάπως χοντροκομμένα, το να αγνοείται η πλέον σημαντική πτυχή της δράσης της εν λόγω γυναίκας, όπως και ο πόλεμος που δέχθηκε από συμφέροντα με ονοματεπώνυμα, επειδή το ενεργειακό background είναι αυτό που είναι, μοιάζει με το να κατηγορεί κανείς την Erin Brockovich ως όργανο της κεφαλαιοκρατίας επειδή απλά κάνει οικολογικό ακτιβισμό χωρίς να μιλάει ευθέως για ένα εναλλακτικό μοντέλο οικονομικής διαχείρισης.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν απαραίτητα πως στον «Εύκολο Στόχο» τα πάντα γίνονται σωστά. Αρκετές στιγμές το σενάριο γίνεται κάπως παραπάνω διδακτικό από αυτό που θα έπρεπε, ενώ και η κινηματογράφηση, αν κι έχει τη βοήθεια ενός αποτελεσματικού μοντάζ, είναι υπερβολικά συμβατική για να απογειώσει καλλιτεχνικά το σύνολο. Όμως το μήνυμα αρθρώνεται με μια ευθύτητα που σπανίζει στο πολιτικό σινεμά εν γένει σήμερα, και το γεγονός πως αποδίδονται ονομαστικά ευθύνες τη στιγμή που στο συγκεκριμένο είδος βασιλεύουν η υπόνοια και το έμμεσο υποδεικνύει ένα θάρρος εκ μέρους των συντελεστών. Οι φεμινιστικές διαστάσεις των γεγονότων, που υπήρξαν τότε αλλά στη σημερινή εποχή κάτω από τον φακό του #MeToo αποκτούν ακόμη πιο αυξημένη βαρύτητα, αναλύονται ουσιαστικά, και οι συνιστώσες του σεναρίου που παραπέμπουν σε ψυχογράφημα για την πρωταγωνίστρια ευτυχώς δεν δίνουν την αίσθηση ενός αδιάκριτου και κουτσομπολίστικου ξεψαχνίσματος. Και σίγουρα προσμετράται στα θετικά το ότι παρά την έκβαση της υπόθεσης, το φιλμ αποφεύγει τον άγονο πεσιμισμό κι εμπνέει για δράση.

Η Isabelle Huppert έχει φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο καλλιτεχνικής υπέρβασης που πραγματικά δεν έχει τίποτα άλλο να αποδείξει, οπότε την τιμάει διπλά το ότι αφοσιώνεται στον ρόλο που αναλαμβάνει σε βαθμό άκρως σχολαστικό, τη στιγμή που θα μπορούσε να ξεμπερδέψει με μια διεκπεραιωτική προσέγγιση. Η ουσία της ηρωίδας της κρύβεται στον συνδυασμό του δυναμικού και του ευάλωτου, με αμφότερα τα χαρακτηριστικά να τονίζονται εξαιρετικά διακριτικά. Η αποφασιστικότητα της Kearney αποτυπώνεται ουσιαστικά, με πράξεις, κι έναν γενικότερο αέρα που εκπέμπει φυσικά αυτοπεποίθηση, δεν την εκβιάζει. Και όταν έρχεται η οδύνη της σύγκρουσης η αλλαγή στη γενικότερη συμπεριφορά έρχεται ερμηνευτικά από τη Huppert με μια συγκλονιστικής ακρίβειας λεπτότητα, που τελικά μεγεθύνει τον συναισθηματικό αντίκτυπο της διαμάχης αυτής στον θεατή.

Κάπως έτσι προκύπτει σινεμά συναρπαστικό, εύστοχο στις επισημάνσεις του κι επίκαιρο σε πολλά από τα συμπεράσματά του. Επειδή από την αρχή καθορίζεται μια mainstream στόχευση εντοπίζεται κι ένα φιλτράρισμα για να γίνουν πιο εύπεπτες κάποιες παράμετροι, να μπει λίγο νερό στο κρασί, σε γενικές γραμμές όμως όσα λέγονται είναι σημαντικά ακόμη και υπό αυτό το πρίσμα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *