Διαφορετική και γοητευτική, η Ρώμη είναι πάντα ένα θεσπέσιο θέαμα για τους τουρίστες. Είναι Καλοκαίρι και η πόλη λάμπει από την ομορφιά της. Μέσα σε αυτό το ντεκόρ, ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα συστήνεται ως ένας 65χρονος πετυχημένος δημοσιογράφος, που ο χρόνος δεν του έχει στερήσει τη γοητεία. Σαν ένα κομμάτι του μυστηρίου της πόλης, το παρελθόν του Τζεπ ανοίγεται σιγά-σιγά αποκαλύπτοντας τα μυστικά του.

Σκηνοθεσία:

Paolo Sorrentino

Κύριοι Ρόλοι:

Toni Servillo … Jep Gambardella

Carlo Verdone … Romano

Sabrina Ferilli … Ramona

Carlo Buccirosso … Lello Cava

Giovanna Vignola … Dadina

Iaia Forte … Trumeau

Vernon Dobtcheff … Arturo

Ivan Franek … Ron Sweet

Galatea Ranzi … Stefania

Fanny Ardant … Fanny Ardant

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Paolo Sorrentino, Umberto Contarello

Στόρι: Paolo Sorrentino

Παραγωγή: Francesca Cima, Nicola Giuliano

Μουσική: Lele Marchitelli

Φωτογραφία: Luca Bigazzi

Μοντάζ: Cristiano Travaglioli

Σκηνικά: Stefania Cella

Κοστούμια: Daniela Ciancio

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Grande Bellezza
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Τέλεια Ομορφιά
  • Διεθνής Τίτλος: The Great Beauty

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Ιταλία).
  • Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Βραβείο Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Καλύτερη σκηνοθεσία, πρώτος αντρικός ρόλος (Toni Servillo), παραγωγή, φωτογραφία, σκηνικά, κοστούμια, μακιγιάζ/κομμώσεις και ειδικά εφέ στα David di Donatello. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Sabrina Ferilli), δεύτερο αντρικό ρόλο (Carlo Verdone), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Galatea Ranzi), μουσική, μοντάζ και ήχο.
  • Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτος αντρικός ρόλος (Toni Servillo) και μοντάζ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για σενάριο.

Παραλειπόμενα

  • Το αρχικό μοντάζ ήταν στα 183 λεπτά.
  • Ο Francesco Rosi, διάσημος συνάδελφος και φίλος του Sorrentino, σκηνοθέτησε τη σκηνή στο Κονκλάβιο. Σε αυτήν, ο Sorrentino κάνει ένα πέρασμα.
  • Με έναν προϋπολογισμό 9,2 εκατομμυρίων ευρώ, η ταινία εισέπραξε 24 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 14/11/2013

Στα νιάτα του είχε γράψει ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα, αλλά μετά παρέμεινε δημοσιογράφος, ριγμένος στην ντόλτσε βίτα των κοσμικών κύκλων. Στα εξήντα-πέντε του, ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα, ψυχικά κουρασμένος αλλά φορώντας πάντα τη μάσκα του ανέμελου κυνικού παρατηρητή, εξακολουθεί να κάνει ο ίδιος ή να πηγαίνει σε πάρτι, στοχαζόμενος κι αναπολώντας τον χαμένο αγνό έρωτα της νιότης του, πάντα περιβαλλόμενος από τη σκληρή ομορφιά της αιώνιας πόλης. Είναι βαθύς, ζει ρηχά.

Μαζί με τα φελινικά «La Dolce Vita» και «Ρόμα», ο Πάολο Σορεντίνο θα λέγαμε ότι ολοκληρώνει με το τωρινό του έργο μια «τριλογία της Ρώμης». Πολύ περισσότερο, αφού και πάλι έχουμε έναν ήρωα που θα μπορούσε να είναι ο Μαρτσέλο του «D.V.» στο σήμερα. Το κλίμα της παρακμής και του αδιεξόδου που κατέγραφε ο Φελίνι τότε, διατηρούσε ένα άρωμα ρομαντισμού που στη σημερινή εποχή μοιάζει να μην έχει θέση. Το φιλμ του Σορεντίνο, λοιπόν, δεν επαναλαμβάνει αλλά συνεχίζει και συμπληρώνει το θέμα «ο άνθρωπος, η πόλη, η παρακμή», αποτελώντας βέβαια και φόρο τιμής στον παλιό μετρ. Μάλιστα, πέρα από τις κατ’ ουσίαν ομοιότητες με την «D.V.» και το «Ρόμα», υπάρχουν και δύο-τρία στοιχεία που λειτουργούν ως κομβικές συγγένειες. Τα φλας-μπακ στην παλιά του νεανική αγάπη αντιστοιχούν στο αγγελικό πρόσωπο της μικρής στο τέλος του «D.V.» και η Άννα Μανιάνι του «Ρόμα», στη Φανί Αρντάν που συναντά ένα βράδυ τυχαία στον δρόμο και ανταλλάσσουν έναν χαιρετισμό.

Η παρουσία της Αγίας πάλι, μας φέρνει συνειρμικά στο νου τον ερμαφρόδιτο του «Σατυρικόν», τα πνευματιστικά στην «Ιουλιέτα των Πνευμάτων» και το μεταφερόμενο άγαλμα του Χριστού στην «D.V.» – η απεγνωσμένη καταφυγή στη μεταφυσική.

Ρώμη, όχι Αθήνα. Η Αθήνα σκοτώθηκε από τους Βυζαντινούς, αιώνες πριν. Η Αθήνα, με εξαίρεση την Ακρόπολη, υπάρχει κυρίως μέσα στην αρχαία γραμματολογία, στα βιβλία. Η Ρώμη αντίθετα, χάρη στην Αναγέννηση, διατηρεί όλη την παλιά σάρκα. Ατέλειωτα αρχοντικά και μνημεία φορτωμένα αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική, βαριά πολύτιμα έπιπλα, ύστερα ο Τίβερης, οι γέφυρες, οι λόφοι, οι κρυφοί κήποι… όλα μαζί σε θαμπώνουν συνθλίβοντάς σε, ενώ ταυτόχρονα τα απομεινάρια της ξεπεσμένης αριστοκρατίας ανακατεμένα με την αστική τάξη, τους νεόπλουτους, τους καλλιτεχνικούς και παρα-καλλιτεχνικούς, τους βολεμένους της αριστεράς, τον κλήρο και τον χαριτωμένο υπόκοσμο που περιφέρεται γύρω τους τροφοδοτώντας με ηδονές, αποτελούν ένα σύμπαν που σε ναρκώνει, σε παρασύρει σε μια γλυκιά, θανάσιμη παρακμή. Αυτή στην οποία είναι εγκλωβισμένος ο γοητευτικός ήρωας του έργου. Ο Σορεντίνο, μαζί με τον φωτογράφο του, Λούκα Μπιγκάτσι, για μια ακόμη φορά οργανώνει τα μεγαλειώδη του πλάνα που σηκώνουν τραγικά το ιστορικό βάρος, ενώ το σενάριο που συνέγραψε με τον Ουμπέρτο Κοντατέλο, μαζί με το μοντάζ, κάνουν αυτό το χωρίς πλοκή εσωτερικό οδοιπορικό, συναρπαστικό: με δυνατά κοντράστ ομορφιάς και σύγχρονου βαρβαρισμού, συχνά με απότομα cut, εναλλαγές άκρως πνευματικής λυρικής μουσικής (Άρβο Παρτ, Τζον Ταβενέρ, Χένρικ Γκορέτσκι) με ποπ και dance κι άλλοτε με νωχελικές στιγμές στοχασμού που εναλλάσσονται με ψυχοφθόρες μικροσυζητήσεις στις παρέες όπου σκαλίζει ο καθένας τις πληγές του άλλου -εδώ υπάρχει συγγένεια και με την «Ταράτσα» του Ετόρε Σκόλα.

Μπορεί κάποιοι, που δεν τους πάει το στιλ του σκηνοθέτη, να το βρουν ως ένα σινεφίλ πυροτέχνημα χωρίς ουσιαστικό βάθος, αλλά κι αυτοί δεν μπορεί παρά να παραδεχτούν την κινηματογραφία.

Ο 43χρονος Σορεντίνο, από τις «Συνέπειες του Έρωτα» (2004) και μετά, φέρνει ξανά στον ιταλικό κινηματογράφο την παλιά του αίγλη. Μένει να δούμε αν ο Λούκα Γουαντανίνο θα επαναλάβει τις επιδόσεις του «Είμαι ο Έρωτας». Θα μιλάμε τότε για μια μικρή αναγέννηση;

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *