Κατά τη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ, δεκαετία του 1950, ο Έντι Μάνιξ, γενικός καταφερτζής του χώρου, βοηθάει στην παραγωγή μιας ταινίας, το Hail Caesar, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Μπερντ Γουίτλοκ. Αλλά ο ηθοποιός απάγεται από μια ομάδα που αυτοαποκαλείται «Το Μέλλον». Τώρα, ο Μάνιξ είναι αυτός που βρίσκεται στην υπεύθυνη θέση να συλλέξει 100.000 δολάρια ώστε να τον απελευθερώσει.
Σκηνοθεσία:
Joel Coen
Ethan Coen
Κύριοι Ρόλοι:
Josh Brolin … Eddie Mannix
George Clooney … Baird Whitlock
Alden Ehrenreich … Hobie Doyle
Ralph Fiennes … Laurence Laurentz
Scarlett Johansson … DeeAnna Moran
Frances McDormand … C.C. Calhoun
Tilda Swinton … Thora Thacker/Thessaly Thacker
Channing Tatum … Burt Gurney
Alison Pill … Connie Mannix
Veronica Osorio … Carlotta Valdez
Emily Beecham … Dierdre
Jonah Hill … Joe Silverman
Christopher Lambert … Arne Seslum
Fred Melamed … Fred
Alex Karpovsky … Κος Smitrovich
Clancy Brown … Gracchus
Dolph Lundgren … σοβιετικός πλοίαρχος
Peter Jason … σκηνοθέτης
Michael Gambon … αφηγητής (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Joel Coen, Ethan Coen
Παραγωγή: Tim Bevan, Ethan Coen, Joel Coen, Eric Fellner
Μουσική: Carter Burwell
Φωτογραφία: Roger Deakins
Μοντάζ: Ethan Coen, Joel Coen
Σκηνικά: Jess Gonchor
Κοστούμια: Mary Zophres
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Hail, Caesar!
- Ελληνικός Τίτλος: Χαίρε, Καίσαρ!
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνικών.
- Υποψήφιο για Bafta σκηνικών.
Παραλειπόμενα
- Η αρχική ιδέα είχε ρίζες από το 2004, οπότε και οι αδελφοί Coen σκέφτηκαν για έναν θίασο ηθοποιών τη δεκαετία του 1920, που ήθελαν να ανεβάσουν μια παράσταση για την Αρχαία Ρώμη και με επίκεντρο έναν μεγάλο αστέρα. Τον χαρακτήρα αυτόν ήθελαν από τότε να τον παίξει ο George Clooney. Τον Φλεβάρη του 2008, τα αδέλφια δημιουργοί παραδέχτηκαν ότι το σενάριο δεν υπήρχε, αλλά υπήρχε ακόμα ως ιδέα. Τον Δεκέμβριο του 2013 ανακοίνωσαν επίσημα ότι δουλεύουν την ιδέα και θα ήταν αυτή η επόμενη τους ταινία. Με την επιβεβαίωση κάποιους μήνες αργότερα, έγινε γνωστή και η τελική πλοκή.
- Η σχεδιάστρια Mary Zophres φορτώθηκε τόση δουλειά με τη συγκεκριμένη παραγωγή, που ξεκίνησε να εργάζεται 12 εβδομάδες πριν την έναρξη γυρισμάτων. Πολύτιμη στην έρευνα της αποδείχτηκε η βιβλιοθήκη της MGM και η Ακαδημία των Όσκαρ. Η ταινία συνολικά απαίτησε 2μιση χιλιάδες κοστούμια, με τη Zophres να φτάνει στο σημείο να ράβει και η ίδια για να προλάβουν.
- Η απόφαση των Coen να γυριστεί η ταινία στο Λος Άντζελες αναφέρθηκε ότι ανέβασε κατακόρυφα την κινητικότητα στην πόλη.
- Ενώ οι δύο δημιουργοί είχαν δηλώσει πως το Inside Llewyn Davis θα ήταν η τελευταία τους ταινία που θα γυρίζονταν σε ρολά φιλμ, η θεματική του παλιού Χόλιγουντ ώθησε στη μη χρήση ψηφιακής φωτογραφίας και εδώ. Ο Deakins όμως ακολούθως είπε ότι ήθελε αυτή να ήταν η τελευταία του δουλειά με παραδοσιακό φιλμ.
- Η ταινία μοιράστηκε αρκετά κοινά σκηνικά με το Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό.
- Το μοναδικό στουντιακό σκηνικό ήταν αυτό της δεξαμενής νερού για τη σκηνή της πισίνας (στα Sony Pictures Studios), που είχε στο παρελθόν χρησιμοποιηθεί και σε ταινία της Esther Williams.
- Η Ρώμη της βιβλικής ταινίας είχε ως πρότυπο για την κατασκευή της το Κβο Βάντις (1951). Το δε εξοχικό σπίτι της απαγωγής είναι φόρος τιμής στο Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων του Alfred Hitchcock.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στο πλούσιο σάουντρακ υπάρχει κι ένα ορίτζιναλ τραγούδι: το No Dames!, τραγουδημένο από τον Channing Tatum.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 8/3/2018
Εύκολα θα χαρακτήριζε κάποιος επιδερμική και τετριμμένη τη σάτιρα επί του Χόλιγουντ που αποτελεί το κύριο θέμα της ταινίας των αδελφών Coen, αλλά δεν νομίζω ότι ήταν αυτό το βασικό τους μέλημα γράφοντας το σενάριο. Στην ουσία, είναι απλά ακόμα μία ταινία των τρομερών αυτών αδελφών, στην οποία επιλέγουν να κάνουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, την πλάκα τους. Παλιό τους συνήθειο, και γιατί να το κόψουν όταν έχουν προσφέρει υπό αυτούς τους όρους όμορφα ψυχαγωγικά ιντερλούδια.
Η ταινία σατιρίζει μεν, αλλά από την άλλη χορεύει στους ρυθμούς του κλασικού Χόλιγουντ. Μάλιστα, μπλέκει, έστω κι από λίγο, όλα τα αγαπημένα είδη κινηματογράφου που βασίλευαν στη χρυσή εποχή της κινηματογραφικής Μέκκας, σαν μια πανοραμική νοσταλγική καρτ-ποστάλ. Μια εποχή που, όπως φαίνεται να υπονοούν οι Coen, βασίλευε ένα ηθικό χάος, αλλά ταυτόχρονα θα «έκοβαν το χέρι τους» για να την έχουν ζήσει. Αυτό λοιπόν που εντέλει μετράει σε πόντους στο έργο, είναι το χιούμορ και το θέαμα. Κανένα από τα δύο δεν αγγίζει κορυφή, αλλά αμφότερα είναι σε μια ικανοποιητικότατη φάση. Το χιούμορ είναι ως απόχρωση διανοουμενίστικο, σε αρκετά σημεία θυμίζει Woody Allen, μα δεν παύει ούτε στιγμή να είναι κι ευθύ, πιπεράτο και κοενικό. Δεν θα ακούσεις την πολύ μεγάλη ατάκα, αλλά όλες έχουν την πλάκα τους. Το θέαμα υποβοηθάται από καμωμένα στην εντέλεια σκηνικά και κοστούμια, που προσφέρουν απλόχερη βοήθεια στο γράπωμα του ματιού, ειδικά του σινεφίλ, αλλά και στις πιο γκραντ σκηνές, όπως αυτές του μιούζικαλ.
Τέλος, φοβερό πρόσθετο στην ποιότητα της ταινίας επιτελούν σύσσωμοι οι ηθοποιοί, ο καθένας σε έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο και χαρακτήρα (η πολυμορφία είναι έτσι κι αλλιώς ένα θετικό χαρακτηριστικό του φιλμ), κομμάτια ενός καλοστημένου μωσαϊκού ανάπλασης του συγκεκριμένου χωροχρόνου. Σενάριο σε μια ευθεία μην ψάχνετε, ο λόγος ύπαρξης του φιλμ δεν αφορά την απόλυτα ποιοτική κατάταξη του.
Βαθμολογία: