Πράσινα Σύνορα
- Zielona Granica
- Green Border
- 2023
- Πολωνία
- Πολωνικά, Αραβικά, Αγγλικά, Γαλλικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Πολιτική, Πολιτικό Θρίλερ, Σινεφίλ
- 23 Νοεμβρίου 2023
Στα βαλτώδη δάση που σχηματίζουν το λεγόμενο «πράσινο σύνορο» μεταξύ Λευκορωσίας και Πολωνίας, πρόσφυγες που αναζητούν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη βρίσκονται παγιδευμένοι στη γεωπολιτική κρίση που έχει κατασκευάσει η προπαγάνδα του λευκορώσου δικτάτορα Αλεξάντερ Λουκασένκο. Εκεί, σαν πιόνια σε έναν αόρατο πόλεμο, θα συγκρουστούν οι ζωές μιας οικογένειας σύριων προσφύγων, μιας βρετανίδας ακτιβίστριας και ενός νεαρού συνοριοφύλακα.
Σκηνοθεσία:
Agnieszka Holland
Κύριοι Ρόλοι:
Maja Ostaszewska … Julia
Jalal Altawil … Bashir
Tomasz Wlosok … Jan
Behi Djanati Atai … Leila
Agata Kulesza … Basia
Maciej Stuhr … Bogdan
Dalia Naous … Amina
Monika Frajczyk … Marta
Jasmina Polak … ‘Zuku’
Aboubakr Bensaihi … Ahmed
Joely Mbundu … Σομαλή
Magdalena Poplawska … η σύζυγος του Bogdan
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Maciej Pisuk, Gabriela Lazarkiewicz, Agnieszka Holland
Παραγωγή: Fred Bernstein, Agnieszka Holland, Marcin Wierzchoslawski
Μουσική: Frederic Vercheval
Φωτογραφία: Tomasz Naumiuk
Μοντάζ: Pavel Hrdlicka
Σκηνικά: Katarzyna Jedrzejczyk
Κοστούμια: Katarzyna Lewinska
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Zielona Granica
- Ελληνικός Τίτλος: Πράσινα Σύνορα
- Διεθνής Τίτλος: Green Border
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Green Border
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Σικάγο.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Ειδικό βραβείο επιτροπής.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και σενάριο στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Η Agnieszka Holland αποφάσισε να κάνει την ταινία τον Σεπτέμβριο του 2021, αντιλαμβανόμενη τη βαθιά κρίση στα εν λόγω σύνορα. Η έρευνα για το σενάριο περιλάμβανε εκατοντάδες ωρών ανάλυσης ντοκουμέντων, με συνεντεύξεις προσφύγων, κατοίκων των συνόρων, ακτιβιστών και ειδικών. Στη διάθεση της είχε και ανώνυμες μαρτυρίες πολωνών συνοριοφυλάκων. Όταν όμως πέρασε στην αναζήτηση χρηματοδότησης, αντιλήφθηκε γρήγορα ότι χρειάζονταν να περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος για να βρεθεί. Τελικά τα χρήματα ανευρέθηκαν μόνο εν μέρει από τη χώρα της, με τα υπόλοιπα να προέρχονται από Τσεχία, Γαλλία και Βέλγιο.
- Το ασπρόμαυρο φιλμ προτιμήθηκε ως μια ντοκιμαντεριστική μεταφορά στην κατάσταση που επικρατούσε και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά επιπλέον έδινε μια καλλιτεχνική ελευθερία στο γύρισμα και το μοντάζ.
- Το επιτελείο χωρίστηκε σε τρεις ομάδες, όπου για 24 ημέρες έκαναν γυρίσματα με χαμηλό ή καθόλου μισθό. Τίποτα -σχεδόν- στο σενάριο δεν ήταν μυθοπλαστικό, με τους ηθοποιούς να αναλαμβάνουν να αποθανατίσουν ιστορίες αληθινών ανθρώπων.
- Η πολωνική κυβέρνηση υποχρέωσε τις αίθουσες της χώρας της που θα πρόβαλλαν το φιλμ να το συνοδεύουν με ένα βίντεο που παρείχε την επίσημη εκδοχή του κράτους για τα γεγονότα. Σε μια ειδικά περίπτωση ακύρωσης της ταινίας, στο Ότβοκ, η υπόθεση μετατράπηκε μετά από καταγγελία σε πολιτικό σκάνδαλο περί λογοκρισίας. Πίσω από αυτό ήταν το υπουργείο δικαιοσύνης, που μπλόκαρε και άλλες προβολές του φιλμ. Σχεδόν σύσσωμη η κυβέρνηση του Andrzej Duda έσπευσε να καταδικάσει την ταινία, με τη Holland να απαντάει με σκληρό τόνο και να βρίσκει απήχηση. 137 χιλιάδες Πολωνοί είδαν το φιλμ κατά το πρώτο τριήμερο προβολής του. Ακολούθησε επίθεση εθνικιστών και φιλοκυβερνητικών έξω από αίθουσες που πρόβαλαν την ταινία (οι οποίες βρήκαν απάντηση από αντίθετες ομάδες), αλλά και επίθεση αρνητικών ψήφων στο πολωνικό κινηματογραφικό σάιτ Filmweb, ώστε να σπιλωθεί η κριτική της.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 19/11/2023
Διόλου τυχαίο ότι το συγκεκριμένο φιλμ πολεμήθηκε σφόδρα και με βρόμικα χτυπήματα από την κυβέρνηση Duda στην Πολωνία και όχι μόνο: αν τα «Πράσινα Σύνορα» ευτυχήσουν να «ακουστούν» στο διεθνές σινεφίλ κύκλωμα και πέραν των πλαισίων φεστιβάλ και βραβεύσεων, θα ταρακουνήσουν συθέμελα πολλές συνειδήσεις εκεί έξω, και δικαίως. Κοινώς, η Agnieszka Holland θα πρέπει να είναι περήφανη που έθεσε το μεταναστευτικό ζήτημα κάτω από μια τόσο πεντακάθαρη ανθρωπιστική ματιά μέσω του κινηματογράφου και που δεν δείλιασε να απεικονίσει με ακρίβεια τη διαστρεβλωτική λογική της πλευράς που αρνείται να δει το εν λόγω θέμα χωρίς ξενοφοβικά γυαλιά. Και δεν χαρίζεται ακόμη και σε λιγότερο εύκολους στόχους, όπως η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ άλλων.
Δεν μπαίνει σχεδόν κανένα φίλτρο ωραιοποίησης στο δράμα των προσφύγων: οι κακουχίες, η σκληρότητα των συνοριοφυλάκων και όχι μόνο απέναντί τους, η υπεράνθρωπη δυσκολία της διαδρομής τους, όλα απεικονίζονται σε πλαίσια τόσο ρεαλιστικά που καθιστούν τη θέαση μια εμπειρία που πραγματικά «ξεβολεύει» και ζυγίζει την όλη κατάσταση με βάση την πραγματικότητα και όχι υποθετικά αφηγήματα. Αλλά η καταγραφή πολύ σωστά δεν σταματάει εκεί, με την κάμερα να στρέφεται και σε όλες εκείνες τις μεριές που τοποθετούνται η καθεμιά με διαφορετικό τρόπο γύρω από τη συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, μαζεύοντας επιχειρήματα, συναισθήματα και διακυμάνσεις που συνθέτουν μια εικόνα υπερβολικά πολύπλοκη για να συνοψιστεί σε λίγες λέξεις. Το σενάριο δεν καταφεύγει σε αοριστολογίες αλλά κατονομάζει τους υπεύθυνους για την τρέχουσα κατάσταση γύρω από το προσφυγικό, και είναι ισοπεδωτικό απέναντι στην πολιτική κατάσταση στην Πολωνία έτσι όπως διαμορφώθηκε από το 2015 μέχρι και πρόσφατα, σκιαγραφώντας μια κοινωνία στα όρια της συλλογικής κατάρρευσης, όπου η καλοσύνη φαντάζει ως η πλέον επαναστατική πράξη δεδομένης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ως προς το πώς διαμορφώνεται η αντίληψη της κοινής γνώμης γύρω από το ζήτημα στο άμεσο μέλλον, η Holland αφήνει μεν ανοιχτό ένα παράθυρο αισιοδοξίας, όμως το γεγονός ότι επιλέγει να παρουσιάσει την επερχόμενη μεταστροφή σε ατομικό και όχι σε συλλογικό επίπεδο δείχνει πως δεν τρέφει αυταπάτες. Και ο επίκαιρος επίλογός της μάλλον περισσότερο θυμωμένος μοιάζει παρά ελπιδοφόρος…
Η πινελιά που καθιστά την όλη ανάλυση πραγματικά στιβαρή είναι η εύστοχη επισήμανση πως ο φόβος απέναντι στον αλλοεθνή δεν προέρχεται μόνο από θυμωμένους άντρες που αναπαράγουν σενάρια γεωπολιτικής συνωμοσίας και που επιβεβαιώνουν τον ρόλο του φύλου τους μέσα από τη βία, αλλά και από αλλού. Αυτός που βλέπει εχθρικά τον μετανάστη μπορεί να είναι απλά ένας μέσος μετριοπαθής ψηφοφόρος που έχει συνηθίσει σε μια συγκεκριμένη ρουτίνα, ίσως και υπό ένα καθεστώς μερικού φόβου, ή κάποιος που, φορώντας τα γυαλιά ενός ιδεαλιστικού πατριωτισμού και λειτουργώντας με παλιότερου τύπου πολιτικές παραστάσεις, να θεωρεί ιερό το καθήκον ενός συνοριοφύλακα ανεξαρτήτως από το πώς ασκεί το λειτούργημά του αυτό. Το σύστημα που επιτρέπει να διαιωνίζεται η ισχύουσα συνθήκη έχει βάθος και είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό στο να δημιουργεί εικόνες που είναι αξιομνημόνευτες κι έχουν δύναμη στο συλλογικό ασυνείδητο έτσι ώστε να υπαγορεύεται εμμέσως μια νοοτροπία δράσης από τα μέλη της κοινωνίας που το εξυπηρετεί, όπως και το να δημιουργεί δικλείδες ασφαλείας μέσω του «διαίρει και βασίλευε» και της προώθησης της ατομικότητας έναντι της αλληλεγγύης σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής. Όλες αυτές οι διαστάσεις καταγράφονται με οξυδέρκεια, με άφθονη και δικαιολογημένη οργή, αλλά και με συγκινησιακή φόρτιση όταν η απόγνωση είναι τέτοια που να οδηγεί σε ξέσπασμα τους εκάστοτε ήρωες. Η ματιά που υιοθετείται κάθε άλλο παρά αποστασιοποιημένη είναι, γιατί προφανώς όλα τα διλήμματα κι ερωτήματα που θίγονται μιλούν σε ένα προσωπικό και αξιακό επίπεδο στη Holland. Και με δεδομένη τη σταθερή ιδεολογική τοποθέτηση της ίδιας, το φιλμ της σίγουρα κουβαλάει επιπροσθέτως την ιδιότητα ενός στοχασμού με έντονη την αίσθηση του επείγοντος για το πού οδεύει η ηθική υπόσταση της Ευρώπης εν γένει.
Υπάρχει μια λογική ensemble στην καθοδήγηση των ερμηνειών, μια πιο συνολική θεώρηση που δεν αφήνει περιθώρια σε κάποιον να ξεχωρίσει παραπάνω, όμως εντοπίζονται κάποια πορτρέτα που καταλήγουν να αφήνουν μια πιο έντονη εντύπωση. Ο Tomasz Wlosok ειδικά καλείται να αποδώσει έναν ρόλο πολυσύνθετο και δύσκολο, με πολλές διακυμάνσεις στο πώς τον αντιλαμβάνεται ο θεατής, και καταφέρνει να ισορροπήσει περίτεχνα από στάδιο σε στάδιο ώστε να κρατήσει μια ενιαία γραμμή και να πείσει και με το παραπάνω για μια βαθμιαία μετάβαση. Αλλά και ο Al Rashi Mohamad από τη μεριά του συγκινεί πηγαία, δίχως να τραβάει στα άκρα την εκφραστικότητά του για να δώσει έμφαση σε όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να φέρουν το δάκρυ.
Λίγες ταινίες τα τελευταία χρόνια έχουν ηχήσει μια τόσο δυνατή κραυγή απόγνωσης. Τα «Πράσινα Σύνορα» «πετάνε» το κοινό στα βαθιά και υπενθυμίζουν συνεχώς, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, πως η πολιτική δεν είναι ένα σύνολο θεωριών που γεμίζουν ακαδημαϊκά συγγράμματα αλλά μια ατέρμονη ρωσική ρουλέτα στην οποία λαμβάνουν μέρος άπαντες, με τους λιγότερο προνομιούχους να έχουν περισσότερες σφαίρες στον μύλο. Ίσως το σημερινό πολιτικό κλίμα παγκοσμίως να μη βοηθήσει το πολύ σημαντικό μήνυμα να βρει πολλά ευήκοα ώτα, αλλά εκεί βρίσκεται και η αξία του, καθώς ανοίγει διάλογο με το διαχρονικά πανανθρώπινο, όχι με το πιασάρικα επίκαιρο.
Βαθμολογία: