Good Time
- Good Time
- 2017
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
- 23 Νοεμβρίου 2017
Μια ληστεία πάει στραβά. Ο Κόνι καταφέρνει να ξεφύγει, αλλά ο αδελφός του, ο Νικ, συλλαμβάνεται. Κι ενώ ο Κόνι κάνει ό,τι μπορεί για να βρει χρήματα και να βγάλει έξω τον αδελφό του, εμφανίζεται στον νου η ιδέα της απόδρασης. Αυτή είναι η έναρξη μιας μακράς νύχτας γεμάτης αδρεναλίνης, στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης.
Σκηνοθεσία:
Benny Safdie
Josh Safdie
Κύριοι Ρόλοι:
Robert Pattinson … Constantine ‘Connie’ Nikas
Benny Safdie … Nickolas ‘Nick’ Nikas
Jennifer Jason Leigh … Corey Ellman
Barkhad Abdi … Dash
Buddy Duress … Ray
Taliah Webster … Crystal
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ronald Bronstein, Josh Safdie
Παραγωγή: Sebastian Bear-McClard, Oscar Boyson, Terry Dougas, Πάρης Κασιδόκωστας
Μουσική: Daniel Lopatin
Φωτογραφία: Sean Price Williams
Μοντάζ: Ronald Bronstein, Benny Safdie
Σκηνικά: Sam Lisenco
Κοστούμια: Miyako Bellizzi, Mordechai Rubinstein
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Good Time
- Ελληνικός Τίτλος: Good Time
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο μουσικής.
Παραλειπόμενα
- Ο τίτλος είναι αναφορά σε αργκό της φυλακής, όπου σημαίνει μείωση της ποινής λόγω καλής συμπεριφοράς.
- Ο ρόλος του Κόνι γράφτηκε ειδικά για τον Robert Pattinson, ο οποίος δίχως να γνωρίζει προσωπικά το δημιουργικό δίδυμο, είχε επικοινωνήσει μαζί τους βλέποντας την αφίσα της προηγούμενης τους ταινίας (Heaven Knows What) στο ίντερνετ.
- Ο Pattinson αναγκάστηκε να βάψει τη μία μαύρα και την άλλη ξανθά τα μαλλιά του πολλές φορές μέχρι το τέλος των γυρισμάτων. Κι επειδή άρχισε να αντιμετωπίζει πρόβλημα τριχόπτωσης, αναγκάστηκε έπειτα να τα ξυρίσει όλα.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το σάουντρακ είναι μια δουλειά του Daniel Lopatin, ευρέως γνωστού ως Oneohtrix Point Never. Στο κομμάτι The Pure and the Damned συμμετέχει ο Iggy Pop.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 17/4/2020
Πάντοτε είναι χαρμόσυνο νέο όταν εμφανίζεται μια νέα φωνή που έχει έντονο χαρακτήρα στο σινεμά, και αυτό ακριβώς συνέβη το 2017 με το συγκεκριμένο φιλμ από τα αδέλφια Safdie, που δεν αποτελεί το ντεμπούτο τους, αλλά η πρώτη αφορμή με την οποία πραγματικά ακούστηκαν στον χώρο τους.
Μπορεί κάποιος να κατηγορήσει το «Good Time» ως επιδερμικό, ως μια ερωτευμένη με τον εαυτό της άσκηση ύφους που προσπερνάει τις περισσότερες από τις ευκαιρίες που της παρουσιάζονται για κοινωνική κριτική μέσω των περιστατικών που εξιστορούνται, τη στιγμή που για παράδειγμα ένας Sidney Lumet τη δεκαετία του 1970 μπορεί να παρήγαγε με το ίδιο σενάριο κάτι σίγουρα πιο πολυδιάστατο. Κακά τα ψέματα, όμως, το συγκεκριμένο φιλμ, με όλα τα επιμέρους ψεγάδια που το διέπουν (κανένα αρκετά σοβαρό για να ακυρώσει τη μεγάλη εικόνα), αποτελεί μια από τις πιο συναρπαστικές ενέσεις ατόφιου σασπένς των τελευταίων ετών στον κινηματογράφο εν γένει. Πρόκειται για μια εμπειρία που πιάνει σφιχτά τον θεατή με το «καλημέρα» και τον πετάει στα βαθιά, με ελάχιστες ανάπαυλες, μονταρισμένη και σκηνοθετημένη με τέτοιον τρόπο που μεταδίδει με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα το άγχος των ηρώων στο κοινό. Η οδύσσεια του πρωταγωνιστή πολλάκις μοιάζει να αποκτά ακόμη και μια μεταφυσική διάσταση, με τα έντονα πορφυρά χρώματα της φωτογραφίας του Sean Price Williams να θυμίζουν μια ψυχεδελικού τύπου κόλαση επί της Γης. Στο ανελέητο σφυροκόπημα των αισθήσεων συμβάλλει καθοριστικά και το στοιχειωτικό σάουντρακ του Oneohtrix Point Never, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που καταφέρνει να λειτουργήσει ταυτόχρονα και συμπληρωματικά στις εικόνες που παρουσιάζονται, αλλά και σαν μουσική μεμονωμένα.
Ο λούμπεν μικρόκοσμος που πλάθουν οι Safdie ξεχειλίζει από αυθεντικότητα και αναδίδει μια μυρωδιά παρόμοια με αυτήν που μπορεί να βρεθεί στον πρώιμο Scorsese, αν και η τεχνική σαφώς διαφέρει, με έμφαση να δίνεται κατά κύριο λόγο σε ασφυκτικά κοντινά και γρήγορα cuts. Το αποτέλεσμα είναι ένας ακαταμάχητος συνδυασμός σινεμά είδους και ανεξάρτητου ύφους με ταυτότητα, με τα δύο αυτά χαρακτηριστικά να συνυπάρχουν αρμονικά και να αλληλοϋποστηρίζονται. Παράλληλα υπάρχουν και πινελιές που υποδεικνύουν ένα ντουέτο δημιουργών που υποστηρίζει σθεναρά πως η προσοχή στη λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά, όπως η άμεση σύνδεση μεταξύ της εναρκτήριας σκηνής και του φινάλε του φιλμ, που υπογραμμίζει την τραγική ματαιότητα των συμβάντων που λαμβάνουν χώρα στο ενδιάμεσο, αλλά και το πόσο διακριτικά ευαίσθητο είναι το ολιγόλεπτο χτίσιμο της σχέσης μεταξύ των κινηματογραφικών αδερφών του Robert Pattinson και του Benny Safdie. Το «Good Time» αντιμετωπίζει τους σκόπελους της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας (που καλύπτεται συχνά πίσω από τον εσκεμμένα απολιτικό τίτλο της «πραγματικής ζωής») που υποβόσκει στην προβληματική του σαν ένα τρενάκι του τρόμου με διακυβεύματα ζωής και θανάτου, σαν ένα παιχνίδι σε καζίνο στο οποίο κάποιος ποντάρει τις οικονομίες ενός ολόκληρου βίου. Για αυτό και παρότι δεν προχωράει στο επιθυμητό βάθος τις κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου ιδέες του, καταφέρνει και συναρπάζει.
Υπάρχει κι ένα επιπρόσθετο χαρτί που κάνει το όλο εγχείρημα να λειτουργεί, και αυτό δεν είναι άλλο από την ερμηνεία του Pattinson. Μέχρι τουλάχιστον να γυριστεί ο «Φάρος», δεν είχε παίξει καλύτερα πουθενά αλλού, εκπέμποντας ένα πάθος και μια αφοσίωση που θυμίζει κάτι από χρυσές εποχές της Μεθόδου. Ξέρει πώς να παίξει μεταξύ αρετών κι ελαττωμάτων του αντιήρωά του μέσω μανιερισμών, έτσι ώστε να πλάσει έναν ρεαλιστικά «βρώμικο» χαρακτήρα, ο οποίος όμως δεν χάνει ποτέ τη συμπάθεια του κοινού επειδή ο πυρήνας του δράματός του εκπέμπει κάτι θετικό για το ποιόν του. Είναι ένας από τους κύριους λόγους που επιτυγχάνεται άμεση συναισθηματική εμπλοκή του θεατή στα όσα διαδραματίζονται. Είναι παραπάνω από εμφανής ένας έκδηλος ενθουσιασμός εδώ, αυτός ενός μη κατασταλαγμένου ακόμη ταλέντου, που δεν έχει ακόμη την ωριμότητα για να εκφραστεί καλλιτεχνικά με τον πλέον ολοκληρωμένο τρόπο, αλλά έχει το θράσος και την πρωτόλεια χαρισματικότητα να προχωρήσει σε μια επιτυχημένη επίδειξη δύναμης και να φανερώσει μια όρεξη να κατακτήσει μεγάλα ύψη.
Και τελικά αυτό που μένει είναι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, από αυτές που το αποκαλούμενο ως ανεξάρτητο αμερικάνικο κύκλωμα ξέρει να προσφέρει στις πραγματικά καλές του στιγμές.
Βαθμολογία: