Αφού επιβιώνει της μεγάλης μάχης στο Κόρινθ, κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, ο Νιούτον Νάιτ, ένας φτωχός αγρότης από το Μισισίπι, οδηγεί μια ομάδα αγροτών και ντόπιων σκλάβων σε εξέγερση κατά του στρατού της Συνομοσπονδίας, στην επαρχία Τζόουνς. Όλοι μαζί θα ιδρύσουν μια ανεξάρτητη κοινότητα, την οποία θα ονομάσουν Ελεύθερη Πολιτεία του Τζόουνς. Ο γάμος του Νάιτ με μια έγχρωμη σκλάβα, τη Ρέιστελ, θα καθιερώσει την κοινότητα ως την πρώτη διαφυλετική, κάτι το πρωτόγνωρο για τον αμερικανικό Νότο.

Σκηνοθεσία:

Gary Ross

Κύριοι Ρόλοι:

Matthew McConaughey … Newton Knight

Gugu Mbatha-Raw … Rachel Knight

Mahershala Ali … Moses Washington

Keri Russell … Serena Knight

Christopher Berry … Jasper Collins

Sean Bridgers … Will Sumrall

Jacob Lofland … Daniel

Thomas Francis Murphy … συνταγματάρχης Elias Hood

Joe Chrest … James Eakins

Wayne Pere … συνταγματάρχης Robert Lowry

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Gary Ross

Στόρι: Leonard Hartman, Gary Ross

Παραγωγή: Jon Kilik, Gary Ross, Scott Stuber

Μουσική: Nicholas Britell

Φωτογραφία: Benoit Delhomme

Μοντάζ: Pamela Martin, Juliette Welfling

Σκηνικά: Philip Messina

Κοστούμια: Louise Frogley

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Free State of Jones
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Επαναστάτης

Παραλειπόμενα

  • Για τον Gary Ross, αυτό ήταν ένα σχέδιο πάθους, όπου του αφιέρωσε 10 χρόνια από τη ζωή του. Μέσα σε αυτά, προέβη σε εκτεταμένη και εις βάθους έρευνα πάνω σε όλα όσα αφορούν τον Εμφύλιο Πόλεμο.
  • Ο Brendan Gleeson είχε συμπεριληφθεί στο καστ, αλλά αναγκάστηκε σε αποχώρηση λόγω του προγράμματος του.
  • Ανάμεσα στους πολλούς κομπάρσους είναι κι ένας που ονομάζεται Christopher David McKnight. Αυτός είναι απόγονος του Newt Knight, για την ακρίβεια ο ιστορικός ήρωας είναι προ-προ-προ-πάππους του κομπάρσου. Ο τελευταίος δήλωσε το όνομα του στην παραγωγή, όταν έμαθε πως πρόκειται να γίνει ταινία με ήρωα τον πρόγονο του. Αλλά και η συγγραφέας Victoria Bynum, γνωστή για το βιβλίο της, The Free State of Jones: Mississippi’s Longest Civil War, κάνει ένα σύντομο πέρασμα ως νοσοκόμα.
  • Εμπορική αποτυχία, με έσοδα 25 εκατομμύρια δολάρια, αλλά με μπάτζετ των 50.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 12/9/2016

Το άστρο του Μάθιου Μακόναχι ξεκίνησε να λάμπει όταν ο ίδιος αποφάσισε να αφήσει κατά μέρος το φως και να περιπλανηθεί ερμηνευτικά στο σκοτάδι. Η απελευθέρωσή του από το καλογυμνασμένο sex symbol και η οδυνηρή διαπίστωση της ματαιοδοξίας της εξωτερικής εμφάνισης σε έναν κατασκευασμένο και επιφανειακό φιλμικό κόσμο, τον οδήγησαν στο στάδιο της κινηματογραφικής ωριμότητας και εν τέλει της ουσιαστικής επιτυχίας. Σχεδόν όλες οι τελευταίες ταινίες του (παρότι οι επικριτές του τον κατηγορούν για μανιερισμό) διέπονται από τη σοβαρότητα της περφόρμανς, την πίστη προς το εγχείρημα και τη συνειδητοποίηση του μεγέθους του κεντρικού ρόλου που ο Τεξανός ηθοποιός καλείται να ενσαρκώσει. Το συγκεκριμένο φιλμ μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά το ειδικό βάρος του πρωταγωνιστή του, αφού ουσιαστικά του δίνει την άδεια να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Συνδυάζοντας βαριά, γήινη προφορά και ρίχνοντας τον τόνο της φωνής του όσο πιο βαθιά γίνεται, ο Μακόναχι αποδέχεται το γεγονός ότι αυτή η αντιπολεμική ταινία γύρω από την ταραγμένη ιστορία της Αμερικής, από τα χρόνια του εμφυλίου έως τις πρώτες απόπειρες αναγνώρισης των φυλετικών δικαιωμάτων των μαύρων στο Νότο, προορίζεται ουσιαστικά για παράσταση για ένα ρόλο.

Ο δημιουργός των πρώτων “Αγώνων Πείνας” και του πανέξυπνου “Pleasantville” Γκάρι Ρος, σκηνοθετεί περισσότερο με πείσμα παρά με ενθουσιασμό την πραγματική ιστορία του Νιούτον Νάιτ, ενός νότιου αγρότη, λιποτάκτη από το πεδίο της μάχης που γυρίζει πίσω στην κομητεία Τζόουνς του Μισισιπή, οργανώνοντας σταδιακά έναν μικρό στρατό αντιφρονούντων ο οποίος τελικά φτάνει να πολεμά κατά της Συνομοσπονδίας. Παρότι ο ίδιος ο Νάιτ θεωρείται ιστορικά μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, η ταινία του Ρος δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, εξυψώνοντας την ατομικότητα του ήρωα και αποτυπώνοντάς τον ως έναν ακούραστο πολεμιστή στο πλευρό της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο θρύλος γύρω από την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή μοιάζει να γεννιέται χωρίς ουσιαστικά ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ούτε κάποιον ανώτερο σκοπό, προσδίδοντας έτσι αληθοφάνεια στο κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, προσπαθώντας να συμπτύξει μια προσωπική ιστορία με τα γεγονότα ενός ολόκληρου έθνους, το φιλμ χάνει λίγο την ορμή του, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό, εμπλέκοντας μαζί με ένα ρομάντζο που σιγοκαίει (αυτό μεταξύ του ήδη παντρεμένου Νάιτ και της μαύρης σκλάβας Ρέιτσελ) τις πρώτες παράτολμες πολίτικες δραστηριότητες αυτών που μέχρι τότε ονομάζοντας νέγροι και τελείως υποτιμητικά “boys”.

Αφοσιωμένο στον ιερό αγώνα των καταπιεσμένων και όχι σε έναν πόλεμο που δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα, το σενάριο μοιάζει να αφήνει πίσω του τις όποιες σκιές και ηθικές αμφιβολίες, καταλήγοντας όμως περιστασιακά να πνίγεται στους εμπνευσμένους (κρυπτο-μαρξιστικούς) μονολόγους του βασικού χαρακτήρα, ο οποίος ενώνοντας την εργατική τάξη της περιοχής του ενσταλάζει πρώιμες φιλελεύθερες ιδέες αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης και κυρίως ισότητας. Οι αληθινές ιστορικές λεπτομέρειες μάλλον μένουν στην άκρη αφού η ταινία εκφράζεται πρωτίστως μέσα από εξαντλητικά κοντινά πλάνα, κεντραρισμένα στα μονίμως υγρά μάτια του πρωταγωνιστή της. Δεν λείπουν βέβαια και οι εικόνες εξαιρετικής ομορφιάς αλλά και οδύνης, με σημαντικότερη ίσως τη σκηνή των γυναικών που με τις καρέκλες στα χέρια ξεκρεμούν απαγχονισμένους “προδότες” από τεράστια δέντρα. Τα επιμελή και λεπτομερέστατα σκηνικά (όπως και κουστούμια) αναβλύζουν αμερικάνικο Νότο, με το συμβολικό πέρασμα των επαναστατών από τα ρηχά νερά του βάλτου να αναπαριστά την αργή και δύσκολη μετάβαση προς τη γη της κοινωνικής επαγγελίας. Προβληματικά εντούτοις παρουσιάζονται τα παράξενα flash forward ογδόντα πέντε περίπου χρόνων μετά τα γεγονότα, έχοντας ως θεματική κυρίως σύνδεση την επιμονή και πίστη σε καθετί που μοιάζει ακατόρθωτο.

Παρά την αρκετά ασφαλή κινηματογράφηση, την τετριμμένη σε στιγμές αφήγηση και την ξεκάθαρη και έκδηλη θέση του (κάτι μεταξύ “12 Χρόνια Σκλάβος” και Ρομπέν των Δασών) το φιλμ παραμένει μια ενδιαφέρουσα και πολύ σημαντική ιστορία γύρω από έναν άνθρωπο που μάλλον άξιζε να ζει σε έναν κόσμο πολύ καλύτερο από αυτόν στον οποίο έζησε. Ο μακροσκελής συλλογισμός του σκηνοθέτη αργεί, αλλά τελικά ολοκληρώνεται με έξυπνες και διακριτικές αναφορές στο σήμερα, στέλνοντας τελικά ένα μήνυμα ότι παρότι κάποιοι δεν παραιτούνται -ακόμη κι όταν εν μέρει πέτυχαν αυτό που ήθελαν- οι πληγές που χαράσσονται τόσο βαθιά και διαχρονικά μένουν ακόμη ανοιχτές, ίσως και να μην κλείσουν ποτέ. Άλλωστε, όπως προδίδει και η μάταιη και κουρασμένη ματιά του κεντρικού ήρωα, δεν έχει τελικά και τόση σημασία εάν σε έναν τέτοιο πόλεμο, πέθανες με τιμή ή απλά πέθανες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *