![](https://www.filmy.gr/wp-content/uploads/2018/02/Fathers-Daughters.jpg)
Ο Τζακ Ντέιβις, συγγραφέας βραβευμένος με Πούλιτζερ, αγωνίζεται να είναι ταυτόχρονα χήρος και πατέρας έπειτα από έναν νευρικό κλονισμό, στο πλάι της πεντάχρονης κόρης του, Κέιτ. Αυτά στο Μανχάταν τη δεκαετία του 1980, μια και μεταφερόμαστε 25 χρόνια αργότερα, χρόνια που πέρασαν μακριά ο ένας από τον άλλον. Τώρα, η Κέιτ έχει τα δικά της φαντάσματα να πολεμήσει, τα οποία προέρχονται από την ασταθή παιδική της ηλικία.
Σκηνοθεσία:
Gabriele Muccino
Κύριοι Ρόλοι:
Russell Crowe … Jake Davis
Amanda Seyfried … Katie Davis
Aaron Paul … Cameron
Diane Kruger … Elizabeth
Quvenzhane Wallis … Lucy Carter
Janet McTeer … Carolyn
Octavia Spencer … Δρ Corman
Jane Fonda … Teddy Stanton
Bruce Greenwood … William
Ryan Eggold … John
Kylie Rogers … Katie Davis (νεαρή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Brad Desch
Παραγωγή: Nicolas Chartier, Sherryl Clark, Craig J. Flores
Μουσική: Paolo Buonvino
Φωτογραφία: Shane Hurlbut
Μοντάζ: Alex Rodriguez
Σκηνικά: Daniel B. Clancy
Κοστούμια: Isis Mussenden
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Fathers & Daughters
Ελληνικός Τίτλος: Πατέρας & Κόρη
Εναλλακτικός Τίτλος: Fathers and Daughters [προώθησης]
Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Πατέρας και Κόρη [Home Cinema]
Παραλειπόμενα
- Με 22,4 εκατομμύρια δολάρια μπάτζετ, το φιλμ έβγαλε μόλις 5,1.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Αρχικός συνθέτης ήταν ο James Horner.
- Ο Michael Bolton ερμηνεύει το ομότιτλο ορίτζιναλ κομμάτι.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 16/5/2016
Η διαφορά ενός συγκινητικού οικογενειακού δράματος και μιας δακρύβρεχτης μετριότητας μαζικής κατανάλωσης είναι τεράστια. Τόσο στην αφηγηματική δομή, όσο και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, των σχέσεων μεταξύ τους και κυρίως του εσωτερικού τους κόσμου, των επιθυμιών και των ψυχολογικών τους διακυμάνσεων. Πολλά στοιχεία του κινηματογραφικού στιλ αλλά και της σεναριακής ουσίας συντελούν στην επιτυχία ενός είδους που έχει τραβήξει αρκετά, έχει υποτιμηθεί άδικα πολλές φορές, αλλά κι έχει χαρίσει στιγμές ιδιαίτερης κινηματογραφικής αισθαντικότητας. Οι χαρακτήρες χτυπημένοι από τη μοίρα μοιάζουν να ταυτίζονται με τις πονεμένες ιστορίες της καθημερινότητας, κάνοντας τις γραμμές ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό να ξεθωριάζουν. Η ευρωπαίοι δημιουργοί, μέσω των διάφορων καλλιτεχνικών τάσεων, παρέδωσαν μαθήματα απεικόνισης μιας βαθιάς κι εσωτερικής δυστυχίας, καθρεφτίζοντας άλλοτε την κοινωνία της εκάστοτε εποχής ή άλλοτε τις δαιδαλώδεις συναισθηματικές παρεκκλίσεις που διαμορφώνουν τελικά την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Είναι λοιπόν (το λιγότερο) λυπηρό να βλέπεις έναν ιταλό σκηνοθέτη με αξιόλογα («Το Κυνήγι της Ευτυχίας») ή έστω αξιοπρεπή («Επτά Ζωές») φιλμικά δείγματα να προσπαθεί απεγνωσμένα να εκμαιεύσει έστω και ένα δάκρυ με μια ταινία τόσο στερεοτυπική και προβλέψιμη όσο ο τίτλος της.Το εξαντλημένο σενάριο χωρίζει σχεδόν ισόποσα τη χρονική του διάρκεια σε δύο περιόδους, περιγράφοντας αφενός τις δυσκολίες ενός διάσημου συγγραφέα (Ράσελ Κρόου) να μεγαλώσει τη μοναχοκόρη του μετά από μια προφανέστατη τραγωδία που πλήττει την οικογένεια, και αφετέρου την ενήλικη ζωή της μικρής Κέιτι (Αμάντα Σέιφριντ), η οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει βαθιές ψυχολογικές αδυναμίες και daddy-issues. Η πλοκή, πέρα από την πρόδηλη εξέλιξή της, φέρει όλα τα στοιχεία μιας εύπεπτης, επιφανειακής και προπαντός πρόχειρης σεναριακής απόπειρας, αφού οι συσχετισμοί είναι τόσο καταφανείς που δείχνουν να υποτιμούν τη νοημοσύνη του θεατή. Η αφήγηση, δε, μοιάζει συστηματικά άδεια από ουσία, με τη βαθμιαία αποκάλυψη των αιτιών της συναισθηματικής ανεπάρκειας της πρωταγωνίστριας να μην προσδίδει τίποτε το ενδιαφέρον. Οι κονσερβοποιημένοι διάλογοι στερούνται κάθε ρεαλισμού μοιάζοντας κατασκευασμένοι είτε για να εξυπηρετήσουν την εξέλιξη της ιστορίας είτε για να «φωνάξουν» σχεδόν μέσα στα μούτρα σου πόσο συναισθηματικά φορτισμένοι είναι. Τα κλισέ έχουν την τιμητική τους όσον άφορα και την εικονογράφηση, καθρεφτίζοντας μια αισθητική που θα ταίριαζε περισσότερο σε σαββατιάτικη τηλεταινία της δεκαετίας του ενενήντα. Δεν είναι έξαλλου τυχαίο ότι το φιλμ δεν έχει καταφέρει ακόμη να βρει διανομή στην Αμερική παρά τα ηχηρά ονόματα στο καστ, όπου εμφανίζεται ξεκάθαρα υποτιμημένο. Ή μάλλον σωστότερα, με περισσότερα προσόντα από τα απαιτούμενα.
Παρεμπιπτόντως, οι εξίσου διάσημοι δευτερεύοντες χαρακτήρες πέρα από το πρωταγωνιστικό δίδυμο (από την Τζέιν Φόντα έως τον Άαρον Πολ) σπαταλιόνται στελεχώνοντας ρόλους που μοιάζουν μονό σημαντικοί ως προς τη σκηνική τους παρουσία και όχι την ερμηνευτική τους ουσία. Ο Κρόου δείχνει απλά να μιμείται κάποιες από τις εκφράσεις που του χάρισαν μια υποψηφιότητα για Όσκαρ στον «Υπέροχο Άνθρωπο», αποδεχόμενος μοιρολατρικά τις μετατραυματικές κρίσεις που προκύπτουν από την απώλεια της γυναίκας του, ενώ η αθεράπευτα πληγωμένη Σέιφριντ μοιάζει τυφλή ως προς τα προβλήματά της παρόλες τις επαγγελματικές κι ακαδημαϊκές γνώσεις της πάνω στο αντικείμενο (υποδύεται μια ασκούμενη ψυχολόγο και κοινωνική λειτουργό), έχοντας τη δυνατότητα ταυτόχρονα να παρέχει συμβουλές και λύσεις σε ασθενείς με αντίστοιχα προβλήματα. Μόνο η Ντάιαν Κρούγκερ φαίνεται να έχει επίγνωση σε ποιο φιλμ (ή καλύτερα σε ποιο επεισόδιο σαπουνόπερας) παίζει.
Γεμάτο γνωστές εικόνες σιροπιασμένης οικογενειακής ευτυχίας που εναλλάσσονται με σκηνές εγκατάλειψης και θρήνου, το «Πατέρας και Κόρη» είναι δυστυχώς μια ξαναζεσταμένη σούπα που αρνείσαι να φας ακόμη κι όταν δεν έχεις τίποτε άλλο στη διάθεσή σου. Επιτηδευμένα ρομαντικό, αφελές και διανθισμένο με βαρύγδουπες σαχλαμάρες («Οι άντρες μπορούν να επιβιώσουν χωρίς αγάπη. Αλλά όχι εμείς οι γυναίκες»), οδηγείται ακόμη και σε σεξιστικά συμπεράσματα υπαινισσόμενο ότι οι γυναίκες με έντονη σεξουαλική ζωή μάλλον είναι διαταραγμένες. Δυστυχώς, πρόκειται μάλλον για μία από τις μεγαλύτερες σκηνοθετικές αποτυχίες του Γκαμπριέλε Μουτσίνο.
Βαθμολογία: