Το πρωί της 31ης Δεκεμβρίου του 1969, ο Μάσιμο, μόλις εννέα ετών, βρήκε τον πατέρα του στον διάδρομο μαζί με δύο άνδρες: η μητέρα του πέθανε. Τα χρόνια περνάνε, ο Μάσιμο μεγαλώνει και γίνεται δημοσιογράφος. Μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο στη Βοσνία, όπου είχε σταλεί από την εφημερίδα του, αρχίζει να έχει κρίσεις πανικού. Πηγαίνει στο νοσοκομείο και εκεί γνωρίζει την Ελίζα. Ο διευθυντής της εφημερίδας του του αναθέτει μια ανθρωπιστική στήλη, και μέσω αυτής η Ελίζα θα τον βοηθήσει να ανακαλύψει την αλήθεια για την παιδική του ηλικία και το δικό της παρελθόν.

Σκηνοθεσία:

Marco Bellocchio

Κύριοι Ρόλοι:

Berenice Bejo … Elisa

Valerio Mastandrea … Massimo

Guido Caprino … ο πατέρας του Massimo

Barbara Ronchi … η μητέρα του Massimo

Dario Dal Pero … Massimo (νεαρός)

Nicolo Cabras … Massimo (παιδί)

Emmanuelle Devos … η μητέρα του Enrico

Dylan Ferrario … Enrico

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Edoardo Albinati, Marco Bellocchio, Valia Santella

Παραγωγή: Beppe Caschetto

Μουσική: Carlo Crivelli

Φωτογραφία: Daniele Cipri

Μοντάζ: Francesca Calvelli

Σκηνικά: Marco Dentici

Κοστούμια: Daria Calvelli

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Fai Bei Sogni
  • Ελληνικός Τίτλος: Όνειρα Γλυκά
  • Διεθνής Τίτλος: Sweet Dreams

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Fai Bei Sogni του Massimo Gramellini.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Valerio Mastandrea), σενάριο, φωτογραφία και κομμώσεις στα David di Donatello.

Παραλειπόμενα

  • Ελεύθερα μόνο βασισμένο στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Massimo Gramellini, που είχε γίνει μπεστ-σέλερ στην Ιταλία.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 27/4/2017

Βασισμένο στην ομώνυμη αυτοβιογραφική νουβέλα του 2012 γραμμένη από τον Massimo Gramellini, η ταινία εξιστορεί το αθεράπευτο τραύμα του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, όταν αυτός βρισκόταν σε νεαρή ακόμη ηλικία το 1969. Το φιλμ του Bellocchio πηγαινοέρχεται, από τις τρυφερές και νοσταλγικές στιγμές του Massimo στην ηλικία αυτή, ενώ προσπαθεί μάταια να επουλώσει τις πληγές με τη βοήθεια του πατέρα του και της πίστης, και λίγο αργότερα στα αδιέξοδα της ενήλικης ζωής του ως δημοσιογράφος πλέον, απεσταλμένος μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια του πολέμου εκεί στο Σεράγεβο μέχρι και την ώρα που συναντά την Elisa, που ίσως του δείξει ένα δρόμο πέρα από την οδύνη.

Εγκαταλείποντας τον συμβολικό χαρακτήρα που χαρακτήριζε το προηγούμενο πόνημά του, το «Αίμα από το Αίμα μου», που όλως τυχαίως βρήκε διανομή στις εγχώριες αίθουσες μέσα στον ίδιο μήνα, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος εδώ υπογράφει κάτι πιο προσβάσιμο κι άμεσο, μια σπουδή επάνω στο πένθος και την τραυματισμένη παιδική ηλικία που μεταφράζεται ως ένα δυσαναπλήρωτο κενό που έχει τις επιπτώσεις του αργότερα στη ζωή του Massimo ως άνδρας, καθιστώντας τον αδύνατο να δεθεί συναισθηματικά με οποιοδήποτε άτομο του περίγυρού του και να νιώσει πραγματικά ευτυχισμένος. Οι σεκάνς που διαδραματίζονται στο παρελθόν έχουν έναν έντονα νοσταλγικό τόνο, παρά το κεντρικό θέμα της απώλειας που διαπραγματεύονται, και παραδόξως τόσο σε αυτές όσο και στο υπόλοιπο φιλμ απουσιάζουν οι πολιτικές σημάνσεις, κάτι σπάνιο για το δημιουργό, καθιστώντας ουσιαστικά το «Όνειρα Γλυκά» περισσότερο μια υπόθεση του συγγραφέα της πρωτογενούς πηγής του παρά ένα πόνημα με ευδιάκριτη την προσωπική σφραγίδα του Bellocchio. Ακριβώς όμως επειδή το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται να μην αφορά τον άνθρωπο που το υλοποιεί κινηματογραφικά, πολλές φορές η προσέγγιση που επιχειρείται φαντάζει αποστασιοποιημένη κι αποκομμένη από μια βαθιά αίσθηση πόνου που θα έπρεπε κανονικά να μεταδίδει το σενάριο και η σκηνοθεσία για να πείσει ως μια βαθιά κατάδυση στον ψυχισμό ενός παιδιού, κι αργότερα ενήλικα που επεξεργάζεται τη διαδικασία του πένθους μέσα του. Έτσι, ακόμη κι αν οι σκηνές που λαμβάνουν χώρα στην παιδική ηλικία του ήρωα έχουν κάποιες υπέροχες εκλάμψεις τρυφερότητας και κατανόησης για την προσωπική του τραγωδία (όπως όταν ο Massimo περνάει από τη φάση της άρνησης μην μπορώντας να πιστέψει τα πραγματικά δεδομένα του θανάτου της μητέρας που του μεταφέρουν οι μεγάλοι, αλλά και όταν γίνονται αναδρομές στη φιγούρα που σημάδεψε τη ζωή του στα τρυφερά χρόνια της συνύπαρξης με τη μάνα του, τον ανατριχιαστικό Belfagor, καθιστώντας έτσι μια φιγούρα τρόμου ταυτισμένη με ένα ξέφωτο συναισθηματικής ασφάλειας στις αναμνήσεις του), αυτό το πνεύμα δεν χαρακτηρίζει και το υπόλοιπο σύνολο, καθώς ιδιαίτερα αποξενωμένα από την ουσία που βρίσκεται στην καρδιά του έργου είναι τα αποσπάσματα που εκτυλίσσονται στη δεκαετία του 1990 όταν ο πρωταγωνιστής φαινομενικά στέκεται στα πόδια του, αλλά η ψυχή του δεν έχει ξεπεράσει ακόμη τον πρόωρο χαμό του αγαπημένου του γονιού.

Η δε ερμηνεία του Valerio Mastandrea ακροβατεί επικίνδυνα μεταξύ μιας εσωστρέφειας στην απεικόνιση μιας τραυματισμένης ψυχοσύνθεσης και της απλής αμηχανίας ως προς την προσέγγιση του ρόλου του. Αντιθέτως, η Berenice Bejo είναι θαυμάσια εκπέμποντας μια ζεστασιά και μια ψυχολογική ισορροπία που κάνει μια υπέροχη αντίθεση με την αβεβαιότητα και τη συναισθηματική τρωτότητα του συμπρωταγωνιστή της, είναι όμως πολύ κρίμα που αξιοποιείται πενιχρά από το σενάριο, ενώ σε μια ιδανική περίπτωση θα ήταν χαρακτήρας κλειδί για το μετασχηματισμό της αντίληψης του Massimo αλλά και μια ηρωίδα με αυτονομία. Εδώ δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τίποτα περισσότερο από το να οδηγήσει τον πρωταγωνιστή σε μια λύτρωση, λαβώνοντας έτσι την αυθυπαρξία της μέσα στην ιστορία. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι ένα φιλμ που δεν κουβαλά κάποια ειλικρίνεια κι αυθεντικότητα στα όσα βιωματικά αφηγείται, αυτό όμως συμβαίνει σπασμωδικά και όχι σε όλη τη διάρκειά του. Ευαίσθητο μεν, αβαθές δε.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *