Ντάμπο
- Dumbo
- 2019
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Εποχής, Οικογενειακή, Περιπέτεια, Φαντασίας
- 28 Μαρτίου 2019
Ο ιδιοκτήτης τσίρκου Μαξ Μεντίτσι επιστρατεύει τον Χολτ Φάριερ, πρώην αστέρι του τσίρκου, και τα παιδιά του, Μίλι και Τζόε, για να φροντίσουν έναν νεογέννητο ελέφαντα με υπερμεγέθη αυτιά, τα οποία τον κάνουν περίγελο ενός τσίρκου που πνέει τα λοίσθια. Όταν ανακαλύπτουν όμως ότι ο Ντάμπο μπορεί να πετάξει, το τσίρκο ξαναζεί τις παλιές του δόξες, προσελκύοντας τον επιχειρηματία Β.Α. Βάντεβερ, που θέλει το ασυνήθιστο παχύδερμο για την Dreamland, το εντυπωσιακό του σόου. Ο Ντάμπο φτάνει σε νέα ύψη στο πλευρό της γοητευτικής και ταλαντούχας ακροβάτριας Κολέτ Μαρσάν, μέχρι που ο Χολτ ανακαλύπτει ότι πίσω από την εκτυφλωτική γυαλάδα της Dreamland, κρύβονται σκοτεινά μυστικά.
Σκηνοθεσία:
Tim Burton
Κύριοι Ρόλοι:
Colin Farrell … Holt Farrier
Michael Keaton … V. A. Vandevere
Danny DeVito … Maximilian ‘Max’ Medici
Eva Green … Colette Marchant
Alan Arkin … J. Griffin Remington
Deobia Oparei … Rongo
Joseph Gatt … Neils Skellig
Sharon Rooney … Μις Atlantis
Douglas Reith … Sotheby
Nico Parker … Milly Farrier
Finley Hobbins … Joe Farrier
Lars Eidinger … Hans Brugelbecker
Roshan Seth … Pramesh Singh
Sandy Martin … Verna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ehren Kruger
Παραγωγή: Katterli Frauenfelder, Derek Frey, Ehren Kruger, Justin Springer
Μουσική: Danny Elfman
Φωτογραφία: Ben Davis
Μοντάζ: Chris Lebenzon
Σκηνικά: Rick Heinrichs
Κοστούμια: Colleen Atwood
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Dumbo
- Ελληνικός Τίτλος: Ντάμπο
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ντάμπο, το Ελεφαντάκι (1941)
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Dumbo των Helen Aberson, Harold Pearl.
- Στόρι: Ντάμπο, το Ελεφαντάκι των Otto Englander, Joe Grant, Dick Huemer.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία βγήκε και τρισδιάστατη.
- Ελαφριά μόνο βασισμένο πάνω στην κλασική ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney, παρότι θεωρείται ριμέικ.
- Ο σκηνοθέτης Tim Burton και η ομάδα παραγωγής θέλησαν να τιμήσουν το μινιμαλιστικό και εξπρεσιονιστικό ύφος της πρώτης ταινίας. Για να αποδώσουν την ίδια αίσθηση στη live-action εκδοχή, μελέτησαν φιλμ νουάρ για να χτίσουν απέριττα σκηνικά και φωτιστικές τακτικές που θα εξασφάλιζαν την ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον εξπρεσιονισμό.
- Will Smith, Chris Pine, Casey Affleck και Tom Hanks προσεγγίσθηκαν για ρόλους, αλλά προτίμησαν άλλες παραγωγές.
- Το κουστούμι της Μις Ατλάντις έχει πάνω από 100 λέπια το ένα πάνω στο άλλο, όλα ραμμένα στο χέρι. Τα λέπια εναλλάσσονταν σε μαύρες και τιρκουάζ σειρές, και φτιάχτηκαν από 3-4 επίπεδα υφάσματος με τελειώματα που αντανακλούσαν το φως.
- Οι δημιουργοί ήταν πεπεισμένοι ότι πρέπει να έχουν πραγματικούς καλλιτέχνες του τσίρκου για να είναι αυθεντικοί στις σκηνές. Ο τέταρτης γενιάς καλλιτέχνης τσίρκου Kristian Kristof από την Ουγγαρία ανέλαβε όχι μόνο να μοιραστεί την εκτεταμένη του γνώση, αλλά και τις διεθνείς του διασυνδέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολυπολιτισμική συγκέντρωση καλλιτεχνών τσίρκου, όπως ζογκλέρ, κλόουν, εκπαιδευτές σκύλων κτλ. H ομάδα του τσίρκου είχε μέλη από όλο τον κόσμο. Τα γλωσσικά όρια έκαναν δύσκολη την επικοινωνία μεταξύ των μελών, μέχρι που στήθηκε ένα τραπέζι πινγκ-πονγκ.
- Η Eva Green ενσαρκώνει την ακροβάτισσα Κολέτ Μαρσάντ, αλλά στην πραγματικότητα η ηθοποιός έχει υψοφοβία. Μια επαγγελματίας ακροβάτισσα ανέλαβε να ντουμπλάρει την Green όπου χρειαζόταν, και συνεργάστηκε με την ηθοποιό για να αποκτήσει αυτοπεποίθηση στον αέρα. Στο τέλος, η Green ξεπέρασε τον φόβο της και μπόρεσε να εκτελέσει μεγάλο μέρος της χορογραφίας.
- Από τη στιγμή που ο Ντάμπο, η μητέρα του και άλλοι ελέφαντες στην ταινία είναι αποτέλεσμα ψηφιακής επεξεργασίας και προστέθηκαν στο τέλος, η παραγωγή έπρεπε να βρει τρόπους να τους αντικαταστήσει στο σετ για να ξέρουν οι ερμηνευτές πού να κοιτάνε όταν είχαν σκηνές με τα “ζώα” αυτά. Κατασκευάστηκαν έτσι αντίγραφα σε πραγματικές διαστάσεις για να βοηθήσουν τον φωτισμό σε μερικές σκηνές. Σε άλλες περιπτώσεις, τα μέλη του συνεργείου φορούσαν πράσινες στολές που αντικαθίστανται εύκολα στην ψηφιακή επεξεργασία, και μετέφεραν κάδρα στο μέγεθος των ελεφάντων στα σημεία που θα τοποθετούνταν οι ελέφαντες. Πράσινα λούτρινα ζωάκια και στολές ελεφάντων χρησιμοποιήθηκαν για να έχουν οι ηθοποιοί το βλέμμα στο σωστό σημείο.
- Με κόστος 170 εκατομμύρια δολάρια, τα κέρδη ανήλθαν στα 353,3.
- Και στα ελληνικά, με τις φωνές των: Χρήστος Πλαΐνης (Χολτ Φαριέρ), Γιάννης Στεφόπουλος (Βι-Εϊ Βάντεβιρ), Κώστας Φιλίππογλου (Μαξ Μεντίτσι), Στεφανία Φιλιάδη (Κολέτ Μαρσάντ), Ντίνος Σούτης (Τζέι Γκρίφιν Ρέμινγκτον), Πέγκυ Μανωλά (Μίλι Φαριέρ), Άγγελος Ριζόπουλος (Τζο Φαριέρ), Τηλέμαχος Κρεβάικας (Νιλς Σκέλιγκ), Πέτρος Δαμουλής (Σόθμπι/βαρύτονος Μπέιτς), Βασίλης Μήλιος (Ρούφους), Αλεξάνδρα Λέρτα (δεσποινίς Ατλαντίς), Βούλα Κώστα (Βέρνα), Δημήτρης Παπαδάτος, Νέστωρ Κοψιδάς, Παναγιώτης Αποστολόπουλος, Γιάννης Υφαντής, Γιώργος Σκουφής, Πάνος Καλλιγερής, Μελίνα Καπογιαννάτου, Νίκος Βατικιώτης, Σοφία Παναηλίδου, Χρήστος Συριώτης, Χρήστος Θάνος, Παναγιώτης Τοψίδης, Υρώ Μιχαλακάκου, Πάολα Καλλιγερή, Παναγιώτης Μπούρας, Στέλιος Ψαρουδάκης. Σκηνοθετική Επιμέλεια: Σοφία Παναηλίδου. Μετάφραση: Ελένη Κουβοπούλου. Μουσική Επιμέλεια: Αλέξης Βακαντής. Στίχοι: Ηλίας Ματάμης.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Οι Arcade Fire ερμηνεύουν για το φιλμ το Baby Mine. Εντός της ταινίας ακούγεται από τη Sharon Rooney. Στα ελληνικά ακούγεται από την Αλεξάνδρα Λέρτα ως Αγαπημένο μου Μωρό.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 27/3/2019
Το πρόβλημα με τον Tim Burton στη μετά «Sweeney Todd: Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ» εποχή, μιας κι αυτή συνιστά την πιο άνυδρη δημιουργικά περίοδό του (παλιότερα μπορεί να είχε και ακόμη χειρότερες στιγμές σαν το περιβόητο ριμέικ του «Πλανήτη των Πιθήκων» αλλά αυτές θα αποτελούσαν εξαίρεση στον κανόνα που τον ήθελε να παραδίδει απανωτές καλλιτεχνικές επιτυχίες), δεν είναι τόσο το οπτικό κομμάτι, έστω κι αν ο ίδιος έχει συλλάβει στο παρελθόν σίγουρα πιο εντυπωσιακές εικόνες από αυτές που πλάθει τώρα. Το θέμα είναι κυρίως πως στα χέρια του δεν παίρνει πλέον ένα εξίσου δυνατό σεναριακό υλικό σε σχέση με παλιότερα. Αυτό δυστυχώς ισχύει κι εδώ. Κι αν η απόφαση για τη μετατόπιση του δράματος από τα ομιλούντα ζώα του θρυλικού ντισνεϊκού καρτούν στους ανθρώπους φαίνεται αυτονόητη για μια μεταφορά με ηθοποιούς, αποτελώντας παράλληλα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ουσιαστικής διαφοροποίησης από τον προκάτοχό της αποφεύγοντας το εύκολο κοπιάρισμα (όπως κακώς είχε γίνει προ διετίας με την «Πεντάμορφη και το Τέρας»), οι ιδέες πολύ απλά δεν είναι αρκετές για το χτίσιμο ενός αρκετά στέρεου σκελετού. Ο μοναδικός χαρακτήρας που φαίνεται να έχει επεξεργαστεί ικανοποιητικά για να παρέχει ένα ενδιαφέρον προσωπικό δράμα είναι αυτός του Colin Farrell, ο οποίος στηρίζεται αξιοπρεπώς και σε ερμηνευτικό επίπεδο. Όλοι οι υπόλοιποι εκ των βασικών πάσχουν: τα παιδιά, ειδικά το κορίτσι, βγάζουν κάτι αφύσικο συμπεριφορικά που είναι καθαρά ευθύνη του κειμένου, ο Michael Keaton σαν να υπερπροσπαθεί για να μη βγουν στην επιφάνεια τα πολλά κενά του κακού του, η Eva Green είναι διακοσμητική και ο Danny DeVito απλά επαναλαμβάνει τον ρόλο του στο «Απίθανες Ιστορίες» (η οποία είναι και η πιο συγγενική οπτικά ταινία του σκηνοθέτη με αυτό το ριμέικ).
Όσοι περιμένουν πως ελέω ονόματος πίσω από την κάμερα η προσωπική σφραγίδα έχει προτεραιότητα του χαρακτηρισμού «ντισνεϊκό προϊόν», μάλλον θα απογοητευθούν. Όπως συνέβαινε και στην μπαρτονική «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του ίδιου στούντιο, εδώ υπάρχει μεν ένας σκηνοθέτης που δεν αναλαμβάνει καθήκοντα διεκπεραιωτή κι εντέλει βάζει την υπογραφή του, στην πορεία όμως τη νερώνει υπέρ το δέον. Η παραμυθένια και αλλόκοτη αισθητική που αποτελεί σήμα κατατεθέν του υπάρχει, αλλά μιας και το απαιτεί ο μύθος αυτό το γνώρισμα θα βρισκόταν στο μείγμα έτσι κι αλλιώς. Το σκοτάδι είναι που λείπει σε πολύ μεγάλο βαθμό (κάνα δυο σκηνές εξαίρεση στον κανόνα δεν συνιστούν ανατροπή της συνθήκης που επικρατεί γενικά), προφανώς για λόγους εμπορικούς, αλλά η νοοτροπία με την οποία γίνεται αυτή η επιλογή δεν είναι ορθολογική: το συγκεκριμένο συστατικό αν διαχειριστεί σωστά είναι ακαταμάχητο μέσα σε ένα παραμύθι, έχει μετρήσιμη αξία που δεν γίνεται να αγνοηθεί.
Πολλές οι ενστάσεις, αλλά για να τοποθετηθούν όλα σε μια σωστή βάση, ο νέος «Ντάμπο» πετυχαίνει τους βασικούς σκοπούς της κατηγορίας στην οποία ανήκει: να είναι ένα οικογενειακό θέαμα που στέκεται, που σέβεται τις απαιτήσεις μικρών και μεγάλων, που παρέχει την απαραίτητη αποδραστικότητα που αναμένεται από το είδος αλλά και που εκπέμπει ευγενή μηνύματα, εδώ κυρίως οικολογικής και ουμανιστικής φύσεως. Σαν παραγωγή στέκεται και με το παραπάνω (ειδικά η Collen Atwood για άλλη μια φορά κεντάει κυριολεκτικά και μεταφορικά) ενώ παράλληλα προσέχει να μην τραυματίσει τις μνήμες του πρωτότυπου, αν και οι σεκάνς που το ανακαλούν αναπόφευκτα υστερούν συγκριτικά. Τώρα για το ποιος εκ των δύο «παικτών» θα κερδίσει τη μάχη της διαχρονικότητας, η απάντηση έχει ήδη κριθεί εδώ κι 78 χρόνια, και όχι αδίκως, ένα συμπέρασμα που αφορά το γενικότερο αυτό εγχείρημα της Disney να γυρίσει στο φορμάτ του live action τις πιο επιτυχημένες της στιγμές. Όχι ότι από αυτό δεν μπορούν να προκύψουν κι ευχάριστες εκπλήξεις όπως το «Βιβλίο της Ζούγκλας» προ ολίγων ετών, αλλά δύσκολο να υπάρχουν άλματα προς τα εμπρός στη μυθοπλασία με ξαναζεσταμένο φαγητό, έστω και με κάποια διαφορετικά καρυκεύματα…
Βαθμολογία: