Με Διπλή Ταυτότητα
- Double Indemnity
- Κολασμένη Αγάπη
- 1944
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Θρίλερ, Μυστηρίου, Νουάρ
- 07 Οκτωβρίου 1946
Ο έμπειρος ασφαλιστής Γουόλτερ Νεφ συνάπτει παράνομη ερωτική σχέση με τη Φίλις, σύζυγο ενός πελάτη του. Η Φίλις θα του προτείνει να δολοφονήσει τον άντρα της και μαζί να εισπράξουν την αποζημίωση της ασφάλειας ζωής. Ο Νεφ όχι μονάχα συμφωνεί, αλλά αναζητά τρόπους να κάνει την αποζημίωση διπλή…
Σκηνοθεσία:
Billy Wilder
Κύριοι Ρόλοι:
Fred MacMurray … Walter Neff
Barbara Stanwyck … Phyllis Dietrichson
Edward G. Robinson … Barton Keyes
Porter Hall … Κος Jackson
Jean Heather … Lola Dietrichson
Tom Powers … Κος Dietrichson
Byron Barr … Nino Zachetti
Richard Gaines … Edward S. Norton, Jr.
Fortunio Bonanova … Sam Gorlopis
Douglas Spencer … Lou Schwartz
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Billy Wilder, Raymond Chandler
Παραγωγή: Joseph Sistrom
Μουσική: Miklos Rozsa
Φωτογραφία: John F. Seitz
Μοντάζ: Doane Harrison
Σκηνικά: Hans Dreier, Hal Pereira, David S. Hall
Κοστούμια: Edith Head
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Double Indemnity
- Ελληνικός Τίτλος: Κολασμένη Αγάπη [αυθεντικός]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Με Διπλή Ταυτότητα [επανέκδοσης]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Διπλή Ταυτότητα [επανέκδοσης]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Διπλή Αποζημίωση [τηλεόρασης]
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Double Indemnity του James M. Cain.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Barbara Stanwyck), διασκευασμένου σεναρίου, μουσικής (δράμα/κωμωδία), φωτογραφίας και ήχου.
Παραλειπόμενα
- Το μυθιστόρημα του James M. Cain εμφανίστηκε εν είδει σίριαλ 8 επεισοδίων στο περιοδικό Liberty το 1936, πριν το 1943 όπου εκδόθηκε αυτόνομα. Αυτό με τη σειρά του είχε βασιστεί στην αληθινή υπόθεση φόνου του Albert Snyder, που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη το 1927. Η πρωτοσέλιδη φωτογραφία της εκτέλεσης του Snyder σε ηλεκτρική καρέκλα καθιερώθηκε ως η διασημότερη φωτογραφία της δεκαετίας του 1920 για τις ΗΠΑ.
- Με αυτό το πρότυπο φιλμ νουάρ καθιερώθηκε ο Billy Wilder ως ένα από τα σημαντικότερα νέα ονόματα του χώρου, κι ενώ είχε ήδη ξεχωρίσει με τα σενάρια του. Κάποιοι μάλιστα επιμένουν ότι σε αυτό το φιλμ οριστικοποιήθηκαν τα στάνταρ ενός φιλμ νουάρ.
- Ο Wilder θεωρούσε αυτή την ταινία ως αγαπημένη του από όσες δημιούργησε, αναφερόμενος στα λιγότερα δυνατά λάθη που έγιναν τόσο επί του σεναρίου όσο και επί των γυρισμάτων. Είναι και ανάμεσα στις δύο πιο περήφανες στιγμές του το γεγονός ότι έλαβε τις επευφημίες από τον ίδιο τον James M. Cain, πλάι σε αυτές που θα πάρει από την Agatha Christie για το Μάρτυς Κατηγορίας (1957).
- Άμεσα με την εμφάνιση του έργου το 1936, διάφορα στούντιο πόνταραν για να το αποκτήσουν. Οι MGM, Warner Bros., Paramount, 20th Century-Fox και Columbia αποχώρησαν της διαδικασίας, όταν ο λογοκριτής Joseph Breen του διαβόητου γραφείου Χέιζ έστειλε υπόμνημα που προειδοποιούσε για άπρεπο θέαμα. Οχτώ χρόνια μετά η Paramount τόλμησε να το αγοράσει, και το έστειλε για επανεξέταση στο γραφείο Χέιζ, παίρνοντας πανόμοια απάντηση. Παρόλα αυτά, αποφάσισαν να το βάλουν μπρος, και το σενάριο εντέλει πήρε έγκριση με λίγες μόνο ενστάσεις περί οπτικοποίσης της βίας.
- Ο Billy Wilder αναγκάστηκε να δουλέψει το σενάριο δίχως τον μόνιμο συνεργάτη του, Charles Brackett, μια κι εκείνος αρνούνταν να εργαστεί πάνω σε ένα τέτοιο υλικό που δεν θεωρούσε ηθικό. Η άμεση λύση ήταν να αντικατασταθεί με τον ίδιο τον James M. Cain, αλλά εκείνος ήταν απασχολημένος με άλλο στούντιο (αν και ο ίδιος αργότερα δήλωσε πως δεν του ζητήθηκε ποτέ), με τον παραγωγό Joseph Sistrom να αντιπροτείνει τον Raymond Chandler, συγγραφέα του The Big Sleep. Το πρόβλημα ήταν πως ο Chandler ήταν αλκοολικός, και χρειάστηκε πρώτα να μπει στη θέση του για να μπορέσει να συνεργαστεί. Σε κάποιο σημείο μάλιστα παραιτήθηκε, αλλά ο Wilder επέμεινε σε αυτόν θαυμάζοντας τον τρόπο που διαχειρίζονταν τις λέξεις.
- Ενώ η Barbara Stanwyck, η πιο ακριβοπληρωμένη τότε γυναίκα στις ΗΠΑ, ήταν η πρώτη επιλογή για τη Φίλις και είπε το ναι έστω και διστακτικά, τον ρόλο του Γουόλτερ αρνήθηκαν διαδοχικά οι Alan Ladd, James Cagney, Spencer Tracy, Gregory Peck και Fredric March. Μόνο όταν ο Wilder αποφάσισε να μην αναζητά πλέον κάποιον “κυνικό” για τον ρόλο, βρέθηκε ο Fred MacMurray, γνωστός ως το “καλό παιδί” σε ελαφριές κωμωδίες. Βέβαια ο MacMurray επέμεινε στον σκηνοθέτη ότι δεν ήταν ικανός για σοβαρή ερμηνεία και πως έκανε ένα μεγάλο λάθος.
- Η Barbara Stanwyck φοράει περούκα καθ’ όλη την ταινία, κάτι που ο Billy Wilder μετάνιωσε όταν πλέον ήταν αργά. Η ιδέα της ύπαρξης της περούκας ήταν για να μοιάζει ψεύτικη, ώστε να τονιστεί η λαγνεία αντί της αγάπης ανάμεσα στο κεντρικό ζευγάρι.
- Πατώντας πάνω στην εμπειρία του John F. Seitz από την εποχή του βωβού, ο Wilder ανέτρεξε στις βερολινέζικες ρίζες του και μαζί επέβαλαν μια εικόνα που παράπεμπε σε γερμανικό εξπρεσιονισμό, με πλήρη ανάπτυξη των φωτοσκιάσεων. Μια άλλη τεχνική που ενεργοποίησαν ήταν αυτή του “βενετικού τυφλού”, σύμφωνα με έναν τύπο παραθύρου με στόρια, που δημιουργούσε μέσω σκιάς μια εικόνα κάγκελων φυλακής μπροστά από τους χαρακτήρες.
- Παρά την επίθεση που δέχτηκε η ταινία περί των ηθών της από τη δημοφιλή ραδιοφωνική τραγουδίστρια Kate Smith, η επιτυχία στο κοινό ήταν άμεση και επέφερε κέρδη στα ταμεία. Παρόμοια υψηλή ήταν και η απήχηση από πλευράς κριτικής, αν και την εξαιρετικά υψηλή φήμη της την απέκτησε από τη δεκαετία του 1970 και μετά.
- Ο Wilder παραβρέθηκε στην οσκαρική απονομή πιστεύοντας βαθιά πως η ταινία του θα επικρατούσε. Όταν όμως έχανε το ένα βραβείο μετά το άλλο, αντιλήφθηκε ότι η ακαδημία δεν ήταν υπέρ του. Νευριασμένος, έβαλε τρικλοποδιά στον Leo McCarey όταν ανέβαινε για να παραλάβει το βραβείο σκηνοθεσίας, και μετά από την απονομή ακούστηκε να φωνάζει υποτιμητικά σχόλια για τα Όσκαρ (“Τι σημαίνει άλλωστε το Όσκαρ, για όνομα του Θεού; Εδώ το κέρδισε δύο φορές η Luise Rainer”). Την επόμενη ακριβώς χρονιά ήταν αυτός ο μεγάλος νικητής, με το Χαμένο Σαββατοκύριακο…
- Το 1973 ήρθε ένα ριμέικ για τη μικρή οθόνη, με τον ίδιο τίτλο. Σκηνοθέτης του είναι ο Jack Smight και πρωταγωνιστές οι Richard Crenna, Samantha Eggar και Lee J. Cobb. Κάποιοι εκλαμβάνουν ως ριμέικ και το Έξαψη (1981) του Lawrence Kasdan, κάτι όμως που δεν αφορά κάτι το επίσημο.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 30/10/2023
Το 1950 το πτώμα ενός σεναριογράφου του Χόλιγουντ ήταν ο αφηγητής στη «Λεωφόρο της Δύσης» του Billy Wilder. Έξι χρόνια νωρίτερα, «ένας νεκρός που περπατά» ασφαλιστής αφηγείται το κορυφαίο φιλμ νουάρ «Με Διπλή Ταυτότητα» -και πάλι του Wilder.
Η εισαγωγική σεκάνς της ταινίας μάς βυθίζει άμεσα στο νιχιλιστικό και αμοραλιστικό σύμπαν των χαρακτήρων. Στο ανατριχιαστικό ζενερίκ η δυσοίωνη σκιά ενός άνδρα με πατερίτσες πλησιάζει την κάμερα, σαν φάντασμα που επιστρέφει για να στοιχειώσει τους δολοφόνους. Ένα αυτοκίνητο κάνει επικίνδυνους ελιγμούς στους έρημους νυχτερινούς δρόμους και σταματά μπροστά σε ένα κτίριο. Μια φωτεινή ταμπέλα μάς πληροφορεί ότι ο χώρος δράσης είναι το Λος Άντζελες. Ο ασφαλιστής Walter Neff (Fred MacMurray) μπαίνει στο γραφείο του για να ηχογραφήσει ένα υπόμνημα σχετικά με τον πρόσφατο θάνατο ενός αντισυμβαλλομένου: «Σκότωσα τον Dietrichson… για χρήματα και μια γυναίκα. Δεν πήρα ούτε τα χρήματα, ούτε τη γυναίκα».
Το 1944, ο Billy Wilder χώρισε προσωρινά από τον σεναριογράφο Charles Brackett και αποφάσισε να διασκευάσει για την οθόνη, με τη συμβολή του Raymond Chandler, το μυθιστόρημα του James M. Cain «Double Indemnity». Το αποτέλεσμα ήταν το πρώτο αριστούργημα του βιενέζου σκηνοθέτη και ένα απόλυτο κλασικό του αμερικανικού φιλμ νουάρ. Ήταν επίσης η αποκάλυψη της σκοτεινής και σκληρής πλευράς της προσωπικότητας του Wilder και του απαισιόδοξου οράματός του για τον κόσμο: ο ακραίος πεσιμισμός που αναδύεται από τους διαλόγους του φιλμ αγγίζει τα όρια του μηδενισμού.
Μια συνηθισμένη κλήση σε έναν πελάτη ονόματι Dietrichson (Tom Powers) συστήνει τον Walter στη σύζυγο τού πελάτη, Phyllis (Barbara Stanwyck). Πριν καταλάβει τι τον χτύπησε, ο Walter βρίσκεται να έχει σχέση με την ελκυστική ξανθιά. Σχεδόν σαν να περίμενε την πρόκληση, ο Walter συμφωνεί να τη βοηθήσει να δολοφονήσει τον σύζυγό της με τέτοιο τρόπο ώστε να ενεργοποιηθεί η ρήτρα «διπλής αποζημίωσης» του ασφαλιστηρίου, απαιτώντας από την εταιρεία το διπλάσιο της δηλωμένης αξίας της. Ο σχεδιασμός του Walter είναι σχολαστικός καθώς γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι ο μέντορας και προϊστάμενος του, Keyes (Edward G. Robinson), και το «μικρό του ανθρωπάκι» (όπως αποκαλεί ο Keyes τη διαίσθησή του) θα αναζητήσουν επίμονα ενδείξεις απάτης. Ωστόσο αμέσως μετά τη δολοφονία του Dietrichson, ο Walter νοιώθει μια απτή αίσθηση καταστροφής όταν λέει, «Δεν μπορούσα να ακούσω τα βήματα μου. Ήταν το περπάτημα ενός νεκρού». Όταν μάλιστα η κόρη του δολοφονημένου, η Lola (Jean Heather), του κάνει αποκαλύψεις για τη Phyllis, βλέπει την αγαπημένη του με εντελώς νέο φως. Τότε το «ανθρωπάκι» του Keyes ξυπνά και ο πανέξυπνος ερευνητής αρχίζει να σκαλίζει την υπόθεση. Ο φίλος της Lola, Nino Zachetti (Byron Barr), γίνεται πρόσωπο που ενδιαφέρει τόσο τον Keyes όσο και τον Walter, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Και η σχέση μεταξύ της Phyllis και του Walter επιδεινώνεται γρήγορα σε καχυποψία και αμοιβαία αλληλοκατηγορία. Στο τέλος, το μόνο που μπορεί να κάνει ο Walter είναι να μπει στο γραφείο του και να καταγράψει τα πάντα για το μόνο άτομο του οποίου η ακεραιότητα δεν αμφισβητείται.
Όλα τα αισθητικά χαρακτηριστικά του νουάρ βρίσκονται στο «Double Indemnity» . Οι χώροι δράσης (γραφεία, επικίνδυνοι δρόμοι, σουπερμάρκετ, φτηνά εστιατόρια, βενζινάδικα, μοτέλ, πάρκινγκ ,τρένα) είναι χώροι μεταβατικοί, περιστασιακοί, που υποδηλώνουν την αποξένωση του ήρωα και την αίσθηση του ανοίκειου μέσα σε μια εχθρική πόλη. Ο κινηματογραφιστής John Seitz χαράσσει μια ιδιότυπη ανθρωπογεωγραφία με τους χαρακτήρες-παίκτες ενός προκαθορισμένου παιχνιδιού. Ο Seitz ανέπτυξε καινοτόμες τεχνικές φωτισμού που δημιουργούν μπάρες σκιών από τις περσίδες των παραθύρων στους ημι-φωτισμένους χώρους που παγιδεύουν τα πρόσωπα. Έτσι χτίζεται μια μόνιμα κλειστοφοβική ατμόσφαιρα με εθιστικά μοτίβα, από το τσιγάρο που αργοσβήνει ως το βραχιολάκι στον γυμνό αστράγαλο -σύμβολα που αποδίδουν τη σεξουαλικότητα της femme-fatale, παρακάμπτοντας τον κώδικα Χέιζ. Η «voice-over» αφήγηση με φλάσμπακ, σε πρώτο πρόσωπο, ξεκινάει όταν τα γεγονότα έχουν τελεστεί και υπενθυμίζει διαρκώς τη σχετικότητα της αφήγησης, καταρρίπτοντας τον μύθο της αντικειμενικότητας της παραδοσιακής χολιγουντιανής συνταγής. Επιπρόσθετα, η δυσοίωνη και νευρική παρτιτούρα του Miklos Rozsa κτίζει μεθοδικά την απειλή και την αργά αυξανόμενη παράνοια. Ο Wilder δεν υπήρξε ποτέ λάτρης των περίπλοκων κινήσεων ή των εξεζητημένων γωνιών της κάμερας, αλλά εστίαζε εκεί που χρειαζόταν ώστε να αποτυπώσει δημιουργικά το δράμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στον διάδρομο του διαμερίσματος του Walter, όπου η Phyllis κρύβεται από τον Keyes πίσω από την ανοιχτή πόρτα, η mise-en-scene του Wilder λειτουργεί υποδειγματικά δημιουργώντας καθηλωτικό σασπένς.
Παρόλες τις στιλιστικές καινοτομίες και τους δυνατούς διαλόγους, είναι η άρρητη σχέση μεταξύ Walter και Keyes που δίνει σε μια συνηθισμένη ιστορία δολοφονίας και λαγνείας το ειδικό βάρος αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Δύο άνθρωποι, που υπηρετούσαν τα συμφέροντα της εταιρείας τους, έχουν βρεθεί αντιμέτωποι γι’ αυτά τα συμφέροντα, και ο θρίαμβος του ενός είναι η πανωλεθρία του άλλου. Και παρά το γεγονός ότι έχει δευτερεύοντα ρόλο, ο Edward Robinson συνθέτει μια ιδιότυπη φιγούρα περίεργων μικρών συνηθειών και εμμονών, όντας το συναισθηματικό και ηθικό επίκεντρο της ταινίας. Όταν χρειάζεται φωτιά για τα πούρα του, ο Walter είναι πάντα έτοιμος να την προσφέρει. Ωστόσο, σε μια συγκλονιστική σκηνή ο Keyes για μία και μοναδική φορά ανάβει το τσιγάρο του Walter, ενώ αυτός αργοσβήνει. Στα πρόσωπα τους δεν υπάρχει μίσος, αλλά ζωγραφίζεται η αμοιβαία αγάπη και η συνειδητοποίηση ότι οι απαρέγκλιτοι νόμοι της μοίρας υπερβαίνουν ανθρώπους, τόπους και εποχές.
Βαθμολογία: