Μετά από μια σειρά αποτυχιών να “εισβάλει” στον χώρο της showbiz, ο ταλαντούχος κωμικός Ρούντι Ρέι Μουρ έχει μια επιφοίτηση, η οποία τον μετατρέπει σε θρύλο της έγχρωμης κουλτούρας. Ο Μουρ είναι πλέον ο Ντολεμάιτ, ένας φαντεζί “νταβατζής¨ με μπαστούνι. Η φιλοδοξία του όμως να περάσει και ήχους γεμάτους ρατσιστικά μηνύματα στο ραδιόφωνο, καταδικάστηκε από την καθωσπρέπει Αμερική. Τότε πείθει τον φιλελεύθερο συγγραφέα να προσαρμόσει το άλτερ-έγκο του σε ταινίες. Έτσι, ο Ντολεμάιτ πρωταγωνιστεί σε ταινίες κουνγκ-φου, καταδίωξης και ό,τι άλλο προσφέρει το blaxploitation, πάντα δίπλα στη Λαίδη Ριντ, που γίνεται το αχώριστο ταίρι του.

Σκηνοθεσία:

Craig Brewer

Κύριοι Ρόλοι:

Eddie Murphy … Rudy Ray Moore

Keegan-Michael Key … Jerry Jones

Da’Vine Joy Randolph … Lady Reed

Mike Epps … Jimmy Lynch

Craig Robinson … Ben Taylor

Tituss Burgess … Theodore Toney

Wesley Snipes … D’Urville Martin

Chris Rock … Daddy Fatts

Kodi Smit-McPhee … Nick

Snoop Dogg … DJ Raj

T.I. … στέλεχος εταιρίας

Luenell … η θεία

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Scott Alexander, Larry Karaszewski

Παραγωγή: John Davis, John Fox, Eddie Murphy

Μουσική: Scott Bomar

Φωτογραφία: Eric Steelberg

Μοντάζ: Billy Fox

Σκηνικά: Clay A. Griffith

Κοστούμια: Ruth E. Carter

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Dolemite Is My Name
  • Ελληνικός Τίτλος: Με Λένε Dolemite

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ) και πρώτου αντρικού ρόλου (Eddie Murphy) στην ίδια κατηγορία.

Παραλειπόμενα

  • Από το 2003 προσπαθούσε ο Eddie Murphy να γίνει αυτή η βιογραφία. Είχε προλάβει ζωντανό και τον Rudy Ray Moore (απεβίωσε το 2008), που είχε αφηγηθεί σε αυτόν και τους δύο σεναριογράφους προσωπικές του ιστορίες.
  • Πρώτη ταινία από τις 5 του Craig Brewer που δεν υπογράφει ο ίδιος το σενάριο.
  • Πρώτη R ταινία για τον Eddie Murphy από το 1999.
  • Πρώτα στο φεστιβάλ του Τορόντο, έπειτα σε περιορισμένη διανομή και από εκεί αποκλειστικά στο Netflix.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 9/11/2019

Σαν να έχουν συσσωρευτεί οι βιογραφίες «κακο-τεχνών» στη μετά Εντ Γουντ εποχή, και μάλλον δεν αποτελούν πλέον ιδιαιτερότητα. Έτσι, θέλεις να δεις σε κάποια από αυτές το καλλιτεχνικό παραπάνω που η αληθινή ιστορία σού στερεί για ευνόητους λόγους, και που είχε άλλωστε δει στην ταινία του Tim Burton. Στην προκειμένη περίπτωση, φοβάμαι πως χτυπάει το σύνδρομο Netflix, όπου εκτός από την αναπαραγωγή ενός επαναλαμβανόμενου θέματος, έχουμε και τυπική αντιμετώπιση.

Καταρχάς, όσοι είχαν την τύχη, ή μάλλον την ατυχία, να έρθουν σε επαφή με κάποια από τις ταινίες του Rudy Ray Moore, φοβάμαι πως παρακολουθώντας το φιλμ του Craig Brewer, αισθάνονται έντονα ότι κάτι έχει χαθεί στη «μετάφραση». Ο Ντολεμάιτ του έργου παραείναι συμπαθητικός για να είναι εκείνο το απερίγραπτα μπρούτο μπάχαλο. Εδώ παρουσιάζεται ως ακόμα μία περίπτωση που από το μηδέν ένας βασανισμένος άνθρωπος εμπιστεύεται το «ταλέντο» του και θέλει ντε και καλά να πιάσει την καλή, ενώ η αλήθεια φαντάζει πιο κοντά σε κάτι πιο «πεζοδρομιακό». Είναι μεν μια τραβηγμένη περίπτωση αμερικανικού ονείρου, αλλά εδώ εμφανίζεται υπό την ευγενή της μορφή, κι όχι εκείνη που θέλει το κάθε «φρούτο» να γίνεται πλούσιο με ό,τι του φανεί του λολοστεφανή. Γιατί η επιτυχία έχει κι αυτό το πρόσημο (εκτός από το αυτονόητο όσων την αξίζουν), το οποίο όμως θέλει επίκριση, κι όχι κανάκεμα. Μια επίκριση που δεν πάει φυσικά σε τύπου σαν αυτούς που βλέπουμε -κακώς- στην Πάνια, αλλά σε εκείνους που αποθεώνουν περιπτώσεις ανθρώπων που είναι πιο κοντά στο να χρίζουν βοήθεια παρά «ξεφώνισμα».

Μια όμως και η ταινία δεν μας αφήνει να κρίνουμε κάποιες παραμέτρους σαν αυτές, αρκούμαστε σε ό,τι βλέπουμε. Κι ως προς αυτό, ο Eddie Murphy στηρίζει με άνεση τον χαρακτήρα του Ντολεμάιτ, όχι τόσο μέσω κάποιας μεγάλης ερμηνείας, αλλά εν μέσω κάτι που μοιάζει με ωρίμανση. Τονίζοντας αυτό το τελευταίο, επ’ ουδενί δεν έχουμε κωμωδία όπως θέλει να πλασαρίζεται το φιλμ, αλλά κάτι που παίζει ανάμεσα σε δραμεντί, και νοσταλγική τραγικωμωδία για μια εποχή πιο άγουρη αλλά και πιο ενδιαφέρουσα από τη σημερινή. Μάλιστα, μέχρι κι ενός σημείου όπου το μόνο «αστείο» επί του έργου είναι οι stand-up εμφανίσεις του ήρωα, πρέπει να έχεις πολύ σοβαρό προσωπικό πρόβλημα για να μπορέσεις να βρεις αστείο μέσα σε αυτές τις χοντράδες που ξεστομίζονται. Αυτές ανήκουν είτε σε ηλικίες που «ανακαλύπτουν τον κόσμο», είτε, πάλι νοσταλγικά, σε εποχές που το μπινελίκι κέρδιζε την ελευθερία του έναντι του καθωσπρεπισμού, και το απλό άκουσμα μιας βρώμικης λέξης προκαλούσε ρίγη επανάστασης για τα καταπιεσμένα και λιγότερο σκεπτόμενα στρώματα της κοινωνίας.

Ευτυχώς, η ταινία αλλάζει δρόμο, κι επικεντρώνεται στα γυρίσματα μιας ταινίας μικρότερης δυναμικής κι από z-movie, όπου παρασκηνιακά έχει ένα κάτι να επιδείξει. Επίσης, έξυπνα αναφέρεται έστω και σε ένα σύντομο στιγμιότυπο η διαφορά του να είσαι «καραγκιόζης» και του να τον ερμηνεύεις, αλλά δυστυχώς η ταινία δεν επεκτείνεται ούτε ως προς αυτό, μην αφήνοντας εντέλει κανένα σοβαρό σχόλιο πίσω της. Το γενικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει το έργο του Craig Brewer είναι εντέλει το όριο ανάμεσα σε μια μονοδιάστατα καρικατουρίστικη δημιουργία, και μια ιστορία που έκρυβε μέσα της εξαιρετικό υλικό προς άρδευση.  Ελπίζω με όλα αυτά να μην απογοητεύω τους φίλους του Ντολεμάιτ και του κάθε Ντολεμάιτ, αλλά όταν η τέχνη υπηρετεί την κακοτεχνία, πρέπει να είναι διπλά δημιουργική για να έχει νόημα ύπαρξης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *