Πάντα Υπάρχει το Αύριο
- C'è Ancora Domani
- There's Still Tomorrow
- 2023
- Ιταλία
- Ιταλικά, Αγγλικά
- Δραμεντί, Εποχής
- 11 Ιουλίου 2024
Στη μεταπολεμική Ιταλία, η οικογένεια της Ντέλια, μιας απλής νοικοκυράς, βρίσκεται σε αναταραχή λόγω του επικείμενου αρραβώνα της αγαπημένης της πρωτότοκης Μαρστέλα. Η άφιξη ενός μυστηριώδους γράμματος ωστόσο θα πυροδοτήσει το κουράγιο της Ντέλια να αντιμετωπίσει τον βίαιο σύζυγό της και να φανταστεί ένα καλύτερο μέλλον.
Σκηνοθεσία:
Paola Cortellesi
Κύριοι Ρόλοι:
Paola Cortellesi … Delia Santucci
Valerio Mastandrea … Ivano Santucci
Romana Maggiora Vergano … Marcella Santucci
Emanuela Fanelli … Marisa Santucci
Giorgio Colangeli … Ottorino Santucci
Mattia Baldo … Sergio Santucci
Gianmarco Filippini … Franchino Santucci
Vinicio Marchioni … Nino
Raffaele Vannoli … Alvaro
Alessia Barela … Orietta
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Furio Andreotti, Giulia Calenda, Paola Cortellesi
Παραγωγή: Lorenzo Gangarossa, Mario Gianani, Vindhya Sagar
Μουσική: Lele Marchitelli
Φωτογραφία: Davide Leone
Μοντάζ: Valentina Mariani
Σκηνικά: Paola Comencini
Κοστούμια: Alberto Moretti
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: C’e Ancora Domani
- Ελληνικός Τίτλος: Πάντα Υπάρχει το Αύριο
- Διεθνής Τίτλος: There’s Still Tomorrow
Κύριες Διακρίσεις
- Ειδικό βραβείο επιτροπής και βραβείο κοινού στο φεστιβάλ της Ρώμης.
- Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Paola Cortellesi), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Emanuela Fanelli), πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, σεναρίου, κοινού και νεότητας στα David di Donatello. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο αντρικό ρόλο (Valerio Mastandrea), δεύτερο αντρικό ρόλο (Giorgio Colangeli και Vinicio Marchioni), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Romana Maggiora Vergano), παραγωγή, μουσική, φωτογραφία, σκηνικά, κοστούμια, ήχο, μακιγιάζ και κομμώσεις.
Παραλειπόμενα
- Σκηνοθετικό ντεμπούτο για την ηθοποιό Paola Cortellesi.
- Η Cortellesi εμπνεύστηκε το στόρι από όσα γνώριζε για τη γιαγιά και την προγιαγιά της.
- Το ασπρόμαυρο φιλμ επιλέχτηκε ως φόρος τιμής στον ιταλικό νεορεαλισμό. Για τον ίδιο λόγο, τα 8 πρώτα λεπτά είναι γυρισμένα σε αναλογία 4:3.
- Τα εξωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή του Τεστάτσιο στη Ρώμη, ενώ τα εσωτερικά στα στούντιο Cinecitta.
- Με 19 υποψηφιότητες, έσπασε το εν λόγω ρεκόρ στα David di Donatello.
- Η απουσία της πρωθυπουργού Giorgia Meloni από ειδική προβολή της ταινίας στην ιταλική γερουσία (με την ευκαιρία της παγκόσμιας ημέρας για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών) σχολιάστηκε αρνητικά από τα ΜΜΕ.
- Προωθώντας το μήνυμα κατά της έμφυλης βίας και της γυναικοκτονίας, η ταινία προβλήθηκε σε ζωντανή ροή σε 365 λύκεια της Ιταλίας.
- Μετά την κυκλοφορία της ταινίας στους κινηματογράφους, ο πρόεδρος της επιτροπής κινηματογράφου της Ούμπρια, Alberto Pasquale, αποκάλυψε ότι η εθνική επιτροπή χρηματοδοτήσεων είχε κατατάξει στην τελευταία θέση το εν λόγω σενάριο το 2022, θεωρώντας ότι δεν πληρούσε τα καλλιτεχνικά τους στάνταρ. Ο τότε αρμόδιος υπουργός, ο Dario Franceschini, απάντησε ότι δεν είχε ανάμειξη στην απόφαση.
- Με κέρδη 32,4 εκατομμύρια ευρώ στη χώρα της, η ταινίας δεν ήταν μόνο η εμπορικότερη της χρονιάς, αλλά και η 9η σε σχέση με την ιστορία των ιταλικών αιθουσών. Επίσης, βρέθηκε στην 5η θέση των μεγαλύτερων εγχώριων επιτυχιών όλων των εποχών. Το κόστος της ταινίας ήταν στα 5 εκ. ευρώ, και τα κέρδη διεθνώς ανήλθαν στα 44,1.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 11/7/2024
Η Ντέλια ζει μια ζωή που θυμίζει σκλαβιά. Είναι υποχρεωμένη να εργάζεται σε αμέτρητες ευκαιριακές δουλειές προκειμένου να συνεισφέρει στον πενιχρό οικογενειακό προϋπολογισμό, είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τα του οίκου, κουμαντάρει δύο ατίθασα αγόρια και μία έφηβη ερωτευμένη κόρη και γίνεται καθημερινά θύμα σωματικής και λεκτικής βίας από τον σύζυγό της. Δεν μεμψιμοιρεί, ούτε όμως δείχνει απολύτως εξοικειωμένη με την αδιάκοπη αδικία που υφίσταται. Στα λιγοστά παράθυρα ελευθερίας που μοιράζεται με άλλες γυναίκες, όπως και στις μοναχικές της στιγμές, στο βλέμμα της είναι ζωγραφισμένη μια ανείπωτη, αόριστη και φευγαλέα ελπίδα. Υπάρχει, άλλωστε, πάντα το αύριο, και τα δεσμά που την κρατούν καθηλωμένη δεν είναι τόσο αρραγή όσο φαίνονται.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της δημοφιλούς ηθοποιού Πάολα Κορτελέζι μας μεταφέρει στη μεταπολεμική και μεταφασιστική Ρώμη, όπου η φτώχεια βασιλεύει και η παρουσία των Αμερικανών στρατιωτών δεν αφήνει τις μνήμες του πολέμου να σβήσουν. Το σκηνικό παραπέμπει εξαρχής και αναφέρεται ευθέως στον νεορεαλισμό, με το ασπρόμαυρο μιας άλλης εποχής, την αναξιοπαθούσα ηρωίδα, τον βουβό ταξικό αγώνα ενάντια στην ανέχεια και την καταπίεση. Η Κορτελέζι, όμως, δραπετεύει σύντομα από τα όρια αυτής της πρώτης εντύπωσης και τις παγίδες της νοσταλγίας. Διασκεδάζει το βαρύ δράμα με εμπνευσμένη κωμωδία και διασπά τον ρεαλισμό με μουσικές παρεκβάσεις, δημιουργώντας μια ξεχωριστή αφηγηματική φωνή που μοιάζει (και είναι) ουσιωδώς σύγχρονη. Αρθρώνει βέβαια και σύγχρονο λόγο απέναντι στην πατριαρχική καταδυνάστευση, που κάθε άλλο παρά απούσα είναι στις μέρες μας. Λίγον καιρό μετά την κυκλοφορία της ταινίας στην Ιταλία, μια ακόμα στυγνή γυναικοκτονία συγκλόνισε τη χώρα και έθεσε εκ νέου, με τον πλέον κατεπείγοντα τρόπο, τα αιτήματα για τη διάρρηξη της πατριαρχίας επί τάπητος.
Το C’e Ancora Domani είναι ένα λαϊκό μελόδραμα με κωμικά στοιχεία που αγαπήθηκε από το ιταλικό κοινό παράφορα και έσπασε τα ταμεία υπερβαίνοντας κάθε προσδοκία. Όσο και αν το θέμα του είναι διαχρονικό και πανανθρώπινο, ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται στον συλλογικό ψυχισμό της Ιταλίας είναι κάτι παραπάνω από ιδιαίτερος. Η Κορτελέζι έφτιαξε μια ταινία που ακουμπάει στα βιώματα του λαού αλλά ταυτόχρονα περιπαίζει και τα διεθνή στερεότυπα που συνοδεύουν την απεικόνιση της ιταλικής ψυχοσύνθεσης. Ντύνει με όμορφα τραγουδάκια σκηνές που εσωκλείουν μεγάλη βία, σε μία κίνηση ειρωνικής αποδόμησης των μύθων περί ταπεραμέντου, ενώ υπερτονίζει τις φεμινιστικές διεκδικήσεις που διατηρούνται άσβεστες μέχρι και σήμερα, ακόμα και με διαφορετική μορφή και νομική μεταχείριση.
Δυστυχώς, η ταινία δεν αγκαλιάζει όλες τις πτυχώσεις της πλοκής της με την ίδια προσοχή. Είναι εμφανές ότι η δημιουργός κεντράρει στις μεγάλες, τόσο σε διάρκεια όσο και σημασία, σεκάνς, με αποτέλεσμα ορισμένες λύσεις να δίνονται βιαστικά. Κάποια επεισόδια από τη ζωή της Ντέλια επαναλαμβάνονται αχρείαστα, άλλα παρατίθενται με μια υπεραπλουστευτική προσέγγιση προκειμένου να γεννήσουν το αναγκαίο συναίσθημα και άλλα μοιάζουν απλώς περιττά, όπως η όλη συνθήκη με τον Αμερικανό στρατιώτη. Βέβαια, δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί στην Κορτελέζι το δημιουργικό θάρρος της: για παράδειγμα, επιλέγει να χορογραφήσει εντυπωσιακά μια σκηνή ενδοοικογενειακής βίας βάλλοντας κατά της ρομαντικοποιημένης εκδοχής που κυριαρχεί για το συγκεκριμένο έγκλημα στο δημόσιο διάλογο. Υπάρχουν αρκετές αντίστοιχες απόπειρες στην ταινία, πολλές από τις οποίες αγγίζουν τα όρια της φλυαρίας και δεν χαρακτηρίζονται από την ίδια επιτυχία, αλλά η προσπάθεια για καινοτομία στο αφηγηματικό πλαίσιο είναι εκτιμητέα.
Σε αυτό το γλυκόπικρο φιλμ βρίσκεται ο απαραίτητος χώρος για τη γυναικεία ενδυνάμωση, την ιστορική καταγραφή των έμφυλων αγώνων σε λαϊκό επίπεδο και μια απλή ιστορία καθημερινής υφής που προσφέρει απλόχερα σημεία ταύτισης. Η Κορτελέζι στο πρωτόλειό της αρνείται τη στατική απόδοση του γυναικείου τραύματος και δε φοβάται το κέφι στην αφήγησή της. Καταλήγει σε μία αιχμηρή σάτιρα του πατριαρχικού εθνικού αφηγήματος που εξακολουθεί να γαλουχεί κάθε νέα γενιά και καλεί σε αντίσταση, με το βλέμμα στο ανθηρό αύριο. Το Υπάρχει και το Αύριο δεν είναι απαλλαγμένο από αστοχίες, αλλά είναι σινεμά πλατιάς απεύθυνσης που διεκδικεί με αξιώσεις μια θέση στην καρδιά.
Βαθμολογία: