
O Τζάρεντ Ίμονς, ένας 19χρονος επαρχιώτης και γιος βαπτιστή ιεροκήρυκα, αποφασίζει να ανοιχτεί στους γονείς του. Τότε, αποφασίζουν να τον στείλουν να παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα «θεραπείας της ομοφυλοφιλίας». Στην αρχή με τη θέληση του, αλλά αργότερα όλο και πιο διστακτικός, ο Τζάρεντ έρχεται αντιμέτωπος με αφύσικες καταστάσεις, και φτάνει να συγκρούεται με τον επικεφαλής του ιδρύματος, Βίκτορ Σάικς.
Σκηνοθεσία:
Joel Edgerton
Κύριοι Ρόλοι:
Lucas Hedges … Jared Eamons
Nicole Kidman … Nancy Eamons
Russell Crowe … Marshall Eamons
Joel Edgerton … Victor Sykes
Joe Alwyn … Henry Wallace
Xavier Dolan … Jon
Troye Sivan … Gary
Cherry Jones … Δρ Muldoon
Flea … Brandon
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Joel Edgerton
Παραγωγή: Joel Edgerton, Steve Golin, Kerry Kohansky-Roberts
Μουσική: Danny Bensi, Saunder Jurriaans
Φωτογραφία: Eduard Grau
Μοντάζ: Jay Rabinowitz
Σκηνικά: Chad Keith
Κοστούμια: Trish Summerville
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Boy Erased
- Ελληνικός Τίτλος: Διαγραφή Ταυτότητας
Σεναριακή Πηγή
- Απομνημονεύματα: Boy Erased: A Memoir του Garrard Conley.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Lucas Hedges) σε δράμα, και τραγουδιού (Revelation).
Παραλειπόμενα
- Για την κεντρική διανομή της ταινίας, κι ενώ ήταν ακόμα στο προσχέδιο, ξέσπασε ένας αληθινός πόλεμος ανάμεσα στις εταιρίες Netflix, Annapurna Pictures, Focus Features και Amazon Studios. Νικήτρια ήταν η Focus Features. Παρόλα αυτά, η ταινία απέτυχε στα ταμεία, αφού ενώ κόστισε 11 εκατομμύρια δολάρια, απέφερε μόλις 11,9.
- Ο Garrard Conley απέρριψε την πρόταση να γράψει ο ίδιος και το σενάριο, αφού πίστευε ότι ο Joel Edgerton θα μπορούσε να το προσαρμόσει καλύτερα για τη μεγάλη οθόνη.
- Ο Viggo Mortensen ήταν υποψήφιος για τον ρόλο του πατέρα.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Troye Sivan, που έχει κι έναν δεύτερο ρόλο στην ταινία, έγραψε κι ερμηνεύει μαζί με τον Jon Thor Birgisson το Revelation.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 28/2/2019
Καταντάει τρομακτικό να βλέπεις ότι υπάρχουν ακόμα κατάλοιπα του μεσαίωνα και στις ημέρες μας. Και μάλιστα, το πώς αυτά προσπαθούν να ελίσσονται με τα χρόνια, ώστε να είναι ικανά να συνεχίζουν να επιβάλλουν το σκοταδιστικό τους έργο. Η ύπαρξη ιδρυμάτων που υπόσχονται «θεραπεία της ομοφυλοφιλίας» είναι μια πραγματικότητα στις ΗΠΑ, και δίχως την ανάδειξη του θέματος, δεν υπάρχει τρόπος να χτυπηθεί ένα τέτοιο καρκίνωμα για τον πολιτισμό μας.
Ο Joel Edgerton επιλέγει ένα τόσο δυνατό θέμα, αλλά δυστυχώς δεν έχει την ικανότητα να το παρουσιάσει ιδανικά όπως του έπρεπε. Είναι ίσως δέσμιος κι ότι έχει ως κορμό μια αληθινή ιστορία ενός συγκεκριμένου νέου, κάτι που τον περιορίζει στο «δέντρο» αντί για το «δάσος». Υπήρχαν όμως τρόποι ακόμα κι έτσι να αναδείξει ουσιαστικότερα το θέμα του, αρκεί να απόφευγε μερικά δημιουργικά λάθη που είναι σαν να μειώνουν τη διάρκεια-ισχύ της ταινίας του. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να κάνει εκτεταμένη χρήση του φλας-μπακ, θέλοντας παράλληλα με την καταγγελία του να μιλήσει και για τον νεαρό Τζάρεντ. Μάλιστα, φτάνει σε σημείο να κόψει τη συνοχή του λόγου του για να το πράξει αυτό, μην ελέγχοντας το πού πρέπει να επανέλθει στο παρόν, με το παρελθόν να ζημιώνει έτσι τη ροή. Μήπως όμως το βασικό πρόβλημα είναι πως δεν έχει καμία σημασία το πώς έφτασε να αποδεχτεί τη «διαφορετικότητα» του ο ήρωας μας, μια και δεν υπάρχει τίποτα να καταγγελθεί ως προς αυτό;
Μιλάμε για μια ταινία που εσωτερικά κόβεται στα δύο. Και το ένα της κομμάτι δεν έχει να συμπληρώσει πολλά στο άλλο. Το δυνατό θέμα που είχε στα χέρια του ο Edgerton βρίσκεται εντός του ιδρύματος «αποκατάστασης ανδρισμού», αλλά κι αν ήθελε να μιλήσει αυτόνομα για τον δρόμο προς τη συνειδητοποίηση μιας άλλης σεξουαλικής ταυτότητας, θα έπρεπε να το κάνει σε μια άλλη ταινία με άλλον χαρακτήρα. Ευτυχώς, όμως, η αλληλο-ύπαρξη αυτών των δύο «ταινιών» δεν ζημιώνει κάτι το γενικό. Ο Edgerton έχει έναν ευγενικό τρόπο να σου εκθέσει το θέμα του, παρουσιάζοντας μεν μια ακραία κατάσταση, αλλά με ήρωες ανθρώπους που δεν ξεφεύγουν από την πραγματικότητα που θα βιώσει ένας οποιοσδήποτε νέος που περνάει έναν παρόμοιο γολγοθά. Υπάρχουν εκρήξεις εντός του έργου, αλλά κι αυτές δεν παρουσιάζονται επιτηδευμένα προς εντυπωσιασμό του κοινού. Ειδικά το συμβιβαστικό φινάλε είναι ιδανικό για να μη φτάσουμε να πιστέψουμε ότι η ανθρωπότητα δεν έχει κάνει και κάποια άλματα λογικής που αφήνουν μια ορθάνοιχτη πόρτα για ένα ακόμα λογικότερο μέλλον.
Είναι μάλλον άδικο να επικεντρωθούμε και στις ερμηνείες, παρότι έχουμε παράλληλα με την καταγγελία ένα καλοστημένο δράμα χαρακτήρων. Κι αυτό επειδή η ταινία δεν αντλεί την ισχύ της από τη δραματουργική της υπόσταση, αλλά τη γειωμένη, αυτή της προσομοίωσης με τον ρεαλισμό. Οι ηθοποιοί δηλαδή υπηρετούν τους χαρακτήρες τους, δίχως να επιβάλλονται σε αυτούς στρέφοντας τους προβολείς απάνω τους.
Έχουμε ένα φιλμ που πρέπει να μας προβληματίσει και στη χώρα μας, πριν αυτό το αμερικανικό «θεραπευτικό» φαινόμενο φτάσει και στα χωρικά μας ύδατα. Γιατί αν συνεχίζουμε κάποιοι να θεωρούμε ασθένεια την ομοφυλοφιλία, φοβάμαι ότι εμείς οι αυτό-αποκαλούμενοι «νορμάλ» δεν τιμούμε τα «παντελόνια» του ανθρωπισμού μας.
Βαθμολογία: