
Καλοκαίρι, 1980. Το πιο βροχερό καλοκαίρι εδώ και δεκαετίες δεν αποτρέπει δεκάδες χιλιάδες θεατές από το να φτάσουν στο κεντρικό γήπεδο του Γουίμπλεντον, για να δουν τον νούμερο ένα παίκτη στο τένις παγκοσμίως, τον σουηδό Μπγιορν Μποργκ, να κατακτά τον πέμπτο του τίτλο. Λίγοι όμως γνωρίζουν τι συμβαίνει πίσω από τους προβολείς: μόλις 24ων χρονών, ο Μποργκ έχει φτάσει στα όριά του. Είναι εξαντλημένος σωματικά, εξουθενωμένος ψυχολογικά και υποφέρει από φοβερό στρες, λόγω της πίεσης που υφίσταται ως ο πρωταθλητής που πρέπει διαρκώς να αποδεικνύει γιατί θεωρείται ο κορυφαίος του κόσμου. Απέναντί του στέκεται ο 20χρονος Τζον ΜακΕνρό που θα προσπαθήσει να τον αντικαταστήσει στον θρόνο του Γουίμπλεντον. Ο ΜακΕνρό φαίνεται να είναι ό,τι δεν είναι ο διάσημος για την ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία του Μπιορκ: οξύθυμος, φωνακλάς και αναιδής προς διαιτητές, δημοσιογράφους και κάθε είδους θεσμό. Όμως, δεν είναι όλα όπως φαίνονται και οι δύο αντίπαλοι θα συνειδητοποιήσουν ότι ο μόνος άνθρωπος ικανός να καταλάβει τι περνούν εκείνη την στιγμή, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τους: ο άνθρωπος που αντικρίζουν στην άλλη πλευρά του γηπέδου.
Σκηνοθεσία:
Janus Metz
Κύριοι Ρόλοι:
Sverrir Gudnason … Bjorn Borg
Shia LaBeouf … John McEnroe
Stellan Skarsgard … Lennart Bergelin
Tuva Novotny … Mariana Simionescu
Robert Emms … Vitas Gerulaitis
Jason Forbes … Arthur Ashe
Bjorn Granath … Bengt Grive
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ronnie Sandahl
Παραγωγή: Jon Nohrstedt, Fredrik Wikstrom
Μουσική: Vladislav Delay, Jon Ekstrand, Carl-Johan Sevedag, Jonas Struck
Φωτογραφία: Niels Thastum
Μοντάζ: Per K. Kirkegaard, Per Sandholt
Σκηνικά: Lina Nordqvist
Κοστούμια: Kicki Ilander
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Borg McEnroe
- Ελληνικός Τίτλος: Borg/McEnroe: Όλα για τη Δόξα
- Εναλλακτικός Τίτλος: Borg
- Διεθνής Τίτλος: Borg vs. McEnroe
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Borg/McEnroe
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Sverrir Gudnason) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο δεύτερου αντρικού ρόλου (Stellan Skarsgard) και ειδικών εφέ στα Guldbagge, τα εθνικά βραβεία της Σουηδίας. Υποψήφιο για ακόμα 8 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
Παραλειπόμενα
- Κινηματογραφικό ντεμπούτο στη σκηνοθεσία για τον Janus Metz.
- Τον νεαρό Bjorn Borg τον ερμηνεύει ο γιος του μεγάλου τενίστα, ο Leo Borg.
- Στα κρέντιτ, υπάρχει “ευχαριστώ” για τον Bjorn Borg, αλλά όχι για τον John McEnroe.
- Ο Shia LaBeouf μάκρυνε τα μαλλιά του για τον ρόλο.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 23/8/2018
Η ιστορική πλέον αντιπαλότητα ανάμεσα σε δύο από τους μεγαλύτερους τενίστες όλων των εποχών κινηματογραφείται με μια μελαγχολική ματιά από τον Δανό Γιάνους Μετζ, ο οποίος ανακαλύπτει, μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών του δύο αθλητές που, όσο κι αν προσπαθούσαν για το αντίθετο, τελικά δεν υπήρξαν και τόσο διαφορετικοί.
Κάποιοι πιθανώς να γνωρίζουν (κάποιοι πάλι όχι) το αποτέλεσμα του πολύκροτου τελικού του Γουίμπλεντον του 1980 ανάμεσα σε δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που πάτησαν ποτέ το χωμάτινο ταρτάν του ιστορικού αγγλικού τουρνουά τένις. Για την ταινία του Δανού σκηνοθέτη του «Αρμαντίλο» Γιάνους Μετζ, το τι σκορ έδειξε τελικά ο φωτεινός πίνακας δεν μοιάζει να έχει και ιδιαίτερη σημασία. Ίσως γιατί η ουσία του φιλμ φαίνεται να βρίσκεται λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει ο μεγάλος αγώνας, σε εκείνη τη σκηνή όπου οι δύο πρωταγωνιστές κάθονται αμήχανα ο ένας δίπλα στον άλλο σε ένα στενό παγκάκι, ενώ ο τοίχος πίσω τους γράφει ένα από τα πιο διάσημα δίστιχα του «Αν» του Ράγιαρντ Κίπλινγκ. Ίσως οι «δυο απατεώνες» στην προκειμένη περίπτωση να μην είναι ο θρίαμβος και η καταστροφή, αλλά οι δύο τρομαγμένοι αθλητές, που αντιμετωπίζονταν πάντοτε ως δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που άλλαζε ήταν ο τρόπος διαχείρισης των σχεδόν πανομοιότυπων συναισθημάτων τους.
Ο Μετζ αποφασίζει πολύ σωστά να εστιάσει την προσοχή του σε ένα γεγονός (αυτό του βαρυσήμαντου τουρνουά) και γύρω από αυτό να ξεδιπλώσει δύο παράλληλες ιστορίες που αφορούν τους δύο αντιπάλους, εμβολιάζοντάς τες με εύστοχα φλας μπακ στην παιδική τους ηλικία. Επιχειρώντας να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο, καθένας από τους δύο χαρακτήρες αποφάσισε να αντιμετωπίσει τις τεράστιες ψυχολογικές απαιτήσεις του πρωταθλητισμού, ο σκηνοθέτης ξεκινά βάζοντας στις δύο άκρες της «συμπεριφορικής» ζυγαριάς τους πρωταγωνιστές του. Ο Μεν Μποργκ, (στον οποίο κυρίως δαπανάται ο περισσότερος κινηματογραφικός χρόνος) αποτυπώνεται αρχικά ως ο εμβληματικός σταρ με το απαθές πρόσωπο, που μόλις στα 24 του χρόνια έχει ήδη κατακτήσει τέσσερα συνεχόμενα Γουίμπλεντον και τώρα επιχειρεί το ακατόρθωτο: να στεφθεί πρωταθλητής για πέμπτη συνεχόμενη φορά. Ο Σουηδός Σβέριρ Γκούντνασον, πέρα από την τρομερή φυσική ομοιότητα με τον διάσημο τενίστα, υποδύεται εξαιρετικά έναν ξεζουμισμένο από την υπερπροσπάθεια αθλητή του οποίου η επιφανειακή ηρεμία και υποτιθέμενη απουσία συναισθημάτων έχει επιτευχθεί με ένα τεράστιο και δυνητικά τραγικό εσωτερικό τίμημα. Οι ρωγμές στο ψυχρό και απαθές «σκανδιναβικό» βλέμμα σταδιακά γίνονται όλο και πιο εμφανείς, καθώς όλοι (μα όλοι) πιέζουν τον «ξανθό ιππότη» του τένις να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, κορυφώνοντας έναν ψυχολογικό βασανισμό που αυτή τη φορά, ούτε τα αμέτρητα τελετουργικά, ούτε οι έμμονες προλήψεις μπορούν να κατευνάσουν. Από την άλλη, ο νεαρός και πολλά υποσχόμενος αντίπαλος που ακούει στο όνομα Τζον ΜάκΕνρο ερμηνεύεται από τον Σάια ΛαΜπεφ με παρορμητισμό που ταιριάζει και στον πραγματικό χαρακτήρα του ηθοποιού, καθώς το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο και το ανορθόδοξο (για τα δεδομένα ενός σπορ «υψηλής κοινωνικής τάξης») στιλ του τον καθιστούν, αφενός τον πιο ταλαντούχο διεκδικητή του τίτλου και αφετέρου τον πιο απεχθή προς το κοινό αθλητή. Παρότι τελικά περιορίζεται σε δευτερεύοντα ρόλο, ο ΛαΜπεφ δείχνει να καλοδέχεται τις ιδιοσυγκρασιακές ομοιότητες του χαρακτήρα που ενσαρκώνει με τον ίδιο του τον εαυτό, συνεχίζοντας μια πρόσφατη παράδοση που τον θέλει να αναλαμβάνει κυκλοθυμικούς ήρωες που προσπαθούν να καμουφλάρουν βαθιές πληγές μέσα στην ανωριμότητα των αντιδράσεων τους (βλέπε το υπέροχο «American Honey» της Άντρεα Άρνολντ).
Διασταυρώνοντας περίτεχνα το παρελθόν με το παρόν (ο μικρός Μποργκ των φλας μπακ ερμηνεύεται από τον Λέο, πραγματικό γιο του Σουηδού τενίστα) και αντιστοιχώντας τις κατεσταλμένες εκρήξεις του ενός με την τρυφερή ανασφάλεια του άλλου, η ταινία δεν αργεί να συμπεράνει ότι τελικά αυτοί κατά τα φαινόμενα διαφορετικοί άνθρωποι είχαν περισσότερα κοινά απ’ ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Εναλλάσσοντας το τέμπο από τα αργόσυρτα κοντινά στα σβησμένα από ένταση μάτια του Μποργκ έως τις αεικίνητα μονταρισμένες σεκάνς του ιστορικού τελικού, το φιλμ του Μετζ συνιστά μια πιο «ευρωπαϊκή» προσέγγιση στις ταινίες με σπορ, καταφέρνοντας να αποτυπώσει περίτεχνα την μοναξιά της κορυφής, τις ανελέητες απαιτήσεις που οδηγούν στην εξουθένωση και την εμμονή για την επιτυχία που καταλήγει σταδιακά στην προσωπική καταστροφή. Παρότι τελικά περισσότερο υπαινίσσεται παρά δείχνει την αντιπαλότητα των δύο τενιστών, το «Borg MacEnroe – Όλα για τη Δόξα» συνιστά ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ψυχογράφημα, επενδυμένο με τις μελαγχολικές αποχρώσεις μιας δημιουργίας που κοιτά με στωική νηφαλιότητα (ίσως και σχετική αδιαφορία) τα πολυδιαφημισμένα αθλητικά ανδραγαθήματα των θρύλων του χθες.
Βαθμολογία: