
Ο Μπομπ Μάρλεϊ γεννήθηκε στην Τζαμάικα και πριν τα 20 του χρόνια αφοσιώθηκε στη μουσική. Με όπλο του την επαναστατικότητα και με μηνύματα ενότητας και αγάπης, σκαρφάλωσε στην απόλυτη κορυφή των σπουδαιότερων καλλιτεχνών της ρέγκε και έγινε ένας από τους πλέον εμβληματικούς μουσικούς του 20ού αιώνα. Και όλα αυτά μέσα σε μια ζωή που έμελλε να ολοκληρωθεί πολύ γρήγορα.
Σκηνοθεσία:
Reinaldo Marcus Green
Κύριοι Ρόλοι:
Kingsley Ben-Adir … Bob Marley
Lashana Lynch … Rita Marley
James Norton … Chris Blackwell
Anna-Share Blake … Judy Mowatt
Naomi Cowan … Marcia Griffiths
Umi Myers … Cindy Breakspeare
Anthony Welsh … Don Taylor
Aston Barrett Jr. … Family Man Barrett
Tosin Cole … Tyrone Downie
Gawaine ‘J-Summa’ Campbell … Antonio ‘Gillie’ Gilbert
Alexx A-Game … Peter Tosh
Michael Gandolfini … Howard Bloom
David Davo Kerr … Junior Marvin
Hector Donald Lewis … Carlton Carly Barrett
Sheldon Shepherd … Neville Garrick
Stefan Wade … Seeco Patterson
Nadine Marshall … Cedella Booker
Quan-Dajai Henriques … Bob Marley (νεαρός)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Terence Winter, Frank E. Flowers, Zach Baylin, Reinaldo Marcus Green
Στόρι: Terence Winter, Frank E. Flowers
Παραγωγή: Dede Gardner, Jeremy Kleiner, Cedella Marley, Rita Marley, Ziggy Marley, Robert Teitel
Μουσική: Kris Bowers
Φωτογραφία: Robert Elswit
Μοντάζ: Nick Houy, Pamela Martin
Σκηνικά: Chris Lowe
Κοστούμια: Anna B. Sheppard
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Bob Marley: One Love
- Ελληνικός Τίτλος: Bob Marley: One Love
Παραλειπόμενα
- Η ταινία ανακοινώθηκε από την Paramount Pictures τον Ιούνιο του 2018 και το 2021 την ανέλαβε ο Reinaldo Marcus Green. Μέσα στον ίδιο χρόνο ξεκίνησε η αναζήτηση για τον ιδανικό Μάρλεϊ, που ολοκληρώθηκε μετά από ένα έτος. Σημαντικό ρόλο στην επιλογή του Kingsley Ben-Adir, που δεν είχε καμία εμπειρία από τραγούδι ή χορό, ήταν η προτίμηση του σε αυτόν του Ziggy Marley.
- Η Naomi Cowan ερμηνεύει τη θεία της, Marcia Griffiths.
- Η οικογένεια του θρυλικού μουσικού υποστήριξε από την αρχή την ταινία, με τον Ziggy Marley, γιο του Bob Marley, να ηγείται πολλών αποφάσεων πάνω σε αυτήν, αλλά και να γίνεται ο κύριος προωθητής της.
- Παρότι δεν είχε τη βοήθεια της κριτικής, έφτασε σε εισπράξεις τα 180,8 εκατομμύρια δολάρια, έναντι μπάτζετ των 70.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Kingsley Ben-Adir έμαθε μεν να ερμηνεύει τα κομμάτια για τις ανάγκες των γυρισμάτων, αλλά εμείς ακούμε ντουμπλαρισμένη τη φωνή του με αυτήν του Bob Marley από ηχογραφήσεις αρχείου.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 14/2/2024
Μέσα στον κυκεώνα των βιογραφιών που έχουν κατακλύσει τις οθόνες τα τελευταία χρόνια, είναι μοιραίο αρκετές από αυτές να μην αποτελούν μια ουσιαστική καλλιτεχνική πρόταση. Η παγίδα της εξύψωσης ή ακόμα και της αποθέωσης της φιγούρας του ανθρώπου που προσεγγίζουν είναι πάντα παρούσα και ενώ η περίπτωση του “One Love” εστιάζει περισσότερο στα συναισθήματα των θαυμαστών παρά στην πορεία του ίδιου του γκρουπ του Bob Marley, πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα στο κομμάτι της υπεραπλούστευσης.
Χωρίς να είναι προφανώς μια θρησκευτική ταινία, ο άξονας του σεναρίου είναι η επανάσταση που εν μέρει πραγματοποίησαν οι Bob Marley & The Wailers, αναπτύσσοντας κυρίως τα επιχειρήματα του κινήματος των Ράστα και τους βιβλικούς δεσμούς τους. Εντός αυτής της συνθήκης παρουσιάζεται ο Bob Marley, ως μια σεβαστή μεν αλλά ταυτόχρονα τρομερά εσφαλμένη απεικόνιση με την τοποθέτησή του στο απυρόβλητο των γεγονότων, όπου πτυχές όπως τα ναρκωτικά ή ο λιγότερο ειρηνιστής χαρακτήρας του παραμένουν σταθερά εκτός.
Θεματικό κίνητρο είναι το μήνυμα, δηλαδή το κάλεσμα να επιστρέψουμε στις ρίζες και να ζήσουμε με ενότητα και ισότητα, γι’ αυτό και η ιστορία που διαδραματίζεται κυρίως τη δεκαετία του ‘70 βρίσκει τις αναμενόμενες ομοιότητες με το σήμερα, με την προοπτική όμως να αποτελέσει μια προειδοποιητική φωνή. Σαφώς και ο χαρακτήρας του Marley αξιοποιείται για να τονιστούν οι παραλληλισμοί, με πιο φανερό αυτόν της απουσίας της πατρικής φιγούρας να λειτουργεί σαν μια ποιητική μεταφορά για τη σχέση της Τζαμάικας με το Ηνωμένο Βασίλειο, κάπου ανάμεσα στην αναζήτηση μιας πατρίδας και την καταγωγή με την οποία αισθάνεται συνδεδεμένος. Αυτή η προσέγγιση δεν μοιάζει ιδιαίτερα τεχνητή από το γεγονός ότι πίσω από την παραγωγή βρίσκεται η οικογένεια Marley.
Όσο λοιπόν ευγενείς κι αν είναι οι προθέσεις ανάδειξης του ενωτικού αυτού μηνύματος, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι, πέρα από την εμφανή επιλογή περιστατικών και τη χειραγώγηση τους για τη δομή της πλοκής, αφηγηματικά τουλάχιστον πρόκειται για μια ταινία εξαιρετικά αδύναμη. Η πληροφορία ότι βρισκόμαστε στην πιο συγκρουσιακή στιγμή της τζαμαϊκανής ιστορίας, όπου η πολιτική διαμάχη έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, έρχεται μέσω ογκοδέστατων καρτών σε μαύρο φόντο στην αρχή της ταινίας, όπως άλλωστε και το νοηματικό συμπέρασμα στο φινάλε της. Η πληρότητα των σκηνών σε περιεχόμενο περιορίζεται στην αναδημιουργία δραματουργικά κομβικών σκηνών ή αρχειακών καταγραφών με τη λογική ενός scripted-reality που εναλλάσσονται με ένα ποτ-πουρί τραγουδιών, τα οποία, ως ένδειξη της παρατήρησης αυτής, παίζουν συχνά ολόκληρα. Το ελκυστικά πετυχημένο κάστινγκ του Kingsley Ben-Adir έρχεται σαν ικανή παράμετρος για να αποσπάσει ανά στιγμές από το παραπάνω στοιχείο, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι αρκετό για να μετατρέψει την ταινία σε αυτό που δεν είναι, δηλαδή κινηματογραφική δημιουργία.
Βαθμολογία: